Τα πυρηνικά σχέδια της Αφρικής και το Πρόγραμμα Μανχάταν  




Εβδομήντα χρόνια μετά την έναρξη του Προγράμματος Μανχάταν, στο πλαίσιο του οποίου δημιουργήθηκε η ατομική βόμβα, λείπει μια συνειδητή συζήτηση για τις κοινωνικο-πολιτικές συνέπειές του, τη στιγμή που λαμβάνονται αποφάσεις για την ανάπτυξη πυρηνικής ενέργειας, με πιο πρόσφατο παράδειγμα εκείνο ορισμένων αφρικανικών κρατών. Μέχρι σήμερα, τα δαπανηρά εγχειρήματα αντλούσαν από την κληρονομία της επίδειξης ισχύος, διατυπώνονταν στη γλώσσα της αναγκαιότητας και συνοδεύονταν από μυστικότητα.


Του Gerard Boyce


Στο τέλος της περασμένης χρονιάς, η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής ανακοίνωσε επίσημα ότι το υπουργικό συμβούλιο έχει εγκρίνει σχέδια για να προχωρήσει το αμφιλεγόμενο πυρηνικό πρόγραμμά της. Στο πλαίσιο αυτού του σχεδίου, τουλάχιστον έξι πυρηνικοί αντιδραστήρες, που φημολογείται ότι θα κοστίσουν έως και 1 τρις ZAR (η ισοτιμία δολαρίου-ZAR είναι 1 προς 16), θα δημιουργηθούν μέχρι το 2030. Για να δώσουμε μια αίσθηση του μεγέθους που αντιπροσωπεύει αυτή η επένδυση  για τη Νότια Αφρική, ολόκληρος ο εθνικός προϋπολογισμός της κυβέρνησης της Νότιας Αφρικής για το 2015-2016 ανερχόταν στα 1.25 τρις ZAR περίπου. Κάνοντας αυτά τα βήματα, η Νότια Αφρική εισέρχεται σε μια ομάδα αφρικανικών κρατών, όπως η Κένυα, η Αίγυπτος και η Νιγηρία, που είναι αποφασισμένα να αρχίσουν πυρηνικά προγράμματα, τα σχέδια των οποίων βρίσκονται σε διάφορα στάδια εξέλιξης.

Η περασμένη χρονιά ήταν επίσης η χρονιά όπου ο κόσμος παρακολούθησε την 70ή επέτειο από τους βομβαρδισμούς στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι που οδήγησαν στην Πυρηνική Εποχή. Ήταν επίσης μια χρονιά κατά τη διάρκεια της οποίας τα νέα για τις διαπραγματεύσεις αναφορικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν κυριάρχησαν στους τίτλους των εφημερίδων σε όλο τον κόσμο.

Η ανάδειξη στην επικαιρότητα αυτής της ιστορίας τροφοδότησε υποθέσεις για την επικινδυνότητα της εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων και προκάλεσε έντονο προβληματισμό τόσο στους κοινωνικούς, όσο και στους ακαδημαϊκούς κύκλους για την κληρονομιά του Προγράμματος Μανχάταν.

Τώρα που η ιστορία δεν βρίσκεται πια στο επίκεντρο της επικαιρότητας και η συναισθηματική φόρτιση από την 70ή επέτειο διαλύθηκε, είναι ίσως μια πρόσφορη στιγμή για να αναλύσουμε μια όψη της κληρονομιάς του Προγράμματος Μανχάταν που δεν εξετάστηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου προβληματισμού και ενδοσκόπησης: την κληρονομιά που άφησε στη μη-στρατιωτική πυρηνική βιομηχανία. Για να αναπτύξουμε την επιχειρηματολογία μας, θα χρησιμοποιήσουμε ως σημείο αναφοράς την συζήτηση που αναπτύχθηκε γύρω από το πυρηνικό πρόγραμμα που εκκρεμεί στη Νότια Αφρική.

