«Λαϊκισμός» και «Αντιλαϊκισμός» στον καθρέφτη του Ατλαντικού




Υπάρχουν τρία σημαντικά διδάγματα που πρέπει αντλήσουμε εμείς οι Ευρωπαίοι από τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ. Μας οδηγούν υποχρεωτικά προς τη σύλληψη ενός διεθνικού αντιλαϊκισμού.


Του Ετιέν Μπαλιμπάρ

Μετάφραση: Σάκης Στεργενάκης


Καθώς δίδασκα στις ΗΠΑ το περασμένο φθινόπωρο, κατά τη διάρκεια αλλά και μετά τις προεδρικές εκλογές, όλοι οι φίλοι, οι μαθητές και οι συνάδελφοί μου αργά ή γρήγορα έκαναν την ίδια ερώτηση: ποιος είναι ο επόμενος; Πιστεύετε ότι η Λεπέν θα κερδίσει τις γαλλικές εκλογές τον Μάιο;

Τα διάφορα σενάρια, που κυμαίνονται από ένα είδος θεωρίας του ντόμινο, σύμφωνα με την οποία κάθε «φιλελεύθερη κυβέρνηση» που συντρίβεται αποσταθεροποιεί την επόμενη, έως μια θεώρηση περί μεταδοτικού κύματος που εξαπλώνεται εξαιτίας της καταστροφής των διανεμητικών κοινωνικών πολιτικών που έχουν παγκοσμίως γίνει στόχος του νεοφιλελευθερισμού, έτειναν να βλέπουν το Brexit ως προεικόνισμα ενός νέου αποτελέσματος «έκπληξη». Η ήττα της Κλίντον μαζί με την πτώση Ρέντσι και την υποχώρηση του Ολάντ αντιμετωπίζονταν ως πτυχές του ίδιου φαινομένου, της αποσυσπείρωσης της «Κεντροαριστεράς».

Η ήττα της νεοφασιστικής Δεξιάς στις προεδρικές εκλογές της Αυστρίας εμφανίστηκε ως μια μικρή ανάπαυλα και οι πολιτικές διαδηλώσεις εναντίον του καθεστώτος του Κατσίνσκι στην Πολωνία ως ένα εύθραυστο δείγμα αντίστασης. Το στρατηγικό ερώτημα σε αυτού του είδους την ανάλυση –τουλάχιστον πριν από το πρόσφατο δολοφονικό ξέσπασμα στο Βερολίνο– θα μπορούσε να είναι: θα μπορέσει η Μέρκελ «να κρατηθεί στα πόδια της» μπροστά στην επίθεση της ξενοφοβικής Δεξιάς για την απόφασή της να ανοίξει τα σύνορα για τους Σύριους πρόσφυγες, τη χρονιά που πέρασε;

Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, διαπιστώνω ότι και σε αυτή την πλευρά του Ατλαντικού υπάρχει διαμάχη για τα ίδια ερωτήματα. Και η κατηγορία γύρω από την οποία περιστρέφονται οι αναλύσεις ή οι εικασίες είναι πάντα ο «λαϊκισμός», με τη βαθιά του αμφισημία και το φάσμα των αντιθετικών του εφαρμογών.

Ο αποκαλυπτικός καθρέφτης του Ατλαντικού

Συμφωνώ ότι η Ευρώπη (δηλαδή στην ουσία η Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας, σημειώστε, το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να είναι μέλος, έστω και με μειωμένα προνόμια, εν αναμονή του Brexit, αν αυτό ποτέ συμβεί) και οι Ηνωμένες Πολιτείες κρατούν έναν αποκαλυπτικό καθρέφτη η μια μπροστά στα μάτια της άλλης. Οι διαφορές είναι εμφανείς και είναι γνωστές.

Αλλά, ναι, οι δύο καταστάσεις αλληλεπιδρούν και ρίχνουν φως η μια στην άλλη, γεγονός που μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τη βαθιά κρίση των πολιτικών θεσμών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, ώστε να προσδιορίσουμε τα βασικά σημεία σύγκλισης, αποφεύγοντας τις κενές γενικότητες, καθώς επίσης και τον μυωπικό τοπικισμό.

