Η άνοδος ακροδεξιών-εθνικιστικών δυνάμεων στην Ενωμένη Ευρώπη δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ και τις διευρύνσεις της Ένωσης προς τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλoκ, οι ακροδεξιές-εθνικιστικές δυνάμεις “προσαρμόστηκαν” στο νέο πλαίσιο, ασκώντας κριτική κατά των μεταναστών και των προσφύγων: από τη μια πλευρά, κατά της μετακίνησης πολιτών από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που αναζητούν εργασία σε άλλο κράτος-μέλος και από την άλλη –σε ακόμη εντονότερο βαθμό– κατά των προσφύγων.
Του Βίκτωρα Χρηστίδη
Η ρητορική τους στο οικονομικό πεδίο αρθρώθηκε στη βάση της πεποίθησης περί δομικών διαφορών, με ακραία μορφή στερεοτυπικούς διαχωρισμούς ως προς τον τρόπο οργάνωσης, πειθαρχίας και εργατικής αποδοτικότητας. Αυτή η ρητορική υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής στις χώρες του πυρήνα της Ευρωζώνης και της βόρειας Ευρώπης.
Επίσης, η οικονομική κρίση, από το 2008 και μετά, έγινε αντικείμενο εργαλειοποίησης από τα ακροδεξιά-εθνικιστικά κόμματα. Κι ακόμα, μετατοπίζοντας αργά αλλά σταθερά τον πολιτικό διάλογο από τις αιτίες της οικονομικής κρίσης στην «ανάγκη» μείωσης των προσφυγικών ροών κατέστησαν την προσφυγική κρίση πηγή πολιτικής εκμετάλλευσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις βρίσκονται σε κρίση ταυτότητας μέσα στις προκλήσεις που θέτουν η οικονομική κρίση, το προσφυγικό και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την άλλη, τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα ακροβατούν μεταξύ μιας προσέγγισης που εστιάζει «στους πρόσφυγες ως εργατικό δυναμικό» και ακραίων φωνών για κλείσιμο των συνόρων, χωρίς όμως καμία αναφορά στα βήματα για τον τερματισμό του συριακού εμφυλίου και το μέλλον της Συρίας.
Στην Αυστρία, τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών που πραγματοποιήθηκαν τον Μάιο, κατέγραψαν πολύ μικρή διαφορά ανάμεσα στον υποψήφιο του ακροδεξιού Αυστριακού Κόμματος των Ελευθέρων Νόρμπερτ Χόφερ και στον υποψήφιο των Πρασίνων Αλεξάντερ βαν ντερ Μπέλεν, ο οποίος αναδείχθηκε νικητής. Ωστόσο, μετά από προσφυγή του Κόμματος των Ελευθέρων, το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας αποδέχθηκε το αίτημα ακύρωσης του αποτελέσματος των εκλογών.
Τι ακριβώς συνέβη;
Το αίτημα για ακύρωση του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών, ο δεύτερος γύρος των οποίων διεξήχθη στις 22 Μαΐου, βασίστηκε σε ενστάσεις αναφορικά με την καταμέτρηση των επιστολικών ψήφων σε αρκετές περιοχές της χώρας και σε ισχυρισμούς για παρατυπίες (μέλη εφορευτικών επιτροπών, εξουσιοδοτήσεις για καταμέτρηση κ.λπ). Το Συνταγματικό Δικαστήριο αποδέχθηκε το αίτημα ακύρωσης του αποτελέσματος που κατέθεσε ο επικεφαλής του Κόμματος των Ελευθέρων και ορίστηκε η επαναδιεξαγωγή των εκλογών αρχικά για τις 2 Οκτωβρίου.
Οι υποστηρικτές της ακύρωσης των αποτελεσμάτων ισχυρίστηκαν ότι οι παρατυπίες αυτές ήταν ικανές να επηρεάσουν το πολύ μικρό ποσοστό που έκρινε τον νικητή των εκλογών. Αναλυτές, ωστόσο, σημειώνουν ότι η αποδοχή του αιτήματος ακύρωσης του αποτελέσματος από το Συνταγματικό Δικαστήριο θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, χαρακτηρίζοντάς την «υπερβολικά δικαιϊκή».