Αρχικά, μπορεί κανείς να προβεί σε μια ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα σε πυρηνικά προγράμματα για στρατιωτικούς σκοπούς και σε εκείνα για μη στρατιωτικούς σκοπούς. Παρά τις διαφορές, θα υποστηρίξουμε ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα σε αυτό το πρωτοποριακό πρόγραμμα και τα μετέπειτα πυρηνικά προγράμματα που αναπτύχθηκαν σε καιρό ειρήνης για μη στρατιωτικούς σκοπούς, και ότι οι διαφορές τους είναι πολύ μικρότερες από ό,τι αρχικά φαίνεται, παρά τα όσα λέει στον κόσμο το λόμπι των πυρηνικών.

Τα παραπάνω μπορούν να εντοπιστούν στις απαρχές του Προγράμματος Μανχάταν ως μιας βιομηχανικής επιχείρησης πρωτίστως που άντλησε σημαντικούς επιστημονικούς, οικονομικούς, ανθρώπινους και τεχνολογικούς πόρους και χρειάστηκε στενό συντονισμό ανάμεσα στα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη στη στρατιωτική, την πολιτική, την ακαδημαϊκή και την οικονομική σφαίρα.

Δεδομένων αυτών των απαρχών και του ρηξικέλευθου χαρακτήρα του προγράμματος, τα μαθήματα που αποκομίσαμε και οι πρακτικές που παρακολουθήσαμε κατά τη διάρκεια της επιτυχούς ανάπτυξής του θα μπορούσαν να γίνουν σημεία αναφοράς για να τεθούν οι προδιαγραφές με τις οποίες θα λειτουργούσε η σύγχρονη μη στρατιωτική πυρηνική βιομηχανία. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, το πλαίσιο εντός του οποίου ελήφθησαν οι αποφάσεις στο ξεκίνημα της Πυρηνικής Εποχής και το πώς απάντησαν σε αυτές τις περιστάσεις εκείνοι που έλαβαν αυτές τις αποφάσεις στο Πρόγραμμα Μανχάταν είναι στοιχεία που θα μπορούσαν πιθανώς να μας δώσουν μια ιδέα για τις λειτουργίες της σύγχρονης πυρηνικής βιομηχανίας.

Το πρώτο μέρος αυτής της κληρονομιάς πηγάζει από το μέγεθος του εγχειρήματος που ήταν αναγκαίο για να παραχθούν τα πρώτα πυρηνικά όπλα του κόσμου.

Ακόμη και στο μέσο ενός γενικευμένου πολέμου, όπου όλοι οι τομείς της κοινωνίας πιέζονταν προς εξυπηρέτηση της πατρίδας, το μέγεθος του Προγράμματος Μανχάταν και η έκταση στην οποία εξέτρεψε πόρους από άλλες χρήσεις είναι εντυπωσιακή. Εβδομήντα χρόνια μετά, λίγα πράγματα έχουν αλλάξει. Τα πυρηνικά προγράμματα παραμένουν φιλόδοξα. Πρόκειται για δαπανηρά, κρατικά κατευθυνόμενα εγχειρήματα που απαιτούν δέσμευση σημαντικών πόρων από τις τωρινές και τις επόμενες γενιές και την ανάπτυξη και διατήρηση μιας τεράστιας τεχνολογικής υποδομής.

Η ανεκτικότητα μιας κοινωνίας να απορροφά το υψηλό κόστος και να αφιερώνει εξωφρενικές ποσότητες πόρων προς μια συγκεκριμένη επιχείρηση είναι πιθανόν μεγαλύτερη μέσα στα σύννεφα ενός πολέμου, όταν ο ηθικός λογισμός για τον υπολογισμό των συνεπειών μεταχειρίζεται περισσότερο αποτρόπαιες μονάδες μέτρησης. Η ικανότητα του κράτους να εκτρέπει πόρους από άλλες χρήσεις, η ικανότητά του να διαχειρίζεται το κόστος που προκύπτει από το κυνήγι αυτού του στόχου και η προθυμία των πολιτικών να υπερασπιστούν πιστά αυτήν την πορεία δράσης υπό οποιεσδήποτε συνθήκες σχετίζεται με έναν απαραίτητο παράγοντα για την επιτυχία κάθε τέτοιου προγράμματος: την πολιτική βούληση.

