Το ISIS και οι γυναίκες: μια συνέντευξη με τη Rafia Zakaria




Σε συνέντευξή της στον διαδικτυακό ραδιοφωνικό σταθμό Status, η Rafia Zakaria, δικηγόρος, πολιτική φιλόσοφος και συγγραφέας του βιβλίου Η γυναίκα του πάνω ορόφου: Μια προσωπική ιστορία του Πακιστάν, εξηγεί τις θέσεις της πάνω στη σχέση των γυναικών με το ISIS αλλά και τον τρόπο με τον οποίο ο δυτικός λόγος αναπαριστά τη «μουσουλμάνα γυναίκα».


Συνέντευξη στην Katty Alhayek


 

Idrees_Rafia_Zakaria-by_Jeremy-Hogan_otu_img

Τα τελευταία δύο χρόνια έχετε γράψει αρκετά άρθρα που αφορούν τη σχέση του ISIS με τις γυναίκες. Για ποιους λόγους ενδιαφέρεστε για τη συγκεκριμένη θεματική και πώς αυτή συνδέεται με τα ευρύτερα ενδιαφέροντά σας;

Καταρχάς, εγώ η ίδια είμαι μουσουλμάνα. Κατάγομαι από το Πακιστάν, ζω στις ΗΠΑ και πηγαινοέρχομαι ανάμεσα σε δύο κουλτούρες. Η ανάδυση της μουσουλμάνας ως πολιτικού υποκειμένου τόσο στη Δύση, όσο και στην Ανατολή αποτελεί τη βάση της έρευνάς μου. Στο επίπεδο του σύγχρονου πολιτικού λόγου, διαπιστώνω ότι με το πέρασμα των χρόνων τα μέσα ενημέρωσης δίνουν έμφαση σε διαφορετικές πλευρές της ταυτότητας της μουσουλμάνας γυναίκας.

Στα σύγχρονα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης υπάρχει μια εντελώς αντιφατική μεταχείριση των μουσουλμάνων γυναικών, οι οποίες παρουσιάζονται ως καταπιεσμένη συλλογικά ομάδα και την ίδια στιγμή ­­­–ειδικά μετά τους πυροβολισμούς στο Σαν Μπερναντίνο– ως κρυφές τρομοκράτισσες που υπακούν σε αντιαμερικανικά συμφέροντα.

Αυτό που με απογοητεύει σε αυτόν τον λόγο είναι ότι επιχειρεί είτε να τις συνδέσει με το Ισλάμ, το Κοράνι ή τις ισλαμικές διδασκαλίες είτε να τις κατανοήσει αποκλειστικά μέσα σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο, όπως για παράδειγμα του Ιράν, της Σαουδικής Αραβίας, του Πακιστάν ή της Συρίας. Δεν γίνεται επαρκής προσπάθεια να αντιληφθούμε το πώς η δράση της Δύσης στον μουσουλμανικό κόσμο, είτε αυτή αφορά το Αφγανιστάν είτε το Ιράκ, επηρεάζει τον λόγο, τις εμπειρίες και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι μουσουλμάνες.

Για να δώσω ένα πιο συγκεκριμένο παράδειγμα, η συζήτηση γύρω από τη μαντίλα επικεντρώνεται στα εξής ερωτήματα: «Είναι υποχρεωτική;», «Προβλέπεται από το Κοράνι;», «Είναι Ισλαμική;». Γίνεται, επομένως, μια αναγωγή της μαντίλας σε ζητήματα δόγματος. Δεν υπάρχει, για παράδειγμα, συζήτηση για το γεγονός ότι ο πόλεμος των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, μετά από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, βασίστηκε εξολοκλήρου στο επιχείρημα ότι οι Αφγανές γυναίκες είναι καταπιεσμένες. Και η μπλε μπούρκα μετατράπηκε σε σύμβολο της καταπίεσης.