Αυτό είναι σημαντικό, καθώς στην ευρωπαϊκή πλευρά το στρατηγικό επίπεδο είναι αναμφισβήτητα ηπειρωτικό: η αυξανόμενη παράλυση των κοινοβουλευτικών συστημάτων και η ακυβερνησία που επηρεάζει το ένα κράτος μετά το άλλο (Βρετανία, Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία …), καθιστώντας τα εύκολη λεία για τον δημαγωγικό εθνικιστικό λόγο, θα πρέπει να εξεταστούν κυρίως ως άμεση συνέπεια ή παράπλευρη απώλεια της κατάρρευσης του ευρωπαϊκού σχεδίου ως μια αξιόπιστης πολιτικής και πολιτιστικής πορείας.

Στην αμερικανική πλευρά, η μείωση της δύναμης της «αυτοκρατορίας» κλονίζει σήμερα όχι μόνο το «κοινωνικό συμβόλαιο», στο οποίο απέδωσε κάποτε μια οικονομική και πατριωτική βάση, αλλά και το συνταγματικό οικοδόμημά της, παρά το γεγονός ότι αυτό αποτελεί ένα από τα παλαιότερα δημοκρατικά καθεστώτα στον κόσμο, με ένα αξιόλογο σύστημα «ελέγχων και ισορροπιών» που επιτρέπει τη σταθεροποίηση του σε περιόδους εσωτερικής έντασης.

Για εμάς τους Ευρωπαίους, υποστηρίζω ότι το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών δίνει ορισμένα μαθήματα τα οποία χρειάζεται να αντλήσουμε, «μεταφράζοντας» τα στη γλώσσα της δικής μας ιστορίας και των τωρινών μας βιωμάτων. Επιτρέψτε μου να προτείνω τρία τέτοια μαθήματα:

1) Το μάθημα της ήττας Κλίντον (ουσιαστικά η ανικανότητα της να ξεπεράσει τη ρητορική και τα τεχνάσματα του αντιπάλου της, που του έδωσαν το προβάδισμα στις κρίσιμες «λαϊκές» αμφίρροπες πολιτείες, δεδομένου ότι, όπως γνωρίζουμε, η Κλίντον κέρδισε τις περισσότερες ψήφους σε εθνικό επίπεδο με σημαντική διαφορά) είναι το εξής: είναι παράλογο και ταυτόχρονα η συνταγή για βέβαιη καταστροφή το να προσπαθούμε να ουδετεροποιήσουμε την πολιτική, στη γραμμή μιας μετα-δημοκρατικής διακυβέρνησης που τώρα ηγεμονεύει στα δικομματικά κοινοβουλευτικά μας συστήματα, συγκαλύπτοντας τις βαθιές διαιρέσεις εντός των κοινωνιών μας που ο νεοφιλελευθερισμός είτε έχει εντείνει είτε έχει δημιουργήσει:

ταξικές διαιρέσεις (συμπεριλαμβανομένων των αυξανόμενων οικονομικών και εκπαιδευτικών ανισοτήτων), εθνοτικές και φυλετικές διαιρέσεις (συχνά σε συνδυασμό με τις θρησκευτικές διακρίσεις), ηθικές διαιρέσεις (ιδιαίτερα στη σφαίρα των οικογενειακών αξιών και της σεξουαλικών προτύπων). Προσθέστε σε αυτά ένα υψηλό επίπεδο διαρθρωτικής βίας: οικονομικής, δικαστικής, οικιακής, αστικής, στην οποία η Κλίντον δεν αναφέρθηκε ποτέ (με εξαίρεση, σε κάποιο βαθμό, το ζήτημα του σεξισμού), και την οποία ο Τραμπ κατάφερε να οικειοποιηθεί υπό την ορολογία του «θυμού».

2) Το δίδαγμα που προκύπτει από τη σύγκριση της εκστρατείας του Τραμπ και αυτής του Μπέρνι Σάντερς, που παρουσιάζονται συχνά από φιλελεύθερους αναλυτές (π.χ. στην εφημερίδα New York Times) ως «συμμετρικά» κινήματα απόρριψης των ελίτ, είναι το εξής: από εδώ και στο εξής και για πάντα θα πρέπει να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε την κατηγορία «λαϊκισμός» κατά τον τρόπο που γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό από ευρωπαϊκή σκοπιά, δεδομένου ότι η λέξη «λαϊκισμός» έχει μια ξεχωριστή ιστορία και μια διαφορετική σημασιολογική κατανομή στις ΗΠΑ (όπου μια τυπική «λαϊκίστρια» αυτή τη στιγμή θα ήταν η Ελίζαμπεθ Γουόρεν, μια πολύ ορθολογική και καθιερωμένη γερουσιαστής …).