Ένας άλλος σχετικός παράγοντας στον οποίο βασίστηκε η επιτυχία του Προγράμματος Μανχάταν ήταν η αναγκαιότητα διατήρησης μιας αυστηρής πολιτικής μυστικότητας καθ’ όλη τη διάρκεια του προγράμματος και μετά από αυτό. Η εμπειρία δείχνει ότι η πυρηνική βιομηχανία έμαθε καλά αυτό το μάθημα, αν κρίνει κανείς από την πολιτική προστασία και την πληθώρα νομοθετικών και κανονιστικών μέτρων που αναζητά από τις κυβερνήσεις, προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα μέλη της θα λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό μυστικά και ότι θα επιβιώσει και θα ανθίσει παρά τη σκληρή κριτική. Δεδομένης αυτής της σχέσης, δεν αποτελεί ίσως σύμπτωση ότι τα κράτη που είναι οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της πυρηνικής ενέργειας σήμερα αποτελούν πρότυπα δημοκρατιών διαμεσολάβησης, όπως η Σαουδική Αραβία και η Κίνα, ή ότι ένα σφίξιμο των λουριών στους αντιπάλους της πυρηνικής ενέργειας άρχισε από δύο συμμάχους των BRICS, την Ινδία και τη Ρωσία, όπου οι κανόνες της ανοιχτής στάσης και της δημόσιας λογοδοσίας παλεύουν να ριζώσουν.

Δεν αποτελεί επίσης σύμπτωση ότι η τοπική πυρηνική βιομηχανία στη Νότια Αφρική εγκαθιδρύθηκε κατά τη διάρκεια του απαρτχάιντ, όταν η διαφωνία ισοδυναμούσε με προδοσία. Δεν έχει γίνει ακόμη ο απολογισμός του πραγματικού κόστους αυτού του πρώιμου προγράμματος.

Παρεμπιπτόντως, οι προκαταρκτικές εκθέσεις αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο μια ομάδα που κατείχε εμπιστευτική πληροφόρηση πραγματοποίησε αγοραπωλησίες που σχετίζονταν με το προτεινόμενο πρόγραμμα για τη δημιουργία ενός πυρηνικού αντιδραστήρα στην Νότια Αφρική αλλά και το γεγονός ότι απέφυγαν τον εξονυχιστικό έλεγχο για τα στοιχεία στη βάση των οποίων λαμβάνονταν οι αποφάσεις καταδεικνύει ότι κάθε προσπάθεια ανατροπής του status quo και καλλιέργειας μιας κουλτούρας διαφάνειας και λογοδοσίας μεταξύ των δυνάμεων που εμπλέκονται στον πυρηνικό τομέα υπό ευρεία έννοια συνιστά ένα κουραστικό εγχείρημα.

H κληρονομιά του Προγράμματος Μανχάταν μπορεί επίσης να εντοπιστεί στην πίεση επιλογής που ασκούν οι υποστηρικτές της πυρηνικής ενέργειας σε δημόσιους αξιωματούχους και υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και την έμφαση που διαρκώς δίνουν στην ανάγκη για δράση. Ως προς το ζήτημα του να δημιουργηθεί η βόμβα και να χρησιμοποιηθεί αργότερα, το «αποφασίζουμε πυρηνικά» παρουσιάζεται ως απόλυτη αναγκαιότητα και ως μη χείρον βέλτιστο.

