Παρά τις εκατέρωθεν δηλώσεις, στις οποίες κάθε πλευρά έσπευσε να επιβεβαιώσει τη βούληση επαναπροσέγγισης και την προσήλωση σε μια «στρατηγική συνεργασία», τόσο η Μόσχα όσο και η Άγκυρα θα πρέπει να διαβούν μεγάλη απόσταση ακόμη, ώστε να γίνει λόγος για έναν πραγματικό επανακαθορισμό της στρατηγικής τους συνεργασίας.
του Βίκτωρα Χρηστίδη
Λίγοι αναλυτές θα μπορούσαν να προβλέψουν ότι μερικούς μήνες μετά από την κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους στα σύνορα Συρίας-Τουρκίας, τον Νοέμβριο του προηγούμενου έτους, και την ρήξη που επήλθε στις σχέσεις Μόσχας-Άγκυρας, οι οποίες έφθασαν σε ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα από το 1991, θα υπήρχαν οι προϋποθέσεις για επαναπροσέγγιση με ταχείς ρυθμούς.
Η Τουρκία βέβαια, αν και μέλος του ΝΑΤΟ, δεν διακατέχεται από τα αντι-ρωσικά αισθήματα κυβερνήσεων της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ η Ρωσία ήταν από τους πιο σημαντικούς εμπορικούς εταίρους της Τουρκίας, με όγκο εμπορικών συναλλαγών πάνω από το 20 δισ. δολάρια, ένα ποσό που υπερβαίνουν μόνο και οι 27 χώρες της ΕΕ μαζί.
Ερντογάν και Πούτιν έχουν πολύ δρόμο ακόμη να διανύσουν
Στις 7 Ιουλίου, λίγες μέρες πριν την απόπειρα πραξικοπήματος, το -όχι και τόσο φιλορωσικό- Αμερικάνικο Ίδρυμα Jamestown, στo πλαίσιo μελετών του για την περιοχή της Ευρασίας, δημοσίευσε ένα άρθρο σχετικά με την αλλαγή στις σχέσεις Ρωσίας και Τουρκίας. Σε αυτό αναφέρεται ότι «το τέλος του εξαετούς αδιεξόδου μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας, που ανακοινώθηκε στις 27 Ιουνίου, έφερε και μία ακόμα σημαντική αλλαγή. Μόλις εφτά μήνες από το έναρξη της κρίσης με την Ρωσία, ένα δεύτερο γράμμα από την τουρκική ηγεσία εστάλη στο Κρεμλίνο (το πρώτο στις αρχές Ιούνη), ανοίγοντας έναν δρόμο για την αποκατάσταση των σχέσεων των δύο χωρών». «Συγκεφαλαιώνοντας», τονίζεται στο ίδιο άρθρο, «μέχρι να πραγματοποιηθεί μια συνάντηση σε επίπεδο προέδρων των δύο χώρων, κάτι που θα φανεί τους επόμενους μήνες, είναι πρόωρο να μιλήσουμε για επιστροφή στις ημέρες της στενούς συνεργασίας».
Αυτό όμως που δεν προέβλεψε ο συντάκτης του άρθρου ήταν η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος και η πολιτική που επέλεξε ο Ερντογάν. Ο ρυθμός της αποκατάστασης των σχέσεων ίσως να είναι ταχύτερος μετά και την επίσκεψη Ερντογάν στην Ρωσία, στις 9 Αυγούστου.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την επίσκεψη Ερντογάν στην Αγία Πετρούπολη και την συνάντηση με τον Πούτιν, θα πρέπει να εστιάσουμε στο εξής σημείο.
Παρά τις εκατέρωθεν δηλώσεις, στις οποίες κάθε πλευρά έσπευσε να επιβεβαιώσει τη βούληση επαναπροσέγγισης και την προσήλωση σε μια «στρατηγική συνεργασία», τόσο η Μόσχα όσο και η Άγκυρα θα πρέπει να διαβούν μεγάλη απόσταση ακόμη, ώστε να γίνει λόγος για έναν πραγματικό επανακαθορισμό της στρατηγικής τους συνεργασίας.
Κατά την συνάντησή τους, ο ρώσος πρόεδρος υπογράμμισε την κοινή βούληση της χώρας του και της Τουρκίας να «αποκαταστήσουν τον διάλογο και τις σχέσεις τους», ενώ ο τούρκος πρόεδρος υπογράμμισε ότι οι τουρκο-ρωσικές σχέσεις εισέρχονται σε μια «πολύ διαφορετική περίοδο» και ότι η αλληλεγγύη ανάμεσα στις δύο χώρες θα βοηθήσει στην επίλυση περιφερειακών προβλημάτων. Οι δηλώσεις αυτές είναι ενδεικτικές της πορείας προς την επαναχάραξη της «στρατηγικής συνεργασίας».