Η ύπαρξη μιας κρίση του «συστήματος» τόσο με όρους νομιμοποίησης, όσο και με όρους ικανότητας αντιπροσώπευσης, δεν είναι πλέον απλά μια γνώμη ή μια πολιτική θεωρία, αλλά μια αντικειμενική πραγματικότητα.

Ωστόσο, τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτό δείχνουν προς ριζικά αντίθετες κατευθύνσεις: είτε προς έναν ξενοφοβικό εθνικισμό (που τείνει να συνδυάζεται με τον προστατευτισμό, μέσα από το φακό των μεταναστευτικών πολιτικών και την «κλείσιμο» των συνόρων), είτε προς την αναζήτηση των «απόντων» (έκφραση του Deleuze), προς μια νέα σύνθεση των αντιστάσεων και των δημοκρατικών ελπίδων που να περιλαμβάνει μια πολλαπλότητα πολιτισμών και κοινωνικών δυνάμεων.

Παρά τις όποιες δυνατότητες αμαλγάμωσης που μπορεί να υπάρχουν στο πολιτικό παιχνίδι (οι οποίες, στην Ευρώπη, μερικές φορές αναφέρονται και ως «κόκκινο-καφέ» συμμαχία, όπως αυτή που φαίνεται να επιχειρείται να διαμορφωθεί σε ορισμένες περιοχές της Αυστρίας σήμερα, με παρόμοιους πειρασμούς να προκύπτουν στη Γερμανία και στη Γαλλία), στην πραγματικότητα δεν υφίσταται μέση λύση.

3) Το τρίτο μάθημα, κατά τη γνώμη μου, είναι το εξής: τα θεσμικά μοντέλα που έχουν τις ρίζες τους σε διαφορετικά ιστορικά πλαίσια θέτουν αναμφίβολα και διαφορετικές προϋποθέσεις για την πολιτική δράση τόσο κοινοβουλευτική, όσο και εξωκοινοβουλευτική. Αυτό ισχύει για την σύγκριση των ΗΠΑ με την Ευρώπη, και ισχύει επίσης και εντός του ευρωπαϊκού «ψευδο-φεντεραλισμού», με τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα ίδια τα ιστορικά έθνη-κράτη.

Οι διαφορές αυτές, ωστόσο, δεν θα πρέπει να συσκοτίσουν το γεγονός ότι και στις δύο αυτές περιοχές του κόσμου (οι δύο περιοχές όπου επινοήθηκε το «αστικό» δημοκρατικό μοντέλο το 19ο αιώνα, και όπου αργότερα το μοντέλο αυτό χρειάστηκε να προσαρμοστεί στην άνοδο των κινημάτων χειραφέτησης και στον αντίκτυπο των κοινωνικών αγώνων), αναδύεται τώρα το ίδιο συνταγματικό πρόβλημα. Αυτό είναι ένα γενικό πρόβλημα της εποχής μας (που επίσης υπάρχει, βέβαια, και σε άλλα μέρη του κόσμου: η Λατινική Αμερική, η Ινδία, η Νότια Αφρική, έρχονται αμέσως στο μυαλό ως ουσιαστικά σημεία σύγκρισης, ενώ η περίπτωση των μετα-κομμουνιστικών καθεστώτων στην Κίνα ή στη Ρωσία φαίνεται να υπακούει σε μια διαφορετική λογική), του οποίου το περιεχόμενο είναι μια βίαιη ταλάντωση ανάμεσα στη φαινομενικά μη αναστρέψιμη διαδικασία του «από-εκδημοκρατισμού» από τη μια πλευρά, και την πιθανότητα ενός «εκδημοκρατισμού της ίδιας της δημοκρατίας» από την άλλη.

Αρχίζουμε να διακρίνουμε το μείγμα αποπολιτικοποίησης (με τη θεσμοθετημένη άσκηση εταιρικής πίεσης και υποταγής της «αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης» στις τεχνοκρατικές υποδείξεις) και μόνιμης «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» ή κράτους ασφαλείας που διαμορφώνει τη διαδικασία από-εκδημοκρατισμού.

