Την 9η Μαΐου 2017, σε μια πολυτελή αίθουσα του ξενοδοχείου Maritim στο Βερολίνο, διεξήχθη η γενική συνέλευση των μετόχων της γερμανικής εταιρίας όπλων Rheinmetall. Ανάμεσα στους μετόχους και στις αντιπροσωπείες μετοχικών σχημάτων, ήταν οι ιταλοί Αντρέα Μπαράνες και Μάουρο Μετζολάρο, πρόεδρος και εκπρόσωπος αντίστοιχα της FFE (Fondazione Finanza Etica – Ίδρυμα για την Ηθική Οικονομία) που συνεργάζονται με την RID (Rete per il Disarmo – Δίκτυο για τον Αφοπλισμό). Βρίσκονταν εκεί ως εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι της γερμανικής ΜΚΟ Urgewald. Όταν πήραν τον λόγο ζήτησαν εξηγήσεις από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας για τη δια πλαγίων μεθόδων πώληση όπλων προς την μια από τις αντιμαχόμενες πλευρές στον εμφύλιο πόλεμο που μαίνεται εδώ και δύο χρόνια στην Υεμένη.
Του Σάκη Στεργενάκη
Στον εμφύλιο της Υεμένης εμπλέκονται από τη μια μεριά η σιιτική συμμαχία των Χούτι του βορρά, που στηρίζει τον πρώην πρόεδρο Σαλέχ και υποστηρίζεται από το Ιράν, και από την άλλη η σουνιτική συμμαχία της οποίας ηγείται η Σαουδική Αραβία με τη συμμετοχή των Εμιράτων του Κόλπου, της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, του Μαρόκου, του Σουδάν, του Πακιστάν και της Σομαλίας.
Βοήθεια στη σουνιτική συμμαχία ήρθαν να προσφέρουν οι εξουσιοδοτήσεις των προέδρων των ΗΠΑ Ομπάμα για χρήση drones το 2012 και Τραμπ για απευθείας αμερικανικούς βομβαρδισμούς τον Ιανουάριο του 2017. Και φυσικά από κοντά και οι δυτικές εταιρείες όπλων και πυρομαχικών κάνουν δουλειές με τη Σαουδαραβική Συμμαχία σε έναν πόλεμο χωρίς διεθνή εντολή και εξουδιοδότηση, που έχει προκαλέσει μια τεράστια ανθρωπιστική κρίση.
Οι ενστάσεις των ακτιβιστών εδράζονται στο ότι η εταιρεία Rheinmetall μέσω της θυγατρικής στην Ιταλία RWM spa, με έδρα στην περιοχή του Κάλιαρι στη Σαρδηνία, εφοδιάζει, μέσω της Σαουδικής Αραβίας, τη σουνιτική συμμαχία με πολεμοφόδια που παράγονται στο ιταλικό εργοστάσιο, γεγονός που έχει φωτογραφηθεί και τεκμηριωθεί από την οργάνωση Human Rights Watch.
Πράγματι, η ιταλική θυγατρική της Rheinmetall έχει κάνει καλές δουλειές. Σύμφωνα με την Rete Disarmo, το 2016 το ιταλικό εργοστάσιο έλαβε άδεια για την παραγωγή 19.675 βομβών και πραγματοποίησε εξαγωγή 2.150 βομβών, αξίας 32 εκατομμυρίων ευρώ.
Η πλάγια μέθοδος πώλησης συνίσταται στο ότι τα πολεμοφόδια εξάγονται τυπικά από την Ιταλία προς τη Σαουδική Αραβία, αλλά τελικός σκοπός είναι η χρήση τους από έναν εκ των αντιμαχομένων στον εμφύλιο πόλεμο της Υεμένης, κατά παράβαση του νόμου 185/90 του ιταλικού κράτους περί εξαγωγής όπλων, που απαγορεύει τις παραδόσεις όπλων σε εμπόλεμες περιοχές.
Η απάντηση της εταιρείας ήταν προβλέψιμα τυπική. Στην ανακοίνωσή της αναφέρει ότι η εταιρεία σέβεται και τηρεί τα συμβόλαια που υπέγραψε και ότι η παραγγελία που δόθηκε από την Σαουδική Αραβία έθετε ως όρο να εκτελεστεί από την Ιταλία και αφού η ιταλική κυβέρνηση συναίνεσε, τότε κανένα πρόβλημα. Η ανακοίνωση δεν ανέφερε όμως ότι η παραγγελία μεταβιβάστηκε στην Ιταλία λόγω της απροθυμίας της γερμανικής κυβέρνησης να προβεί σε απ’ ευθείας πωλήσεις όπλων στο Ριαντ. Ίσως η επένδυση 40 εκατομμυρίων ευρώ για την επέκταση του εργοστασίου της Σαρδηνίας να έκανε τα πράγματα λίγο πιο εύκολα για την ιταλική κυβέρνηση.