Σε κάθε περίπτωση, η παράταση του προεκλογικού αγώνα δίνει και πάλι την ευκαιρία στο Κόμμα των Ελευθέρων να αναπτύξει τη ρητορική του, στοχοποιώντας για ακόμα μια φορά τους πρόσφυγες τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Οι δύο υποψήφιοι, ο Αλεξάντερ βαν ντερ Μπέλεν του κόμματος των Πρασίνων, που αναδείχτηκε νικητής των εκλογών του Μαΐου με ποσοστό 50,3%, και ο Νόρμπερτ Χόφερ του Κόμμα των Ελευθέρων που κατέγραψε ποσοστό 49,7%, είχαν εμφανιστεί σίγουροι για την αναβολή και των επαναληπτικών εκλογών του Οκτωβρίου, εξαιτίας σφαλμάτων που διαπιστώθηκαν στην παραγωγή των φακέλων για τις επιστολικές ψήφους.
Ως νέα ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών ορίστηκε η 4η Δεκεμβρίου.
Αυτή τη στιγμή, η Αυστρία βρίσκεται ουσιαστικά μεταξύ της απαίτησης για χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων και αύξηση των επενδύσεων (βλέπε πακέτο Γιούνκερ) και της ταύτισής της με τις χώρες του Βίζεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία) για αυστηρότερο έλεγχο των εξωτερικών συνόρων και περιορισμό των μετεγκαταστάσεων προσφύγων από τις χώρες υποδοχής. Αυτό το παράδοξο δίνει χώρο σε εθνικιστικές δυνάμεις να κερδίσουν ψηφοφόρους με μια ρητορική που αφορά αφενός τα οικονομικά ζητήματα και αφετέρου το προσφυγικό, τη στιγμή που η Αυστρία αποτελεί χώρα προτίμησης των προσφύγων αλλά και μεταναστών από χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου.
Εν όψει της Συνόδου της ΕΕ στην Μπρατισλάβα, η αυστριακή κυβέρνηση επιχειρεί να κρατήσει τις ισορροπίες. Ο Ομοσπονδιακός Καγκελάριος της Αυστρίας Κρίστιαν Κερν (Σοσιαλδημοκράτες) τάχθηκε υπέρ των προτάσεων Γιούνκερ για διπλασιασμό των πόρων του Προγράμματος Επενδύσεων. Σε συνέντευξή του στη γερμανική FAZ υποστήριξε ότι καταδικάζει την πολιτική της αυστηρής λιτότητας των περασμένων ετών στην ΕΕ, με αίτημα τη ριζική αλλαγή πορείας στην οικονομική πολιτική.
Ωστόσο, στα ζητήματα του προσφυγικού δεν υποστηρίζει με το ίδιο σθένος προτάσεις ενίσχυσης των μεταναστών, υπερθεματίζοντας στο ζήτημα της προστασίας των εξωτερικών συνόρων.
Όσον αφορά τη σύγκλιση της Αυστρίας με την ομάδα των χωρών του Βίζεγκραντ, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι χώρες του Βίζεγκραντ δεν ενεργούν μόνο προς ίδιον συμφέρον. Δεν είναι λίγες οι φορές που τα μέσα ενημέρωσης της Γερμανίας και της Αυστρίας έχουν φιλοξενήσει άρθρα που αναφέρονται στις «ρεαλιστικές» προτάσεις της ομάδας, ιδιαίτερα για το προσφυγικό, ενώ και η εφημερίδα Welt, μέσω του ανταποκριτή της Boris Kalnoky, έχει κρατήσει συχνά παρόμοια στάση.
Ερώτημα παραμένει το κατά πόσο οι προτάσεις αυτές ταυτίζονται με δηλώσεις ευρωπαίων αξιωματούχων, όπως του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ για την προστασία των εξωτερικών συνόρων αλλά και τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, ή τοποθετούνται σε έναν ανεξάρτητο πόλο;