Αντιλαμβανόμαστε, αντίστοιχα, ότι η ιδέα του «εκδημοκρατισμού της δημοκρατίας» θα πρέπει να αρχίζει με τον περιορισμό της δύναμης του χρήματος στην πολιτική, θέτοντας το τεχνοκρατικό μονοπώλιο υπό δημόσια κρίση και περιορίζοντας τα προνόμια των πολιτιστικών ή υλικών δυναστειών. Αυτή είναι μια πραγματική αλλαγή καθεστώτος που επιδιώκει να δημιουργήσει χώρο για την άμεση συμμετοχή των πολιτών στα κοινά: μια αναγκαιότητα που γίνεται πλέον ευρέως αντιληπτή σε όλες τις εκλογικές μας περιφέρειες. Είναι, πολύ απλά, συνώνυμο της ιδιότητας του ενεργού πολίτη, αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο (ο οποίος πρέπει να βρίσκεται υπό συνειδητή διαχείριση και έλεγχο) να επαναφέρει «εμφύλιες συγκρούσεις» κομμάτων ή ανταγωνιστικών κοσμοθεωριών, ανατρέποντας έτσι αποστεωμένα πολιτικά συστήματα που εμφανίζονται εμμονικά με την «κανονικότητα» και τη «συναίνεση», ενώ στην πραγματικότητα αντιμετωπίζουν τους αντιφρονούντες τους με ακραία αδιαλλαξία.

Επικίνδυνες επιλογές

Σε γενικότερο επίπεδο, ενώ οι συγκρίσεις με την παγκόσμια κρίση της δεκαετίας του 1930 είναι χρήσιμες και ταυτόχρονα εν μέρει ανεπαρκείς, κατανοούμε ότι οι ριζοσπαστικές επιλογές κοινωνικών προτύπων και αξιών γίνονται τώρα (και πάλι) επικίνδυνες, καθώς τα «παγκόσμια» στοιχήματα που αντικατοπτρίζονται σε τοπικό επίπεδο μολύνουν το ένα το άλλο με αρνητικό τρόπο: κατά κάποιον τρόπο παράγουν συνθήκες αδυναμίας για οποιαδήποτε ορθολογική εξέταση των αιτίων και των αποτελεσμάτων τους.

Αυτό ισχύει και για τον τρόπο με τον οποίο η υπερθέρμανση του πλανήτη έχει πλέον περάσει το κατώφλι της μη αναστρεψιμότητας όσον αφορά την αλλαγή του περιβάλλοντος, απειλώντας ολόκληρες ομάδες του ανθρώπινου πληθυσμού (μεταξύ άλλων ειδών) με την καταστροφή του κόσμου τους, και αναγκάζοντάς τους ενδεχομένως να φύγουν ή να χαθούν στο προβλέψιμο μέλλον. Το ίδιο ισχύει και για την απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, που τώρα κυριαρχείται από τη νέα κούρσα για τον χρυσό, την κούρσα για ρευστά περιουσιακά στοιχεία – του οποίου η άλλη όψη, ωστόσο, είναι μια εκθετική άνοδος της ανθρώπινης ανασφάλειας, νομαδικής ή στατικής, που η Σάσκια Σάσσεν έχει εύστοχα ονομάσει γενικευμένη «εκδίωξη». Και το ίδιο ισχύει για τη «σύγκρουση των πολιτισμών», μια δολοφονική αυτοεκπληρούμενη φαντασία με πραγματική, ωστόσο, βάση, η οποία αντιπροσωπεύει το νέο καθεστώς των διεθνών μεταναστεύσεων και την ταυτόχρονη υβριδοποίηση των παραδοσιακών πολιτισμών.

Εκεί όπου τα φαινόμενα αυτά διασταυρώνονται και υπερκαθορίζουν το ένα το άλλο, παραμονεύει η ακραία βία. Και μαίνεται πραγματικά, εκεί όπου οι φλόγες φουντώνουν από τα όνειρα της χαμένης αυτοκρατορίας, τη σύγκρουση των κοσμικών και θρησκευτικών «μονοθεϊσμών», το μαζικό εμπόριο όπλων και τη δίψα για πετρέλαιο (ή, στην περίπτωση της Γαλλίας, για ουράνιο), τον συνδυασμό πραγματικών και φανταστικών απειλών για την ασφάλεια υπό το φάσμα του «τρόμου».