Η FFE σε συνεργασία με την RID (Δίκτυο για τον αφοπλισμό) και με την υποστήριξη της Re:Common και της Greenpeace οργανώθηκαν σε αυτήν την περίπτωση ως «επικριτικοί μέτοχοι» ή «ακτιβιστές μέτοχοι». Έχοντας στην κατοχή τους μετοχές –έστω και ελάχιστες– της εταιρείας άσκησαν το δικαίωμά τους να παραστούν και να θέσουν θέματα που τους ενδιαφέρουν στη γενική συνέλευση των μετόχων και να ζητήσουν απαντήσεις, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι δεν έχουν την ισχύ να επιβάλουν άμεσα αποφάσεις.
Ο μετοχικός ακτιβισμός, μια πρακτική ευρέως διαδεδομένη στις ΗΠΑ., δεν είναι νέο φαινόμενο και δεν είναι ομοιογενής. Οι ομάδες πίεσης των μετόχων μπορεί να αποσκοπούν σε καθαρά ωφελιμιστικούς στόχους αλλά –τώρα πλέον– και σε μη οικονομικής φύσεως στόχους που προωθούν ευγενείς επιδιώξεις οικολογικού, κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου. Οι σύγχρονες ακτιβιστικές οργανώσεις βλέπουν μέσα από αυτού του είδους τον ακτιβισμό μια επιπλέον ευκαιρία να δώσουν το παρόν και να πάρουν τον λόγο στα κέντρα λήψης αποφάσεων των μεγάλων πολευθνικών εταιρειών, μολονότι η δυνατότητα να επηρεάσουν άμεσα τις αποφάσεις είναι πολύ περιορισμένη.
Έμμεσα, όμως, το μήνυμα διαδίδεται ευρέως και μπορεί να επηρεάσει μεγάλες μάζες συνειδητοποιημένων πολιτών που με τη συμπεριφορά τους ως ψηφοφόροι, καταναλωτές, μέλη ομάδων διεκδίκησης κ.λπ. μπορούν να ασκήσουν την απαιτούμενη πίεση για την αλλαγή των εταιρικών πολιτικών προς την επιδιωκόμενη κατεύθυνση.
Συνυφασμένη με τον μετοχικό ακτιβισμό είναι και η στρατηγική των Κοινωνικά Υπεύθυνων Επενδύσεων, μια στρατηγική που αποσκοπεί στην ενθάρρυνση επενδύσεων που θέτουν το κοινό καλό σε ίση τουλάχιστον μοίρα με την οικονομική απόδοση, με απώτερο στόχο την κοινωνική αλλαγή. Στην ιστορία τους οι ΚΥΕ έχουν επηρεαστεί από τον ακτιβισμό του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ με ενέργειες μποϊκοτάζ όπως το Montgomery Bus Boycott και το Operation Breadbasket Project.
Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του μποϊκοτάζ εναντίον της Dow Chemical, κατασκευάστριας των βομβών ναπάλμ, και άλλων εταιρειών που αποκόμιζαν κέρδη από την εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ, μετά τη δημοσίευση το 1972 της φωτογραφίας της 9χρονης βιετναμέζας Phan Thi Kim Phuc που έτρεχε κλαίγοντας και γεμάτη εγκαύματα προς τον φωτογραφικό φακό μετά τον βομβαρδισμό του χωριού της.
Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 τα συνδικάτα των εργαζομένων στις ΗΠΑ και τα συνταξιοδοτικά τους ταμεία ενεπλάκησαν με ΚΥΕ στην κατασκευή μονάδων υγείας και προγραμμάτων στέγασης για τους εργαζόμενους.
Από τη δεκαετία του 1970 οι υποστηρικτές των ΚΥΕ άσκησαν πίεση για την αποεπένδυση στη Νότια Αφρική, ενάντια στο καθεστώς του απαρτχάιντ το οποίο εξακολουθούσε να μην εφαρμόζει τις Αρχές Σάλλιβαν, έναν κώδικα δεοντολογίας για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στη Νότιο Αφρική, ο οποίος συντάχθηκε από τον αιδεσιμότατο Λίον Σάλλιβαν, τότε μέλος του ΔΣ της General Motors. Η επακόλουθη μαζική αποεπένδυση πολιτειών, θρησκευτικών ομάδων και συνταξιοδοτικών ταμείων από τη Νότια Αφρική, είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση ψηφίσματος από την πλειονότητα των εργοδοτικών οργανώσεων της χώρας που ζητούσε ευθέως να τεθεί τέλος στο απαρτχάιντ.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και εντεύθεν τίθενται ζητήματα οικολογίας, δικαιωμάτων των ιθαγενικών πληθυσμών, ίσων ευκαιριών στην εργασία και δίκαων μισθών, καθώς και δικαιωμάτων των φύλων.