Αυτή η λογική είχε χρησιμοποιηθεί επιτυχώς στο παρελθόν για να υποστηριχθεί η απόκτηση αυτού του όπλου μαζικής καταστροφής «πριν να το αποκτήσει και ο εχθρός» ή για να δικαιολογηθούν οι καταστροφές που προκάλεσε ως «υπολογισμένες απώλειες που θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν από τη μη άσκηση εναλλακτικής στρατιωτικής δράσης». Αν αντικαταστήσουμε τις παραπάνω φράσεις με τα επιχειρήματα «η προάσπιση της ενεργειακής ασφάλειας» και «η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που σχετίζονται με άλλες μορφές ενέργειας», παίρνουμε μια ιδέα για το πλαίσιο του εθνικού διαλόγου πάνω στην πυρηνική ενέργεια στη Νότια Αφρική. Παρουσιάζοντας έτσι τα πράγματα, η προσοχή απομακρύνεται από την πυρηνική ενέργεια αυτή καθαυτή, η οποία ανάγεται απλώς σε μια επιλογή μεταξύ άλλων εναλλακτικών.

Ως αποτέλεσμα, η διερεύνηση του κατά πόσο χρειάζεται πραγματικά η ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας ή το ποια είναι τα οφέλη που έχει από μόνη της και όχι σε σύγκριση με άλλες ενεργειακές πηγές, είναι ερωτήματα που υποβαθμίζονται ή παρακάμπτονται εντελώς. Δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε εδώ τον τακτικό χειρισμό που υπάρχει σε αυτήν την προσέγγιση, ο οποίος δίνει έμφαση στην ανάγκη για δράση και όχι στην κριτική εξέταση των δεδομένων. Η έμφαση στην τακτική απομακρύνει την οπτική από ευρύτερα ζητήματα που σχετίζονται με στρατηγικά διακυβεύματα και ευρύτερους στόχους που παλεύουμε να προωθήσουμε συλλογικά ως χώρα. Αυτά αφορούν –αν και όχι αποκλειστικά–ερωτήματα για τη μορφή της κοινωνίας στην οποία θέλουν να ζουν οι πολίτες και το νόημα των φορτισμένων εννοιών της «προόδου» και της «ανάπτυξης», τις οποίες επικαλούνται διαρκώς οι πολιτικοί και οι υπεύθυνοι χάραξης κοινωνικής πολιτικής. Από τη φύση τους, αυτές οι έννοιες προϋποθέτουν μια ευρύτερη οπτική πάνω στην κοινωνία από αυτή των τεχνοκρατών και των πολιτικών υποστηρικτών τους.

Κατά τη διάρκεια εμπόλεμων καταστάσεων, η στρατιωτική ιεραρχία υπαγορεύει ότι η τακτική και η στρατηγική διαμορφώνονται από τους λίγους και οι πολλοί εκτελούν τις εντολές τους χωρίς ερωτήσεις και αμφισβήτηση του κύρους των αποφάσεών τους. Η δημοκρατική συμμετοχή άλλων στη λήψη αποφάσεων, είτε αυτή αφορά τον καθορισμό των στόχων είτε τον τρόπο που αυτοί θα επιτευχθούν καλύτερα, δεν αποτελεί προτεραιότητα σε αυτό το σενάριο: το καθήκον και η υπακοή αποτελούν. Σε καιρούς ειρήνης, η συγκέντρωση εξουσίας ως προς τη λήψη αποφάσεων στα χέρια ορισμένων που θεωρούν ότι γνωρίζουν τα πράγματα καλύτερα από την υπόλοιπη κοινωνία, έχει επιπτώσεις στην κοινωνικο-πολιτική κουλτούρα που καλλιεργείται και διαστρεβλώνει τον χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος.