Η Συρία παραμένει το μεγάλο αγκάθι
Εκτός από το ζήτημα της Κριμαίας και τους «Τατάρους» της περιοχής, καθώς και τις σχέσεις στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ —υπενθυμίζεται ότι ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών δήλωσε σχετικά ότι «είναι καλό το ότι υπάρχει πάλι μια προσέγγιση. Ταυτόχρονα δεν πιστεύω ότι η σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών θα κινηθούν σε τόσο στενό επίπεδο ούτως ώστε η Ρωσία να προσφέρει στην Τουρκία μια εναλλακτική της Συμμαχίας Ασφαλείας του ΝΑΤΟ»— το μεγαλύτερο αγκάθι στις σχέσεις των δύο χωρών δεν είναι άλλο από τη Συρία και το μέλλον του προέδρου Άσαντ, καθώς και την ενισχυμένη στρατιωτική παρουσία του ρωσικού στόλου στην περιοχή.
Στη δεδομένη χρονική στιγμή, δεν είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν πιέσεις για σύγκλιση. Μόνο εφόσον υπάρξουν πολύ σοβαρές πιέσεις από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, θα μπορούσε ενδεχομένως να υπάρξει μια κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση.
Η Άγκυρα άλλωστε, έχει στρατηγικά συμφέροντα τα οποία εκτός από το μέλλον του Άσαντ περιλαμβάνουν και τον κουρδικό πληθυσμό. Για τη Ρωσία, το σημαντικότερο ζήτημα είναι να αποκατασταθεί το κλίμα μετά την κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους —μεταξύ άλλων και στο εσωτερικό πεδίο, αφού η κοινή γνώμη είχε ήδη βομβαρδιστεί με ουκ ολίγα δημοσιεύματα και δηλώσεις κατά της Τουρκίας— και ενδεχομένως να υπάρξει μια επαναφορά του πολιτικού διαλόγου. Εξίσου σημαντικός παράγοντας είναι η οικονομική συνεργασία, ειδικά στον τουρισμό, όπου η προσέγγιση με τη Μόσχα θα επιδράσει θετικά στην τουρκική οικονομία, ειδικά στον τουρισμό που έχει δεχθεί σοβαρά πλήγματα από τις τρομοκρατικές ενέργειες, την απόπειρα πραξικοπήματος αλλά και την ίδια την επιδείνωση των σχέσεων Κρεμλίνου-Τουρκίας.
Η οικονομία στο επίκεντρο
Στη Ρωσία, η εξάρτηση από τον ενεργειακό τομέα, σε συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, έχουν δημιουργήσει υφεσιακές δυναμικές, ενώ αν συνυπολογιστεί και το κόστος από τις κυρώσεις, το μέλλον δεν φαίνεται ιδιαίτερα αισιόδοξο. Στον αντίποδα βέβαια των προβλέψεων αρκετών αναλυτών ότι η οικονομική κατάσταση θα αποτελούσε πλήγμα στην δημοτικότητα του ρώσου προέδρου, η πολιτική που ακολούθησε ο Πούτιν στην Ουκρανία και ειδικά στην Κριμαία ενίσχυσαν, όπως φάνηκε, το προφίλ του.
Στην Τουρκία από την άλλη, οι κρατήσεις σε τουριστικά θέρετρα στη Μικρά Ασία μειώθηκαν δραματικά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος. Στην περίπτωση που η δυσχερής αυτή κατάσταση συνεχιστεί —και με την εξέλιξη των συνομιλιών με την ΕΕ να παραμένει σε ένα μεγάλο βαθμό αδιευκρίνιστη— είναι πιθανόν η Άγκυρα να βρεθεί σύντομα αντιμέτωπη με οικονομικές δυσκολίες.
Η αποκατάσταση της συνεργασίας στον οικονομικό τομέα ήταν επομένως και το σημαντικότερο αποτέλεσμα της συνάντησης, γεγονός που δεν είναι άνευ ουσίας, αν ληφθεί υπόψη ότι και οι δύο πλευρές «βάλλονται» από τις ΗΠΑ και την ΕΕ.
Στον ενεργειακό τομέα, ωστόσο, οποιαδήποτε συζήτηση για κάποιον αγωγό προς Ευρώπη στα πρότυπα του Νότιου Διαδρόμου δεν θα πρέπει να θεωρείται ιδιαίτερα ρεαλιστική, αφού σε αυτό το θέμα η Κομισιόν έχει τον τελευταίο λόγο.
Σε κάθε περίπτωση, από μόνο του το ταξίδι του τούρκου προέδρου κρίνεται ως πολύ σημαντικό ακόμα και σε ένα συμβολικό επίπεδο.
Ένα σχόλιο για ΗΠΑ και ΕΕ
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ άντλησαν κάποιο όφελος από την κρίση στις σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας. Μετά την επαναπροσέγγιση όμως των δύο χωρών, θα έχουν να «αντιμετωπίσουν» εκτός από την Ρωσία και την Τουρκία, ιδιαίτερα στα ζητήματα που σχετίζονται με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και το προσφυγικό (υπό μια ευρεία προσέγγιση που αφορά και την πολιτική στην Συρία). Το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών και η νέα προεδρία στον Λευκό Οίκο θα αποτελέσουν καθοριστικό παράγοντα στις εξελίξεις, αλλά ήδη ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ αναμένεται να επισκεφτεί την Τουρκία στις 24 Αυγούστου. Πρόκειται για μια κίνηση που δείχνει την ανησυχία της Ουάσινγκτον για την πορεία της συνεργασίας με την Τουρκία, καθώς και για την επαναπροσέγγιση της Άγκυρας με τη Μόσχα.