Ο μετοχικός ακτιβισμός διαφόρων οργανώσεων θέλει να φέρει αυτά τα ζητήματα στα σαλόνια των συμβουλίων των μεγάλων πολυεθνικών. Και το κατορθώνει με την αγορά λίγων μετοχών. Στόχος είναι να διαδοθεί το μήνυμα και να λειτουργήσει ως μέσο πίεσης για τις εταιρείες που θέλουν να προβάλουν μια θετική δημόσια εικόνα.
Τουλάχιστον αυτό συνέβαινε έως τώρα.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ ψηφίζει αυτή την εβδομάδα επί του Financial CHOICE Act (CHOICE: ακρωνύμιο του Creating Hope and Opportunity for Consumers Investors and Entrepreneurs – Δημιουργώντας Ελπίδες και Ευκαιρίες για τους Καταναλωτές, τους Επενδυτές και τους Επιχειρηματίες).
Πρόκειται για ένα νομοθέτημα που θα σαρώσει σχεδόν όλες τις αυστηρές ρυθμιστικές προβλέψεις που είχαν εισαχθεί από τη διοίκηση Ομπάμα με τον νόμο Dodd-Frank Wall Street Reform Act, στον απόηχο της οικονομικής κρίσης του 2008.
Ο νόμος Dodd-Frank εισήγαγε, μεταξύ άλλων, την εφαρμογή του κανόνα Βόλκερ (πρώην πρόεδρου της Ομποσπονδιακής Τράπεζας των Η.Π.Α.), ο οποίος έθετε ένα τείχος προστασίας ανάμεσα στην καταναλωτική τραπεζική και τις ριψοκίνδυνες χρηματοοικονομικές πρακτικές, καθώς επίσης και αυστηρούς όρους στη χορήγηση δανείων.
Χαρακτηριστικό ήταν το παράδειγμα τραπεζών που στοιχημάτιζαν στην κατάρρευση της στεγαστικής αγοράς, ενώ ταυτόχρονα πουλούσαν στους πελάτες τους ομόλογα ενυπόθηκων δανείων. Ένας άλλος σημαντικός θεσμός που εισήγαγε ο νόμος Dodd-Frank ήταν και η σύσταση του Γραφείου Οικονομικής Προστασίας του Καταναλωτή (Consumer Financial Protection Bureau). Στα χρόνια λειτουργίας του επιδίκασε πάνω από 11 δισεκατομμύρια δολλάρια σε καταναλωτές-θύματα απάτης.
Ο Ντόναλντ Τραμπ και το οικονομικό επιτελείο του θεωρούν τον νόμο Dodd-Frank βαρίδι στα πόδια των αμερικανικών επιχειρήσεων και παράγοντα ανάσχεσης της αναπτυξιακής ορμής της οικονομίας. Ήδη από το Φεβρουάριο, λίγες μόλις εβδομάδες αφ’ ότου ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο Τραμπ υπέγραψε το προεδρικό διάταγμα για την αναθεώρηση του νόμου Dodd-Frank, αφού προηγουμένως είχε συσκεφθεί με την επιτροπή οικονομικών συμβούλων του, στην οποία μετέχουν και 18 στελέχη από μεγάλες αμερικανικές εταιρείες, όπως η General Motors, η General Electric, η Citigroup, η Tesla και η Disney.
Στα κύρια σημεία του, ο νέος νόμος προβλέπει:
- Ελάφρυνση των κριτηρίων των στρες-τεστ στις τράπεζες. Τώρα οι τράπεζες θα υποβάλλονται σε στρες-τεστ ανά διετία και με επιεικέστερα ποιοτικά κριτήρια (αντί καθ’ έτος και παρά την αντίθεση της προέδρου της Ομποσπονδιακής τράπεζας Γιέλεν). Επίσης μία τράπεζα θα μπορεί να μην εφαρμόζει τα κριτήρια διανειοδοτήσεων που θέσπιζε ο νόμος Dodd-Frank εφόσον έχει την απαιτούμενη κεφαλαιακή επάρκεια.
- Κατάργηση της Κανονιστικής Αρχής Εκκαθάρισης, μιας υπηρεσίας που ήταν επιφορτισμένη να παρεμβαίνει στις περιπτώσεις κατάρρευσης τραπεζών, ώστε να αποφεύγεται ένα χρηματοοικονομικό ντόμινο.