Ως προς αυτές τις παγκόσμιες προκλήσεις, που γίνονται περισσότερο ή λιγότερο αντιληπτές από τις μάζες, παρατηρούμε καθημερινά ότι οι λεγόμενες «κυρίαρχες» οντότητες (έθνη-κράτη, όσο μεγάλα κι αν είναι, υπερεθνικές ομοσπονδίες και συμμαχίες, διεθνείς οργανισμοί) είναι σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικές αν δεν είναι επιζήμιες.

Είναι αυτή η «αδυναμία του παντοδύναμου» (μια έκφραση που χρησιμοποίησα στο παρελθόν για να εξηγήσω τις ρίζες της νεοφασιστικής ξενοφοβίας μεταξύ των «μικροαστών-λευκών» πολιτών που προσπαθούν να ξεχάσουν τη δική τους κοινωνική υποβάθμιση, κάνοντας έκκληση στην ορατή διάκριση του Άλλου από τα «δικά τους» κράτη) που δημιουργεί συλλογικές δυσαρέσκειες και πανικούς, τους οποίους εκμεταλλεύονται οι «λαϊκιστές» και οι οποίοι όμως ταυτόχρονα ενδέχεται να ξεφύγουν από τον έλεγχό τους ή να τους ωθήσουν προς κάποιο είδος δικτατορίας.

Από την άλλη πλευρά, ανακαλύπτουμε με ελπίδα και θαυμασμό την ενέργεια που υπάρχει για ανανέωση της δημοκρατίας στα «συνελευσιακά» κινήματα, όπως οι Αγανακτισμένοι, οι Αραβικές Ανοίξεις (οι οποίες περιείχαν επίσης και άλλες διαστάσεις), το Occupy Wall Street, την Πλατεία Συντάγματος, το Gezi Park, το Nuit Debout … τα οποία την τελευταία περίοδο έχουν πραγματικά αναστήσει την ιδέα ενός λαού που διαβουλεύεται-αποφασίζει και ενεργεί. Αλλά απελπιζόμαστε βλέποντας πόσο αφοπλισμένα παραμένουν μπροστά στη συσσωρευμένη και συγκεντρωτική ισχύ της ολιγαρχίας, αδυνατώντας να επιφέρουν θεσμική και πολιτική αλλαγή. Χρειάζεται επομένως, σαφέστατα, κάτι παραπάνω.

Σε αντίθετη περίπτωση, το εκκρεμές θα μετατοπιστεί προς την αντίθετη κατεύθυνση με τον πιο βάναυσο τρόπο. Ήδη ο Τραμπ (ο οποίος εξελέγη στη βάση μιας «λαϊκίστικης» ατζέντας) ενορχηστρώνει μια κραυγαλέα εκδίκηση της Wall Street απέναντι στο κίνημα της «κατάληψης» που, προφανώς, συνεχίζει να στοιχειώνει τους CEO της. Στην Τουρκία του Ερντογάν (για να μην αναφέρουμε την ευρύτερη Μέση Ανατολή) ένα «αντι-πραξικόπημα» συνθλίβει βάναυσα τη δημοκρατία και τις ατομικές ελευθερίες. Και παντού στην Ευρώπη, οι πολιτικοί από την Αριστερά έως τη Δεξιά ανταγωνίζονται για το τρόπαιο της μισαλλοδοξίας. Εισερχόμαστε λοιπόν στη μακρά νύχτα της υποταγής και της αντι-πολιτικής;

Διεθνικός αντιλαϊκισμός

Ο εθνικός-λαϊκισμός, ωστόσο, δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να προσφέρει λύσεις στις ριζοσπαστικές προκλήσεις τού σήμερα ή να ικανοποιήσει τις βασικές απαιτήσεις της λαϊκής πλειοψηφίας (που αποτελείται από πολλαπλές «μειονότητες»), είτε αυτές αφορούν την προστασία των πληθυσμών και των τρόπων ζωής τους, είτε την αναγκαιότητα της ρύθμισης των παγκόσμιων κινήσεων κεφαλαίων, αγαθών και προσώπων, είτε τη διάρθρωση της συμμετοχής με εκπροσώπηση μέσα σε μια νέα μορφή της ιδιότητας του πολίτη που είναι προσαρμοσμένη στην εποχή της πολυπολιτισμικότητας και της διαδικτυακής επικοινωνίας.

