Η Τουρκία βρίσκεται στο επίκεντρο της επικαιρότητας το τελευταίο διάστημα κι όχι άδικα. Οι εξελίξεις στη γειτονική χώρα δεν αφορούν μονάχα τα πεπραγμένα και τις διαθέσεις ενός «Σουλτάνου», ούτε είναι απλά ένα καπρίτσιο μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας για χάρη ενός πάστορα.
του Αλέξανδρου Ζαχιώτη
Αντίθετα, η συγκυρία στη γειτονική χώρα αποτελεί το σημείο τομής δύο κρίσεων που εξελίσσονται ξεχωριστά: της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης από τη μία και της γεωπολιτικής κρίσης από την άλλη. Για να κατανοήσουμε το πώς αυτές οι δύο κρίσεις τέμνονται στην περίπτωση της Τουρκίας οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την τελευταία, αφενός ως ένα τυπικό παράδειγμα «αναδυόμενης οικονομίας», αφετέρου ως έναν πολιτικό/στρατιωτικό παίκτη στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, σε μια περίοδο αστάθειας κι αναδιαπραγμάτευσης του συσχετισμού δύναμης στην περιοχή.
Ως αναδυόμενη οικονομία λοιπόν, η Τουρκία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια κρίση χρέους και μια επαπειλούμενη βίαιη κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία σχετίζεται με το μοντέλο ανάπτυξης που υιοθετήθηκε τα τελευταία χρόνια, βασισμένο στο φτηνό δανεισμό, τα μεγάλα κατασκευαστικά πρότζεκτ και τη μεγέθυνση της αγοράς ακινήτων[1], χωρίς την ίδια στιγμή να αμβλύνονται χρόνια προβλήματα όπως η διαφθορά, ο νεποτισμός και η παρα-οικονομία. Η επιλογή του Ερντογάν, αμέσως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, να εντείνει την πολιτική του φτηνού χρήματος με στόχο τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής μέσω συντήρησης των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης (την ίδια στιγμή που ο αυταρχισμός έπαιρνε την ανιούσα), απλώς έκανε τα πράγματα χειρότερα.
Σημειώνεται, ότι η κρίση χρέους έχει αρχικά την αιτία της σε κάτι που δεν αφορά μονάχα την Τουρκία. Συγκεκριμένα, σχετίζεται άμεσα με το επικείμενο τέλος της χαλαρής νομισματικής πολιτικής που ακολούθησαν για αρκετά χρόνια[2], τόσο η Κεντρική Τράπεζα της Αμερικής (FED), όσο και η ΕΚΤ. Μια τέτοια επιστροφή των ΗΠΑ και της ΕΕ στην «κανονικότητα» αναμένεται να ισχυροποιήσει ακόμα περισσότερο το δολάριο και το ευρώ έναντι των άλλων νομισμάτων και οι αναδυόμενες οικονομίες, οι μεγάλοι ρυθμοί ανάπτυξης των οποίων βασίστηκαν στις εισροές κεφαλαίου από τα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κέντρα (ΗΠΑ, Ευρώπη) την περίοδο της «ποσοτικής χαλάρωσης» και των χαμηλών επιτοκίων, θα είναι οι πρώτες που θα νιώσουν έντονα αυτή την αλλαγή: αφενός τα χρέη κράτους κι επιχειρήσεων που βρίσκονται σε ξένο νόμισμα θα μεγεθυνθούν εν μια νυκτί, αφετέρου η παροχή ρευστότητας με τους προηγούμενους όρους θα διακοπεί. Σε αυτό το σημείο βρίσκεται τώρα η Τουρκία.
Παράλληλα, παρά την επίτευξη εντυπωσιακών ρυθμών ανάπτυξης, η Τουρκία δεν είναι η εξαγωγική δύναμη που θα νόμιζε κανείς. Ναι μεν οι ξένες άμεσες επενδύσεις πραγματοποίησαν άλμα τα χρόνια μετά την έξοδο της Τουρκίας από το μνημόνιο με το ΔΝΤ, πίσω στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, όμως η τάση αυτή δε μεταφράστηκε σε μεγέθυνση της παραγωγικής βάσης της Τουρκίας με κύριο στόχο τις εξαγωγές.
Αυτό αποτυπώνεται και στο εμπορικό έλλειμμα που διαχρονικά παρουσιάζει η οικονομία της. Η μείωση του ελλείματος αυτού το τελευταίο διάστημα, μάλιστα, δεν οφείλεται τόσο στην αύξηση των εξαγωγών λόγω υποτίμησης της λίρας, όσο στη μείωση των εισαγωγών για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
Τέλος, η εξάρτηση της τούρκικης οικονομίας, τόσο από τις αγορές όσο και από τις ξένες άμεσες επενδύσεις, γίνεται ακόμα πιο έντονη αν συνυπολογίσουμε την έλλειψη δικών της ενεργειακών πόρων, που σε τέτοιες συνθήκες πίεσης θα προσέφεραν μια ανεξαρτησία κι ένα καταφύγιο.