Υπήρξε, μάλιστα, ένα συγκεκριμένο συμβάν, όπου μια γερουσιαστής, επιχειρηματολογώντας υπέρ του πολέμου, έφερε μια μπούρκα στη Γερουσία και τη φόρεσε, προκειμένου να εικονογραφήσει το πρόβλημα της καταπίεσης.

Αυτοί οι λόγοι όχι μόνο αποτυπώνουν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι μουσουλμάνες, αλλά επίσης επηρεάζουν το πώς οι ίδιες βλέπουν τις πρακτικές τους, την πολιτική τους ταυτότητα και την πνευματική τους πρακτική. Βασικό μου ενδιαφέρον ήταν λοιπόν να δείξω ότι «η μουσουλμάνα γυναίκα», καθώς κατασκευάζεται ως κατηγορία, αποτελεί  ένα ζωντανό σχήμα που οδηγείται από τις μουσουλμάνες και ταυτόχρονα ένα αντιδραστικό σχήμα που ανταποκρίνεται στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις των ΗΠΑ στις μουσουλμανικές χώρες εδώ και μια δεκαετία.

Στο άρθρο σας «Το ISIS θέλει να κάνεις Share: πώς το καλοπροαίρετο κοινό γίνεται υποχείριο του τρόμου» [ISIS Wants You to Share This: How the Wellmeaning Public Became a Handmaiden for Terror] διαπραγματεύεστε τον μηχανισμό της κατονομασίας και διαπόμπευσης [namingandshaming] και τον τρόπο που αυτός ο μηχανισμός αλλάζει με τη διάδοση των νέων τεχνολογιών και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Μπορείτε να μας εξηγήσετε το βασικό επιχείρημα του άρθρου σας;

RZ: Βασικός στόχος του συγκεκριμένου άρθρου ήταν να εξετάσω έναν μηχανισμό, τον οποίο η Δύση θεωρεί αυτονόητο. Πρόκειται για την ιδέα ότι δείχνοντας την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων –όπως για παράδειγμα ένα έγκλημα τιμής, τη δημόσια κακοποίηση γυναικών από τους Ταλιμπάν, τα μαστιγμώματα και τους λιθοβολισμούς– ενεργοποιείται μια διεθνής υποστήριξη προς τα θύματα, ικανή όχι μόνο να σταματήσει αυτές τις πράξεις αλλά και να δημιουργήσει μια ηθική αλλαγή στο εκάστοτε πλαίσιο αναφοράς.

Ήθελα λοιπόν να προβληματοποιήσω αυτήν την ιδέα. Υπήρξε, πράγματι, μια εποχή, γύρω στη δεκαετία του 1990, όπου αυτός ο μηχανισμός διεθνούς υπεράσπισης χρησιμοποιούνταν από ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να δημοσιοποιήσουν περιπτώσεις κακοποίησης και η διεθνής δημοσιότητα λειτουργούσε αποτρεπτικά για τέτοιου είδους πράξεις. Έτσι, για ένα χωριό όπου οι γυναίκες λιθοβολούνταν ή στις περιπτώσεις που ο νόμος απαιτούσε την ύπαρξη τεσσάρων μαρτύρων για να επιτευχθεί η καταδίκη για βιασμό, ο μηχανισμός της κατονομασίας και διαπόμπευσης ήταν αποτελεσματικός. Και για κάποιο διάστημα λειτουργούσε.