Στο πλαίσιό του, το θεμελιώδες ζήτημα του τόπου (και τα «μέρη», ή «τετράγωνα») για τη διαβίωση, την εργασία, τη μάθηση, τη συνάντηση, τη σκέψη, τον κοινό αγώνα , που πρέπει να δημιουργηθεί για όλους τους πολίτες, ξεπέφτει στη σφαίρα των σεναρίων φαντασίας και των διακρίσεων.

Υπό την προεδρία Τραμπ ή οποιουδήποτε από τους εν δυνάμει Ευρωπαίους μιμητές του, το γεγονός αυτό θα παράγει αναπόδραστα περισσότερη δυσαρέσκεια και αισθήματα ανασφάλειας, και κατά συνέπεια μια αυξημένη τάση για επιθετική εκτροπή εναντίον αποδιοπομπαίων τράγων και «εσωτερικών εχθρών».

Για τον λόγο αυτό, αλλά πρώτα από όλα για να εξουδετερώσουμε όσο μπορούμε περισσότερο τα καταστροφικά αποτελέσματα των εθνικών-λαϊκισμών που είναι σε άνοδο στη μια χώρα μετά την άλλη, πρέπει να φανταστούμε έναν διεθνικό αντιλαϊκισμό, εργαζόμενοι αδιάκοπα για επινοήσουμε την πολιτική του γλώσσα και να προωθήσουμε τα ιδεώδη του.

Δοκιμαστικά, μιλώντας στην Αθήνα το 2010, είχα προτείνει αυτό το οξύμωρο όνομα στις ποικίλες αντιστάσεις ενάντια στις πολιτικές λιτότητας στην Ευρώπη, με πλήρη επίγνωση ότι αυτό δεν προσέφερε ούτε ένα πρόγραμμα ούτε μια λύση στη θεσμική και κοινωνική κρίση που άνοιγε μπροστά μας με δική της ευθύνη η ίδια η ΕΕ, όταν αποφάσισε να καταστρέψει ένα από τα κράτη-μέλη της στο όνομα των δημοσιονομικών κανόνων που επινοήθηκαν από τις τράπεζες και για τις τράπεζες, και που έχουν εγγραφεί στις πραγματείες που λειτουργούν ως υποκατάστατα ενός ευρωπαϊκού συντάγματος.

Ήταν (και παραμένει) μόνο ένα όνομα για να δείξει ότι χρειαζόμαστε μια συγκέντρωση των δυνάμεων και μια συνάθροιση των ιδεών για την αναδημιουργία μιας πολιτικής που γίνεται από τον λαό και για τον λαό. Με τον λαϊκισμό, ο «αντι-λαϊκισμός» έχει κοινό ένα τυπικό χαρακτηριστικό: επικρίνει την αποστέρηση περιουσίας ή την αποδυνάμωση των μαζών στο ολιγαρχικό καθεστώς.

Εναντίον του λαϊκισμού, δεν αναθέτει το καθήκον του τερματισμού της περιουσιακής αποστέρησης στους ίδιους τους αποστερητές, αλλά επιδιώκει και απαιτεί την ενδυνάμωση των πολιτών, εκτείνοντας έτσι την αποτελεσματικότητά του πέρα από τα όρια και πέρα από τα σύνορα που στο παρελθόν καθόρισαν την πολιτική.

To άρθρο δημοσιεύτηκε στο OpenDemocracy, στις 2 Ιανουαρίου 2017.

Για τον συγγραφέα

Ο Ετιέν Μπαλιμπάρ είναι Ομότιμος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paris X Nanterre και επίσης κατέχει την έδρα Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Kingston του Λονδίνου.  Στα βιβλία του περιλαμβάνονται τα: “Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο” (συλλογικό με τους Λ. Αλτουσέρ, Ρ. Εσταμπλέ, Π. Μασερέ, Ζ. Ρανσιέρ, Ελληνικά Γράμματα, 2003),  “Κράτος, Μάζες, Πολιτική” (Εκτός Γραμμής, 2014), “Ο φόβος των μαζών” (Πλέθρον, 2010). “Για τη δικτατορία του προλεταριάτου” (Οδυσσέας, 2009). “Πολιτική και αλήθεια” (Νήσος, 2005), “Η Ευρώπη, η Αμερική, ο πόλεμος” (Δάρδανος, 2004), “Η φιλοσοφία του Μαρξ” (Νήσος, 1996), “Ο Σπινόζα και η πολιτική” (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1996).