Αλλά και στο προσφυγικό, ευρωπαίοι αξιωματούχοι προειδοποιούν για τις συνέπειες. Σε όλα τα παραπάνω πεδία ο ρόλος της Τουρκίας ήταν καταλυτικός. Σε παλαιότερο άρθρο της, η γερμανική FAZ ανέφερε με αυστηρό ύφος πως «ο Ερντογάν επιζητά τη ρήξη με την Ευρώπη και την προσέγγιση με τη Ρωσία. Η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό κρέμεται από μια κλωστή και κύριο αίτιο αποτελεί το γεγονός ότι ο Ερντογάν δεν παίρνει την πολυπόθητη απελευθέρωση της βίζας υπό τους δικούς του όρους. Καλώς όμως η Ευρώπη εμμένει στους δικούς της όρους, καθώς, όπως αποδεικνύεται τις τελευταίες μέρες, για τον Ερντογάν, όποιος έχει διαφορετική άποψη από τον ίδιο είναι “τρομοκράτης”». Ας σημειωθεί πάντως για άλλη μια φορά ότι το πλαίσιο που η επαναπροσέγγιση Μόσχας-Άγκυρας θα προσδιορίσει την πολιτική στη Συρία είναι άγνωστο ακόμα.
Με δεδομένη την κατάσταση στις σχέσεις της Ρωσίας με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, το μέλλον φαίνεται μάλλον περίπλοκο. Οι διαφορές με την Ρωσία δεν αφορούν μόνο την Ουκρανία, αλλά ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη και την περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας.
Σύμφωνα μάλιστα με μια ανάλυση του Φινλανδικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, υπάρχει μια δυναμική ρίσκου στην περιοχή της Βαλτικής. «Η Ρωσία έχει επιλέξει μια απομονωτική και συνεχώς αυξανόμενη επιθετική στάση απέναντι στην Δύση», αναφέρει το Ινστιτούτο, δίνοντας ένα στίγμα για την άποψη δυτικών αναλυτών. Αντίστοιχα, στο γερμανικό περιοδικό Spiegel, ανάλυση του Matthias Gebauer αναφερόταν στην προσέγγιση του Ερντογάν με τον Πούτιν, σημειώνοντας τα εξής: «Η επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία είναι σημαντική για τον Ερντογάν, ο οποίος χρειάζεται θετικά μηνύματα για την οικονομία μετά την οικονομική αστάθεια που προκάλεσε η απόπειρα πραξικοπήματος.
Μετά την άρση των ρωσικών κυρώσεων τον Ιούνιο, οι δύο χώρες θέλουν τώρα να επανεκκινήσουν το σχέδιο του αγωγού Turkish Stream. Επιπλέον, η τουρκική κυβέρνηση ελπίζει στην αναζωογόνηση του τουρισμού από τη Ρωσία. Στο μεταξύ, το ΝΑΤΟ παρακολουθεί με καχυποψία αυτή τη στροφή, έχοντας μάλιστα χαρακτηρίσει τη Ρωσία και τον πρόεδρό της ως μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις ασφαλείας […] Στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ, τα σημαντικότερα μέλη έχουν συμφωνήσει να μην χρησιμοποιήσουν τη συμμαχία για να ασκήσουν κριτική στις πρακτικές του Ερντογάν μετά το πραξικόπημα για να μην πληγεί η στρατιωτική συνεργασία. Φαίνεται πως και σε αυτή την περίπτωση ο Ερντογάν είναι σε θέση ισχύος».
Η Ελλάδα και η περίπτωση της Ιταλίας
Στη θέση ενός σχολίου για την Ελλάδα, θα άξιζε ίσως να αναφερθεί κανείς στην περίπτωση της Ιταλίας, η οποία είναι χαρακτηριστική. Η Ιταλία —μαζί με τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ισπανία— αποτελούσε για πολλά χρόνια έναν από τους στρατηγικούς εταίρους της Ρωσίας και μια από τις χώρες που έχουν τις πιο στενές εμπορικές σχέσεις με τη Μόσχα εντός ΕΕ.
Να σημειωθεί ότι κατά την διάρκεια της κρίσης με το ΝΑΤΟ το 2008, με αφορμή τη Γεωργία, η Ιταλία ήταν από τις χώρες που υποστήριξαν την επαναφορά των επίσημων σχέσεων μεταξύ της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και της Ρωσίας, καθώς και την έναρξη των διαπραγματεύσεων για μια νέα Συνθήκη μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας.
Να υπογραμμιστεί, επίσης, ότι η Ιταλία έχει σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στον ενεργειακό τομέα με την ιταλική εταιρεία ENI. Η κρίση στην Ουκρανία έδειξε ωστόσο τα όρια της ιταλικής προσέγγισης, καθώς οι κυρώσεις προς την Ρωσία δεν άφησαν παρά ελάχιστα περιθώρια ελιγμών.