Κατά κύριο λόγο, η προσήλωση σε ένα τέτοιο μοντέλο αυξάνει τη δυνατότητα αυτών των δρώντων να παρέχουν υποστήριξη σε ανθρώπους οι οποίοι απολαμβάνουν τα προνόμια ενός ειδικού καθεστώτος, όπως τα μέλη των πολιτικά διασυνδεδεμένων ελίτ. Mε αυτόν τον τρόπο, έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν ανταλλάγματα για την απλόχερη υποστήριξή τους και έτσι να διατηρούν την πολιτική εξουσία τους. Με στρατιωτικούς όρους, η επιρροή αποτελεί προϋπόθεση για τη διατήρηση της πειθαρχίας και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης χωρίς την απειλή του στρατοδικείου ή της βίας – κυρώσεις για τις οποίες προβλέπεται συνταγματικός έλεγχος σε καιρό ειρήνης.

Αυτά είναι ορισμένα μόνο σημεία-κλειδιά που διαμορφώνουν την κληρονομιά που άφησε το Πρόγραμμα που σημάδεψε την αρχή της Πυρηνικής Εποχής. Και –ναι, πράγματι– αυτά είναι στοιχεία παρόντα στον σχεδιασμό και τη λήψη αποφάσεων που αφορούν και άλλου τύπου δημόσιες επενδύσεις. Αυτό είναι αναμενόμενο. Άλλωστε, κάθε βιομηχανία έχει συγκεκριμένα συμφέροντα, τα οποία τα μέλη της προσπαθούν να προστατεύσουν. Επίσης, σε πολλά σχέδια και τομείς επενδύσεων τα βήματα του σχεδιασμού παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες.

Ωστόσο, παρά αυτές τις ομοιότητες, οι μακροπρόθεσμες και μη αναστρέψιμες συνέπειες που σχετίζονται με την πυρηνική ενέργεια, το μέγεθος των επενδύσεων που απαιτούνται, το μέγεθος της καταστροφής σε περίπτωση που τα πράγματα δεν πάνε καλά ή που χρησιμοποιηθεί για μη ειρηνικούς σκοπούς και το μέγεθος της κοινωνικής κινητοποίησης που απαιτείται για να διασφαλιστεί η επιτυχία του προγράμματος, διαφοροποιούν τα σχέδια στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας από οποιαδήποτε άλλη δημόσια επένδυση.

 Παρουσιάζοντας όλα αυτά τα στοιχεία μαζί, υποστηρίζω ότι σήμερα –χρόνια αφότου η αγωνία της αμοιβαίας καταστροφής έχει απομακρυνθεί από τη δημόσια συνείδηση και έχει αντικατασταθεί από την ελπίδα ότι η ανθρωπότητα θα χρησιμοποιήσει το σπουδαιότερο τεχνολογικό της επίτευγμα για ειρηνικούς σκοπούς– η κληρονομιά του προγράμματος που στόχευε να αποδείξει την δύναμη του ατόμου εξακολουθεί να επηρεάζει το όραμα μιας κοινωνίας, όπως φαίνεται όταν μια χώρα επιλέγει την πυρηνική ενέργεια και αναλαμβάνει ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα. Για πόσο διάστημα θα εξακολουθήσει αυτό, είναι κάτι στο οποίο έχουμε λόγο. Σήμερα, εβδομήντα χρόνια από την αυγή της Πυρηνικής Εποχής, όταν μια ομάδα αφρικανικών χωρών επεξεργάζονται τη δημιουργία αντιδραστήρων που θα απενεργοποιηθούν μόνο μετά από εβδομήντα χρόνια, χρειάζεται περισσότερο από ποτέ αυτή η ενέργεια να χρησιμοποιηθεί με σύνεση.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Pambazuka News, στις 14 Ιανουαρίου 2016.

Για τον συγγραφέα

O Gerard Boyce είναι Επίκουρος Καθηγητής στη Σχολή Σπουδών για την Ανάπτυξη του Πανεπιστημίου KwaZulu-Natal στο Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής.