Η τέχνη να βάζεις χαράτσι στους φτωχούς




Σχεδόν αδύνατον είναι να ζήσει κανείς στις ΗΠΑ χωρίς να πάρει κάποιο δάνειο. Μπροστά στη δυσκολία των πελατών τους να ανταποκριθούν, οι τράπεζες αυξάνουν τις κυρώσεις και… τα κέρδη τους. Έτσι, ως απάντηση, αρνούνται να ανοίξουν υποκαταστήματα σε ορισμένες υποβαθμισμένες γειτονιές. Οι κάτοικοί τους αναγκάζονται να προσφύγουν στα μαγαζάκια «αρπακτικών δανειστών».


Του  Maxime Robin


 

Στον πάγκο ενός καταστήματος εξαργύρωσης επιταγών (check casher) στη Μπρόντγουεϊ, μια οδική αρτηρία του Κεντρικού Μπρούκλιν που τη σκιάζει το εναέριο μετρό της Νέας Υόρκης, ο Κάρλος Ριβέρα ζητά μια αναβολή πληρωμής. «Δεν έχω τα 10 πέσος», φωνάζει στην υπάλληλο που είναι πίσω από το τζάμι. Στο Μπρούκλιν, αυτά τα καταστήματα είναι πανταχού παρόντα: στον Χρυσό Οδηγό εμφανίζονται 268. Μπορεί κανείς να τα αναγνωρίσει από την πολύχρωμη και παρακμιακή πρόσοψή τους με νέον, το σύμβολο του δολαρίου και τη λέξη «Μετρητά» στη βιτρίνα τους. Εκτός από συναλλαγές με μετρητά, εξασφαλίζουν την εξαργύρωση επιταγών για τους κατοίκους που δεν έχουν τραπεζικό λογαριασμό: το ποσό αποδίδεται σε μετρητά, αφού υπολογιστεί μια προμήθεια (2% για 100 δολάρια, συν διάφορα άλλα έξοδα). Επιπλέον, προσφέρουν μικρής διάρκειας δάνεια με πολύ υψηλούς τόκους.

Σε εθνικό επίπεδο, τα χιλιάδες αυτά μαγαζάκια διαμορφώνουν μια δυναμική, πολύμορφη οικονομική βιομηχανία, που περιγράφεται με τον γενικό όρο predatory lenders ή «αρπακτικοί δανειστές». Είναι ένας προσδιορισμός που βασίζεται στο επιθετικό εμπορικό μοντέλο που εκπροσωπούν: δεν αφήνουμε ποτέ έναν δανειολήπτη, ο οποίος συχνά για να αποπληρώσει ένα αρχικό δάνειο, συνάπτει ένα νέο.

Εκατοντάδες τραπεζικές έρημοι

Παρά την εκπληκτική επιτυχία τους, αυτοί οι δανειστές χωρίς φραγμούς δεν έχουν καλή φήμη στη χώρα τους. Οι πολιτείες προσπαθούν μάταια να περιορίσουν τις δραστηριότητές τους. To πιο ελκυστικό οικονομικό τους προϊόν έχει απαγορευτεί στη Νέα Υόρκη, είναι όμως νόμιμο στην Καλιφόρνια: πρόκειται για το payday loan ή «δάνειο επί του μισθού», ένα εξαιρετικά μικρής διάρκειας δάνειο (μέχρι δώδεκα ημέρες), που πρέπει να αποπληρωθεί την ημέρα της μισθοδοσίας με υπέρογκους τόκους. Έτσι, ένας πελάτης μπορεί να δανειστεί 300 δολάρια, αλλά καλείται να επιστρέψει 346 δολάρια, μόλις πάρει τον μισθό του στα χέρια του.

Αυτή η βιομηχανία, που εμφανίστηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια, είχε 46 δισεκατομμύρια δολάρια κέρδος τον προηγούμενο χρόνο. Άλλωστε, στις ΗΠΑ υπάρχουν περισσότεροι «αρπακτικοί δανειστές» από ό,τι McDonalds και Starbucks μαζί. Το Κέντρο για την Υπεύθυνη Δανειοδότηση (Center for Responsible Lending, CRL), επιφορτισμένο με την καταγραφή παραβιάσεων, εκτιμούσε το 2002 που ιδρύθηκε ότι το συνολικό κέρδος που απέφεραν αυτά τα δάνεια έφτανε τα 9,1 δισεκατομμύρια δολάρια από κάθε είδους τόκους και κατασχέσεις σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής. Δεκατρία χρόνια αργότερα, το Κέντρο παραδέχεται ότι δεν μπορεί να υπολογίσει το μέγεθος της επίδρασής τους: «Το κέρδος τους αυξάνεται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια», προειδοποιούσε τον Ιούνιο, «γεγονός που καθορίζει τη ζωή εκατομμυρίων Αμερικανών αλλά και της χώρας στο σύνολό της» (1).

Ένας φτωχός στις ΗΠΑ πρέπει να πληρώσει περισσότερο για όλα: καθημερινές υπηρεσίες, διατροφή, ασφαλίσεις (2). Η έννοια του «προστίμου φτώχειας» (poverty penalty) δεν είναι καινούργια: τη θεωρητικοποίησε ο Ντέιβιντ Κάπλοβιτς (David Caplovitz), από το 1967 και μετά, σε ένα μικρό εγχειρίδιο κοινωνιολογίας με τίτλο Οι φτωχοί πληρώνουν περισσότερο, που έκτοτε έχει γίνει κλασικό (3).

Η ανάλυσή του παραμένει επίκαιρη. «Οι φτωχοί πληρώνουν πιο ακριβά για ένα λίτρο γάλα και για κατοικίες κακής ποιότητας», υπογράμμιζε το 2009 ο Ερλ Μπλουμενάουερ (Earl Blumenauer), βουλευτής των Δημοκρατικών στο Όρεγκον. Τα 37 εκατομμύρια Αμερικανοί που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και τα 100 εκατομμύρια που παλεύουν να ενσωματωθούν στη μεσαία τάξη «πληρώνουν για πράγματα που η μεσαία τάξη θεωρεί δεδομένα» (4).

Ένα παράδειγμα μεταξύ άλλων: σύμφωνα με μια έκθεση της ένωσης καταναλωτών Consumer Federation of America, οι τιμολογιακές χρεώσεις των μεγαλύτερων εταιριών ασφάλισης αυτοκινήτων βασίζονται περισσότερο στο επίπεδο εκπαίδευσης και στην επαγγελματική κατάσταση των πελατών τους και λιγότερο στην αξιοπιστία της οδήγησής τους. Στα δύο τρίτα των περιπτώσεων που εξετάστηκαν, «οι καλοί οδηγοί που είναι φτωχοί πληρώνουν πιο ακριβά –κατά 25% περίπου– από τους πλούσιους που έχουν ήδη προκαλέσει κάποιο ατύχημα» (5).

«Πρέπει να είσαι πλούσιος για να διάγεις τη ζωή φτωχού», σημείωνε ειρωνικά η Washington Post (6), απαριθμώντας τα μικρά καθημερινά πράγματα που επωμίζονται ως τιμωρία οι εργαζόμενοι με πολύ χαμηλό εισόδημα: χαμένος χρόνος στις συγκοινωνίες, ουρές αναμονής κάθε είδους για υπηρεσίες χαμηλής ποιότητας κ.τ.λ. Κι όλα αυτά χωρίς δυνατότητα ελεύθερου χρόνου και χωρίς περιθώριο λάθους.

Αυτές οι ζωές, που ακροβατούν στο σκοινί, παίρνουν συχνά τραγική τροπή. Όπως η ζωή της Μαρία Φερνάντες (Maria Fernandes), που πέθανε τον Σεπτέμβριο 2014 μέσα στο αυτοκίνητό της, σε ένα πάρκινγκ στο Νιου Τζέρσεϋ. Υπάλληλος για τέσσερα χρόνια της αλυσίδας καταστημάτων ταχείας εστίασης Dunkin’Donats, αυτή η γυναίκα 32 ετών έκανε τρεις βάρδιες (απογευματινή, βραδινή και σαββατοκύριακο) σε τρία διαφορετικά κτίρια για να εξασφαλίσει την εκπαίδευση της κόρης της, και έπαιρνε τον βασικό μισθό της πολιτείας του Νιου Τζέρσεϋ: 8,25 δολάρια την ώρα. Πλήρωνε 550 δολάρια για ένα επιπλωμένο διαμέρισμα, όπου κοιμόταν σπάνια. Ξεκουραζόταν κυρίως στο αμάξι της, με το μοτέρ και τον κλιματισμό αναμμένα για να δροσίζεται εσωτερικά το αυτοκίνητο και φυλώντας ένα μπιτόνι βενζίνης στο πίσω κάθισμα. Αυτό το μπιτόνι αναποδογύρισε, κατά λάθος, την ώρα που κοιμόταν, αναδίδοντας τοξικές αναθυμιάσεις που της προκάλεσαν ασφυξία. Ένας εκπρόσωπος της Dunkin’Donats σε ανακοίνωσή του της απέτινε φόρο τιμής, χαρακτηρίζοντάς την «εργαζόμενη πρότυπο» (7).

Ας επιστρέψουμε στο κατάστημα εξαργύρωσης επιταγών στο Μπρούκλιν. Η ταμίας προτείνει έναν διακανονισμό στον κ. Ριβέρα: η αποπληρωμή του δανείου του μπορεί να γίνει αύριο. Τη φωνάζει με το μικρό της όνομα. Προφανώς είναι τακτικός πελάτης. Ανακουφισμένος, της απευθύνεται σύντομα στα αγγλικά, λέγοντάς της ότι θα την αποπληρώσει. Μετά φεύγει, σπρώχνοντας στους δρόμους ένα καροτσάκι του σούπερ-μάρκετ. Το γεμίζει με μπουκάλια για ανακύκλωση∙ η τιμή στα κοντινά σούπερ-μάρκετ είναι 10 λεπτά το μπουκάλι. Βιοπορίζεται επίσης από μαύρες μικρό-εργασίες στον «κατασκευαστικό τομέα». Ήταν κάποτε πελάτης μιας τράπεζας∙ δεν θυμάται πια πότε.

Οι παραδοσιακές τράπεζες ανοίγουν όλο και λιγότερα υποκαταστήματα στις περιοχές χαμηλών εισοδημάτων. Η περιοχή του κ. Ριβέρα, το Στάιβεσαντ Χάιτς, έχει μόνο δύο τραπεζικά καταστήματα για 85.000 κατοίκους: μια τραπεζική έρημος, όπως άλλες 650 στη χώρα (8). Παραδόξως, το Στάιβεσαντ Χάιτς βρίσκεται 10 στάσεις του μετρό μακριά από τη Γουόλ Στριτ, το νευραλγικό κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας. Όπως μας εξηγεί η Λίζα Σέρβον (Lisa Servon), καθηγήτρια αστικής πολιτικής στο New School της Νέας Υόρκης, «δεν αξίζει τον κόπο για τις τράπεζες να ανοίξουν υποκαταστήματα σε υποβαθμισμένες περιοχές. Οι κάτοικοι εκεί αντιπροσωπεύουν περισσότερο ένα βαρίδι παρά μια πηγή κερδών. Δεν καταθέτουν χρήματα και περνούν πολλή ώρα μπροστά στο ταμείο. Οι τράπεζες αναζητούν το αντίθετο: πελάτες που να μην τους βλέπουν ποτέ και που καταθέτουν χρήματα».

Έτσι στις φτωχές γειτονιές, τις τράπεζες αντικατέστησαν τα καταστήματα εξαργύρωσης επιταγών, στηρίζοντας το οικονομικό τους μοντέλο στην εγγύτητα και τις διαφοροποιημένες υπηρεσίες (πώληση προπληρωμένων καρτών τηλεφώνου, λότο…) και σε μια υψηλή προμήθεια για κάθε συναλλαγή.

«Οι τράπεζες θέλουν έναν μόνο πλούσιο πελάτη του ενός εκατομμυρίου δολαρίων, εμείς θέλουμε ένα εκατομμύριο πελάτες που να διαθέτουν ένα μόνο δολάριο», δηλώνει χωρίς περιστροφές ο Τζο Κόλμαν, πρόεδρος της RiteCheck, σημαντικής εταιρίας που διαθέτει δώδεκα παραρτήματα στο Μπρόνξ και στο Χάρλεμ (9). Για τους φτωχούς αυτά τα καταστήματα αποτελούν την τελευταία τους καταφυγή, πριν στραφούν στους άτυπους δανειστές του δρόμου, με τους κινδύνους και τα ρίσκα τους, έξω από κάθε νομικό πλαίσιο, κοντά στους δανειστές-καρχαρίες (τους τοκογλύφους).

Αυτοί οι άνθρωποι συνδέονται με τη μεγάλη ή τη μικρή εγκληματικότητα και καταφεύγουν στη βία, προκειμένου να εισπράξουν τα οφειλόμενα ποσά που εν τω μεταξύ έχουν αυξηθεί από τους τόκους.
Η Σέρβον σημειώνει ότι οι μεταναστευτικές κοινότητες στη Νέα Υόρκη, ιδιαίτερα οι ισπανόφωνες αλλά και οι σενεγαλέζικες και οι αραβικές, έχουν επιστρατεύσει μια μέθοδο μικρο-ρευστότητας με μηδενικό επιτόκιο. Η λογική είναι απλή: πολλοί άνθρωποι επενδύουν ένα μικρό ποσό σε ένα κοινό κουτί. «Κάθε εβδομάδα, σύμφωνα με ένα κυλιόμενο σύστημα, ένας από τους επενδυτές διαχειρίζεται το κουτί», εξηγεί η καθηγήτρια, που εστιάζει την έρευνά της στις εναλλακτικές ροές χρήματος, χωρίς να μπορεί ακόμα να εκτιμήσει επακριβώς το μέγεθος ή τον οικονομικό αντίκτυπό τους.

Οι φτωχοί μπορεί να μην ενδιαφέρουν την Chase ή την American Bank, ισχύει όμως και το αντίστροφο, σύμφωνα με την έρευνα της Σέρβον. «Οι φτωχοί προτιμούν τα καταστήματα εξαργύρωσης, γιατί θα πλήρωναν ακόμα ακριβότερα στις τράπεζες λόγω των εξόδων για υπέρβαση ορίου ή για χρεωστικές προμήθειες σε περίπτωση υπερανάληψης», εξηγεί. Οι τράπεζες είναι πιο άπληστες και δεν προσφέρουν μικρά δάνεια σύντομης διάρκειας, προσαρμοσμένα στις ανάγκες τους. Κάθε τράπεζα διαθέτει ένα σύνολο 49 περίπου πιθανών προμηθειών για κάθε ενεργό λογαριασμό∙ μια μόνο ανάληψη που υπερβαίνει το επιτρεπόμενο όριο συνεπάγεται απανωτές κυρώσεις. Σύμφωνα με τις στατιστικές της Federal Deposit Insurance Corporation –οργανισμό υπεύθυνο για τη σταθερότητα των τραπεζών– για τις δέκα μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες, οι μισές υπεραναλήψεις έγιναν για ποσά μικρότερα των 36 δολαρίων. Και αν αυτές οι υπεραναλήψεις θεωρούνταν δάνεια σύντομης διάρκειας, τα επιτόκιά τους θα έφταναν στο ασύλληπτο επίπεδο του 5.000% ανά έτος.

Το 2011, οι αμερικανικές τράπεζες είχαν 38 δισεκατομμύρια δολάρια κέρδος μόνο από τις χρεωστικές προμήθειες (10). «Γίνονται ολοένα και πιο ακριβές», σχολιάζει η Σέρβον, «η οικονομική αστάθεια των Αμερικανών έχει ενταθεί. Τα εισοδήματά τους κάνουν φτερά. Κάνουν πολλές δουλειές, αναζητώντας ώρες εργασίας από δω κι από κει. Οι επιταγές τους δεν έχουν πια το ίδιο ποσό στο τέλος κάθε μήνα. Δεν έχουν πια προβλεπόμενο προϋπολογισμό. Τους λείπουν χρήματα. Τα ελλείμματα είναι όλο και πιο συχνά και οι τραπεζικές κυρώσεις αυξάνονται». Δεν είναι σπάνιο να συναντήσει κανείς κάποιον που πριν από την κρίση είχε έναν σταθερό μισθό και τώρα κάνει δύο επισφαλείς δουλειές μερικής απασχόλησης, πληρωμένες με την ώρα. Τα έξοδα για την υγεία, την εκπαίδευση, τον παιδικό σταθμό έχουν εκτοξευθεί και «οι εργοδότες πληρώνουν λιγότερο για την κοινωνική ασφάλιση, ενώ οι Αμερικανοί καλούνται να διαχειριστούν ολοένα και μεγαλύτερα έξοδα. Δεν υπάρχει δικαίωμα στο λάθος… Αυτός είναι ο πυρήνας του προβλήματος».

Ένας Αμερικανός είναι συνήθως ένας Αμερικανός χρεωμένος, που εξοφλεί τα χρέη του στην ώρα του. Όντας εκτός των ραντάρ του τραπεζικού συστήματος, περίπου δέκα εκατομμύρια αμερικανικές οικογένειες δεν διαθέτουν το αναγκαίο εργαλείο που εξασφαλίζει μια καλή κοινωνική θέση στις ΗΠΑ: το credit score, τον αριθμό πιστοληπτικής κατάταξης.

Αυτός ο τριψήφιος αριθμός ξεκινά συνήθως από το 330 (πολύ μέτριο επίπεδο) και φτάνει μέχρι το 850 (πολύ καλό επίπεδο), με παραλλαγές από το 100-990 σε άλλες τράπεζες. Αυτό το προσωπικό στοιχείο ταυτοποίησης έχει γίνει εξίσου σημαντικό με τον αριθμό κοινωνικής ασφάλισης. Άγνωστος στη Γαλλία, ο φάκελος πιστοληπτικής κατάταξης περιλαμβάνει ολόκληρη τη ζωή ενός βορειοαμερικανού πολίτη. Επιβεβαιώνει κατά πόσο πληρώνονται εγκαίρως οι δόσεις ενός δανείου και ότι είναι επαρκώς αξιόπιστος για δανειοδότηση.

Σε αυτόν τον φάκελο, που αρχικά συμβουλεύονταν μόνο οι τράπεζες για τη χορήγηση στεγαστικών δανείων, τώρα μπορεί να έχει πρόσβαση ένας έμπορος, ένας ασφαλιστής, ένας ιδιοκτήτης ενός ακινήτου προς ενοικίαση ή ακόμα και ένας πιθανός εργοδότης. Μια καλή κατάταξη είναι πηγή περηφάνειας. Εμφανίζεται ακόμα και στα site ηλεκτρονικών γνωριμιών και με βάση αυτό κάποιος κρίνει το κατά πόσο η οικονομική κατάσταση του συνομιλητή του είναι επαρκώς καλή, ώστε να συνεχίσει τη συζήτηση μαζί του (11). Αρκεί μία και μόνο καθυστερημένη εκτέλεση πληρωμής για να επηρεάσει αυτόν τον αριθμό∙ αν τα προβλήματα αυξηθούν, κατακρημνίζεται και τότε οι τράπεζες έχουν το δικαίωμα να αυξήσουν τους τόκους τους.

Το χειρότερο είναι ο τραπεζικός αποκλεισμός εξαιτίας της αδυναμίας διατήρησης μιας αξιόπιστης κατάταξης: τότε γίνεται κανείς «πιστοληπτικά αόρατος» (credit invisible). Οι πόρτες κλείνουν∙ η ζωή γίνεται πιο ακριβή και πιο περίπλοκη. Σύμφωνα με μια έκθεση του Γραφείου Οικονομικής Προστασίας Καταναλωτή (Consumer Financial Protection Bureau, μια ομοσπονδιακή υπηρεσία), το 30% του πληθυσμού περιοχών χαμηλού εισοδήματος είναι αποκλεισμένο από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Σε εθνικό επίπεδο, αυτή η ατίμωση αγγίζει κυρίως τους αφροαμερικανούς και τους ισπανόφωνους: 15% ανάμεσά τους, ενώ στους λευκούς και τους ασιατικής καταγωγής το ποσοστό είναι 9% (12).

Ενώ η Ευρώπη πριμοδοτεί την αποταμίευση, η αμερικανική κοινωνία ενθαρρύνει τη λήψη δανείων (13). Η χρέωση των νοικοκυριών με δάνεια αυξάνεται διαρκώς. Το να μην έχεις κάποιο δάνειο είναι σημάδι κακής οικονομικής κατάστασης. Στην πραγματικότητα, κάθε σπίτι διαθέτει κατά μέσο όρο οκτώ πιστωτικές κάρτες και, σύμφωνα με το Urban Institute, το ποσό των καταναλωτικών δανείων αυξάνεται στα 15.000 δολάρια ανά οικογένεια.

Στο τέλος της δεκαετίας 1980, υπήρξε ένα γεγονός που ανέτρεψε υπόκωφα τις παλιές οικονομικές δομές (14): η απορρύθμιση των δικλείδων για την τοκογλυφία, δηλαδή η κατάργηση των πλαφόν των τραπεζικών επιτοκίων. Αυτό επέτρεψε σε ένα μεγάλο αριθμό Αμερικανών να έχουν πρόσβαση σε δανειοδότηση. Από την άλλη, οι τράπεζες απέκτησαν το δικαίωμα να ρυθμίζουν τα επιτόκιά τους σε πλήρη σχεδόν αδιαφάνεια. To ποσοστό ατομικών πτωχεύσεων εκτοξεύτηκε και τα καταναλωτικά δάνεια άγγιξαν επίπεδα που δεν υπήρξαν ξανά μετά τη Μεγάλη Ύφεση. «Είναι η μόνη βιομηχανία που μπορεί να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο» (15), κατήγγειλε το 2004 η Ελίζαμπεθ Γουόρεν (Elizabeth Warren). Αυτή η γυναίκα, που εκπροσωπεί την αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος, αφιέρωσε την καριέρα της στην καταγγελία των παραβιάσεων της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας. Βρίσκεται πίσω από τη δημιουργία του Γραφείου Οικονομικής Προστασίας Καταναλωτή (CFPB) το 2010, αμέσως μετά την κρίση. Δίδασκε επί μακρόν οικονομικό δίκαιο στο Χάρβαρντ. Προκειμένου να καταδείξει την αδιαφάνεια της τραπεζικής βιομηχανίας, λέει ότι και η ίδια αδυνατεί να υπολογίσει τους τόκους των δανείων που έχει συνάψει.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στη Le Monde diplomatique, Σεπτέμβριος 2015.

Για τον συγγραφέα
Ο Maxime Robin είναι freelance δημοσιογράφος με έδρα τη Νέα Υόρκη. Τα ενημερωτικά μέσα για τα οποία εργάζεται είναι: Le Journal du Dimanche, Europe 1 Radio, Le Monde Diplomatique, Society Magazine, Marie-Claire, VSD, Le Soir (Belgium), Capital, Alibi, Les Inrocks.
Μετάφραση: Β. Κωνσταντοπούλου

(1) «The cumulative costs of predatory practices», Center for Responsible Lending, Durham, Ιούνιος 2015.
(2) Serge Halimi, «Pauvreté à l’américaine dans l’autre Californie», Le Monde diplomatique, Σεπτέμβριος 1988.
(3) David Caplovitz, The Poor Pay More: Consumer Practices of Low-Income Families, Free Press, Νέα Υόρκη, 1967.
(4) DeNeen L. Brown, «Τhe high cost of poverty: Why the poor pay more», The Washington Post, 18 Μαΐου 2009.
(5) «Largest auto insurers frequently higher premiums to safe drivers than to those responsible for accidents», Consumer Federation of America, Washington, DC, 28 Ιανουαρίου 2013.
(6) DeNeen L. Brown, «Τhe high cost of poverty», ό.π.
(7) Rachel L. Swarns, «For a worker with little time between 3 jobs, a nap has fatal consequences», The New York Times, 28 Σεπτεμβρίου 2014.
(8) Russel D. Kashian, Ran Tao, Claudia Perez-Valdez, «Banking the unbanked: Bank deserts in the United States», University of Wisconsin, Madison, 2015.
(9) Lisa Servon, «The high cost, for the poor, of using a bank», The New Yorker, 9 Οκτωβρίου 2013.
(10) «Graphic: Checking account risks at a glance», The Pew Charitable Trust, Philadelphia, 2011.
(11) «Where good credit is sexy!!», www.credits-coredating.com
(12) «Data point: credit invisibles», Consumer Financial Protection Bureau, Μάιος 2015, www.consumerfinance.gov
(13) Christopher Newfield, «La dette étudiante, une bombe à retardement», Le Monde diplomatique, Σεπτέμβριος 2012.
(14) Οι νόμοι για την αμερικάνικη τοκογλυφία βασίζονται στο αγγλικό κοινό δίκαιο (common law). Βλ. Steven Mercatante, «The deregulation of usury ceilings, rise of easy credit, and increasing consumer debt», South Dakota Law Review, Vermillion, 2008.
(15) «Frontline», PBS, 23 Νοεμβρίου 2004.
(16) Στο ίδιο.