Όμως, στον σύγχρονο κόσμο μας, σε έναν κόσμο που κυριαρχούν τα κοινωνικά δίκτυα, τον μηχανισμό αυτόν σφετερίζονται άλλοι δρώντες και δεν αποτελεί αποκλειστικό πεδίο όσων υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Συνέπεια αυτού είναι ότι ο μηχανισμός κατονομασίας και διαπόμπευσης, μετατράπηκε αποκλειστικά σε μέσο διαπόμπευσης. Έτσι, οι κοινότητες στις οποίες επιθυμούμε να έρθει μια αλλαγή –το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, η Συρία και το Ιράκ– αισθάνονται ότι γίνονται αντικείμενο διαπόμπευσης από τους διεθνείς φορείς προστασίας. Δεν βλέπουν να υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στην καταγγελία μιας πράξης και στην καταγγελία μιας ολόκληρης κοινότητας. Φυσικά, αυτό οφείλεται στoν μιλιταρισμό και τους δυτικούς επεκτατικούς πολέμους που βασίστηκαν στον μηχανισμό της διεθνούς διαπόμπευσης ως μέσο δικαιολόγησης των πολέμων: «Οι Ταλιμπάν κακοποιούν τις γυναίκες και άρα αυτό δικαιολογεί μια αμερικανική εισβολή».

Αν ο στόχος είναι να δοθεί ένα τέλος στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και πιο συγκεκριμένα στη βία εις βάρος των γυναικών, τα εγκλήματα τιμής, τη σεξουαλική βία και παρενόχληση, τότε πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτός ο μηχανισμός έχει καταρρεύσει ολοκληρωτικά, καθώς δεν μπορεί να επιφέρει την ηθική μετακίνηση που απαιτείται στο εσωτερικό των κοινοτήτων για να σταματήσουν αυτά τα εγκλήματα. Υπάρχει ελάχιστος προβληματισμός πάνω σε αυτόν τον μηχανισμό, τον οποίο για πολύ καιρό θεωρούσαμε αυτονόητο. Η ιδέα ότι αν η Μισέλ Ομπάμα πει «φέρτε πίσω τα κορίτσια μας», τότε τα κορίτσια θα γυρίσουν πίσω, έχει καταρρεύσει εντελώς (1).

Ποια παραδείγματα πιστεύετε ότι μπορούν να επιστρατεύσουν οι ακτιβιστικές οργανώσεις ως εναλλακτική απέναντι σε αυτόν τον μηχανισμό της κατονομασίας και διαπόμπευσης;   

Πιστεύω ότι η αποτελεσματική χρήση οποιουδήποτε μηχανισμού εξαρτάται από το κατά πόσο οι οργανώσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και πιο συγκεκριμένα οι φεμινιστικές οργανώσεις, είναι αποσυνδεδεμένες από στρατιωτικά σχέδια.

Όταν, για παράδειγμα, μια φεμινιστική οργάνωση θεωρεί ότι μπορεί να συνεργεί με την αμερικανική κατοχή στο Αφγανιστάν, δεν υπάρχει μέλλον για τις διεθνείς καμπάνιες υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των γυναικών. Αν πεις «θα χτίσω σε αυτό το χωριό μια στέγη προστασίας των κακοποιημένων γυναικών», αλλά οι δυνάμεις με τις οποίες συνεργάζομαι βομβαρδίζουν ένα άλλο χωριό, τότε αυτή η στέγη προστασίας συνδέεται άρρηκτα με τους βομβαρδισμούς και οι γυναίκες στη συγκεκριμένη κοινωνία αντιμετωπίζονται ως προδότριες.

Αυτή η δυναμική δεν μπορεί ποτέ να είναι προς όφελος της ενίσχυσης των γυναικών. Αν οι καμπάνιες διεθνούς προστασίας, οι οργανώσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι φεμινιστικές οργανώσεις θέλουν να πάρουν και πάλι στα χέρια τους αυτόν τον μηχανισμό, θα πρέπει να κάνουν κατηγορηματική, ανοικτή και δριμεία κριτική στα στρατιωτικά συμφέροντα που επιχειρούν να παρουσιάσουν τον πόλεμο ως φεμινιστική παρέμβαση.

Αυτό που συνέβη στο Αφγανιστάν συμβαίνει συχνά στις περιπτώσεις στρατιωτικών επεμβάσεων της Δύσης σε μουσουλμανικές χώρες και  είναι ο πυρήνας της απονομιμοποίησης της διεθνούς προστασίας μέσα στις συγκεκριμένες κοινότητες.