- Απελευθέρωση του ύψους των χρεώσεων που επιβάλλουν οι τράπεζες στους κατόχους πιστωτικών και χρεωστικών καρτών.
- Η εκδίκαση διοικητικών υποθέσεων περνάει από τα εσωτερικά δικαιοδοτικά όργανα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στα Περιφερειακά Ομοσπονδιακά Δικαστήρια που συνήθως είναι επιεικέστερα προς τις εταιρείες. Επίσης η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απεκδύεται του δικαιώματος απαγόρευσης τοποθέτησης σε διοικητικές θέσεις ατόμων που έχουν κριθεί ένοχα για την παραβίαση του ομοσπονδιακού νόμου περί κεφαλαιαγοράς. Και ενώ η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θα συνεχίσει να έχει το δικαίωμα επιβολής προστίμων για την παραβίαση των κανονισμών της, θα πρέπει τώρα να αιτιολογεί το εάν αυτά τα πρόστιμα θα βλάπτουν τους μετόχους.
- Υποβάθμιση του Γραφείου Οικονομικής Προστασίας του Καταναλωτή (Consumer Financial Protection Bureau). Χάνει όλες τις εξουσίες που του παρείχε ο νόμος Dodd-Frank, μετονομάζεται σε Υπηρεσία Επιβολής του Νόμου περί Καταναλωτή (Consumer Law Enforcement Agency) και περιορίζεται μόνο στην εφαρμογή προϋπαρχόντων νόμων.
Το σχέδιο αυτό συναντά τη σφοδρή αντίδραση των Δημοκρατικών, αλλά κατάφερε να περάσει από την Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής με ψήφους 34 έναντι 26 στις 4 Μαΐου, και να πάρει το δρόμο του για τα νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ, όπου και θα δοθεί η επόμενη μάχη.
Αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι ότι ανάμεσα σε άλλα ο νέος νόμος προβλέπει και την αναδιαμόρφωση του κανόνα 14α-8 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (SEC). Ο συγκεκριμένος κανόνας ήταν η λυδία λίθος που επέτρεπε την παρέμβαση του μετοχικού ακτιβισμού στις διοικήσεις των μεγάλων εταιρειών. Σύμφωνα με αυτόν, δικαίωμα παρέμβασης και υποβολής ψηφισμάτων είχαν όσοι μέτοχοι διέθεταν είτε το 1% των μετοχών μιας εταιρείας ή μετοχές αξίας 2.000 δολλαρίων, για ένα χρόνο.
Μέσω της άσκησης του δικαιώματος αυτού, πολλές οργανώσεις (από φιλοζωικές έως ανθρωπιστικές) παρουσίασαν προτάσεις ψηφισμάτων στις γενικές συνελεύσεις των μετόχων, τα οποία όπως ήταν αναμενόμενο απορρίφθηκαν. Ωστόσο, η μεγάλη δημοσιότητα που έλαβαν ανάγκασε τις διοικήσεις των εταιρειών να υποκύψουν, υπό τον φόβο του αρνητικού αντίκτυπου στην κοινή γνώμη.
Σύμφωνα με την νέα πρόταση, από τον κανόνα 14α-8 απαλείφεται ο όρος της κατοχής μετοχών αξίας 2.000 δολλαρίων, αλλά παραμένει εκείνος της κατοχής του 1% των μετοχών της εταιρείας. Είναι φανερό ότι σε μια χρηματηστηριακή αγορά που οι κεφαλαιοποιήσεις των μεγάλων εταιρειών φτάνουν σε δεκάδες ή και εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολλάρια, η απόκτηση μεριδίου έστω και 1% για το δικαίωμα παρέμβασης μετατρέπεται σε άπιαστο όνειρο για όσους έχουν σκοπό τους να δώσουν μια πιο ανθρωπιστική διάσταση στο επιχειρείν.
Ο αντίκτυπος αυτών των περιορισμών θα έχει, όπως είναι φυσικό, παγκόσμια διάσταση, μιας και οι διοικήσεις των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών είναι αυτές που θέτουν τα πρότυπα και αποτελούν το παράδειγμα εταιρικής διοίκησης σε παγκόσμιο επίπεδο. Τώρα πλέον τα γραφεία δημοσίων σχέσεών τους θα έχουν λιγότερη δουλειά μιας και δεν θα αναγκάζονται να εκδίδουν κατευναστικά δελτία τύπου για κάτι ενοχλητικούς μικρομετόχους. Έχουν τον δικό τους άνθρωπο στον Λευκό Οίκο.