Τον περασμένο Μάρτιο γράψατε ένα άρθρο με τίτλο «Η θηλυκή σαγήνη του ISIL» [ISILs Feminine Mystique]. Τι ακριβώς εννοούσατε με αυτό;

Έγραψα αυτό το άρθρο σε μια περίοδο όπου το ISIS αύξανε τη δύναμή του και υπήρχε μεγάλη συζήτηση γύρω από την οργάνωση, τους κινδύνους που σηματοδοτεί, την παρουσία του στα social media και τον τρόπο που στρατολογεί τις γυναίκες. Αυτό που βρίσκω προβληματικό σε όλη αυτή τη συζήτηση –και το επισημαίνω στα περισσότερα από τα άρθρα που έχω γράψει για τη σχέση του ISIL με τις γυναίκες– είναι ότι δεν γίνεται αρκετή προσπάθεια να κατανοήσουμε τον λόγο που χρησιμοποιεί αυτή η οργάνωση.

Καταγγέλλουμε διαρκώς τις πράξεις τους και υπάρχει αυτή η επωδός ότι το ISIS είναι φρικαλέο και βάρβαρο. Φυσικά και είναι έτσι, όμως το να το επαναλαμβάνουμε διαρκώς δεν μας βοηθά να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο αυτή η ομάδα καταφέρνει να στρατολογήσει ανθρώπους.

Έτσι, το άρθρο «Η θηλυκή σαγήνη του ISIL» ήταν μια προσπάθεια να δείξω τον τρόπο με τον οποίο η προπαγάνδα του ISIL στρέφεται πολύ συγκεκριμένα στις γυναίκες που για διάφορους λόγους αισθάνονται ότι η κυρίαρχη πολιτική δεν τις αντιπροσωπεύει.

Επιχείρησα να δείξω το πώς η οργάνωση επενδύει μεν στην απόρριψη της ισότητας των φύλων, αλλά από την άλλη προωθεί την ιδέα της συμπληρωματικότητας των φύλων. Έτσι, αντί για τη δυτική αντίληψη ότι οι άνδρες και οι γυναίκες πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ίσοι σε κάθε τομέα, εκείνοι προωθούν την ιδέα ­–και προφανώς επανερμηνεύουν την ισλαμική ιστορία για να στηρίξουν τις θέσεις τους– ότι αντί για μια σφαίρα, χρειάζεται να υπάρχουν δύο ξεχωριστές σφαίρες για τους άντρες και τις γυναίκες, και οι γυναίκες που στρατεύονται στις γραμμές της οργάνωσης θα έχουν την ευκαιρία να ηγηθούν της γυναικείας σφαίρας.  Στο δυτικό ακροατήριο αυτός ο λόγος προκαλεί αποστροφή. Όμως, πρόκειται για έναν λόγο που δεν βρίσκεται πολύ μακριά από την πραγματικότητα που βιώνουν οι γυναίκες στο Πακιστάν ή σε άλλες μουσουλμανικές χώρες, όπου η κοινωνία είναι εξαιρετικά διαχωρισμένη ως προς τον έμφυλο παράγοντα.

Προωθούν μια ακραία εκδοχή αυτής της πραγματικότητας. Επιχειρήματα του τύπου «οι γυναίκες δεν είναι ίσες» δεν έχουν καμιά απήχηση, καθώς το ISIL δεν ενδιαφέρεται για αυτό, δεν στοχεύει καν σε αυτό.

Επιχείρησα, λοιπόν, να αναλύσω τον τρόπο με τον οποίο δομούν αυτόν τον λόγο που απευθύνεται στις γυναίκες και αυτό γίνεται σε μεγάλο βαθμό με την ενσωμάτωση των αντι-ιμπεριαλιστικών επιχειρημάτων που έχουν μεγάλο έρεισμα στον ισλαμικό κόσμο.

Επομένως η εναντίωσή μας στο ISIL χρειάζεται να πάει πέρα από μια επιχειρηματολογία που λέει «το ISIS είναι βάρβαρο και κακό και δεν θα είσαι ποτέ ίση μέσα σε εκείνον τον κόσμο» και να κατανοήσουμε πραγματικά πώς αυτή η οργάνωση χρησιμοποιεί ένα συνονθύλευμα θέσεων που είναι οικείες στις μουσουλμάνες, προσπαθώντας ταυτόχρονα να απευθυνθεί στο αίσθημα ματαίωσης που βιώνουν.

Για παράδειγμα, σε ένα άρθρο μου εξετάζω το μανιφέστο του ISIS για τις γυναίκες, στο οποίο υποστηρίζουν ότι οι μουσουλμάνες πρέπει να μπουν στον αγώνα, επειδή οι άντρες απέτυχαν.

Μια τέτοια ρητορική που λέει «πρέπει να δώσεις τη μάχη, επειδή οι άντρες απέτυχαν» οικειοποιείται, κατά κάποιο τρόπο, έναν πολύ ριζοσπαστικό φεμινιστικό λόγο. Ο ισλαμιστικός λόγος στον μουσουλμανικό κόσμο δεν έχει πει ποτέ κάτι τέτοιο. Αυτό που λέει είναι ότι οι μουσουλμάνες δεν πρέπει να συμμετέχουν στο πεδίο της μάχης και πρέπει να σέβονται τους άντρες.

Με αυτή την έννοια, ο λόγος του ISIS για τις γυναίκες έχει σημαντική απόκλιση από την υπάρχουσα ορθόδοξη μουσουλμανική ή ισλαμιστική ρητορική.

Έτσι, στόχος αυτού του άρθρου ήταν να δείξω πώς αυτά τα διαφορετικά στοιχεία ενοποιούνται σε μια αφήγηση που έχει πολύ σημαντικές διαφοροποιήσεις από τις παραδοσιακές ισλαμικές προσεγγίσεις της σχέσης των γυναικών με τον πόλεμο.

[…]

(1) Αναφέρεται στη διεθνή καμπάνια για την απελευθέρωση 276 Νιγηριανών μαθητριών που απήχθησαν από την οργάνωση Boko Haram για να πουληθούν ως νύφες. Στην καμπάνια πρωταγωνίστησε η Μισέλ Ομπάμα, η οποία φωτογραφήθηκε μέσα στον Λευκό Οίκο, κρατώντας το μήνυμα #Bring Back Our Girls.

Απόσπασμα από τη συνέντευξη της Rafia Zakaria στο διαδικτυακό ραδιόφωνο Status . Ολόκληρη η απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης στα Αγγλικά δημοσιεύτηκε στο Jadaliyya , στις 16 Μαΐου 2016.

Η Rafia Zakaria είναι δικηγόρος και πολιτική φιλόσοφος. Είναι τακτική αρθρογράφος του Al Jazeera America και της Dawn Pakistan. Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα σε έντυπα σε όλο τον κόσμο, ανάμεσα στα οποία το Hindu, The Calcutta Statesman, Daily, The Korean Herald και Le Monde. Είναι η πρώτη αμερικανή μουσουλμάνα που έγινε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Διεθνούς Αμνηστίας στις ΗΠΑ για δύο συνεχόμενες θητείες. Το βιβλίο της Η γυναίκα του πάνω ορόφου: μια προσωπική ιστορία του Πακιστάν [TheUpstairsWife: AnIntimateHistoryofPakistan, BeaconPress, 2015] αναδείχθηκε από την Αμερικανική Ένωση Βιβλιοπωλών (ΑBA) ως πρώτη επιλογή για το βιβλίο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα για την άνοιξη του 2015. Είναι επίσης η πρώτη επιλογή των IndiesIntroduceγια τον Φεβρουάριο του 2016.

 

Η Katty Alhayek είναι ερευνήτρια στην οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών για τις Γυναίκες και την Ισότητα των Φύλων.