Το ενεργειακό ζήτημα για την Τουρκία είναι πρωταρχικής σημασίας, όπως άλλωστε φανερώνει τόσο η διαρκής εμπλοκή της στην Κυπριακή ΑΟΖ, όσο και η προσέγγιση με τη Ρωσία, όπου το ενεργειακό είναι εξίσου σημαντικό με το τι μέλλει γενέσθαι στη Συρία.
Η αναδιαπραγμάτευση των ισορροπιών
Το τελευταίο σημείο μας φέρνει κοντά στο δεύτερο σκέλος της παρούσας κρίσης, δηλαδή την αναδιαπραγμάτευση των ισορροπιών στη Μέση Ανατολή, υπό το φως της παρακμάζουσας Αμερικανικής ηγεμονίας. Ας σταθούμε λίγο παραπάνω σε αυτό, κάνοντας μια παρένθεση: η κρίση ηγεμονίας των ΗΠΑ σχετίζεται με την αδυναμία της να συνεχίσει να κάνει αυτό που έκανε καθόλη την περίοδο μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, να αντικαθιστά δηλαδή κυβερνήσεις που αντίκεινται στα συμφέροντά της (ακόμα κι αν μέχρι πριν λίγο καιρό τα εξυπηρετούσαν) με άλλες, οι οποίες, με λειτουργικό αν όχι απαραίτητα δημοκρατικό τρόπο, θα τα εξυπηρετήσουν.
Στα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, πρώτα με το Ιράκ κι έπειτα με Λιβύη, έδειξε ότι μπορεί να ανατρέπει καθεστώτα αλλά όχι να διαμορφώνει μια διάδοχη κατάσταση σύμφωνα με τα συμφέροντά της. Με τη Συρία, πολύ περισσότερο, φάνηκε ότι δεν μπορεί καν να ανατρέπει καθεστώτα, ενώ το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για το αποτυχημένο πραξικόπημα το καλοκαίρι του ’16 στην Τουρκία.
Είναι εντός αυτού του πλαισίου που η ένταση στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας μπορεί να γίνει αντιληπτή σε όλες της τις προεκτάσεις: με την ηγετική ικανότητα των ΗΠΑ να βαίνει διαρκώς μειούμενη (τάση που δε δημιουργήθηκε με τον Τραμπ, αλλά εντείνεται απ’ αυτόν), θα πρέπει να αναμένουμε αφενός την εντεινόμενη χρήση από μεριάς τους μέσων πίεσης όπως ο οικονομικός πόλεμος, σε βάρος χωρών που τυπικά θα θεωρούνταν φίλιες δυνάμεις, αφετέρου τη δημιουργία «απίθανων» συμμαχιών όπως αυτή ανάμεσα σε Ρωσία, Τουρκία και Ιράν, συμμαχίες που όσο αταίριαστες και ασταθείς αν είναι, καταφέρνουν και αποκτούν πρωταγωνιστικό ρόλο, αφήνοντας τις ΗΠΑ στο ρόλο του ακόλουθου των εξελίξεων.
Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία είναι πολύ μεγάλη και σημαντική, είτε για να γίνει ένα «Ιράν της Μεσογείου», να μετατραπεί δηλαδή από πυλώνας σταθερότητας για τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή σε νο1 εχθρό, είτε, πολύ περισσότερο, να μετατραπεί σε failed state, όπου μια οικονομική χρεοκοπία θα γίνει το έδαφος για μια πολιτική αποσταθεροποίηση, που ενδεχομένως θα επιφέρει και την εκτόνωση των «συμπιεσμένων» τζιχαντιστών από τη Συρία στην Τουρκία.
Και τα δύο σενάρια μοιάζουν κάπως μακρινά και σίγουρα απευκταία για τη Δύση, εξ ου και η απειλή πραγματοποίησής τους είναι αρκετή για να ανησυχήσει τουλάχιστον την Ε.Ε. για την ώρα. Από την άλλη, οι δεσμοί της Τουρκίας με τη Δύση είναι πολύ πιο ισχυροί απ’ όσο αφήνει να εννοηθεί η ρητορική για στροφή στην Ανατολή, ενώ στο στρατιωτικό κομμάτι τα χέρια του Ερντογάν είναι πολύ περισσότερα δεμένα απ’ ότι ο ίδιος θα ήθελε[3].
Καταλήγοντας, η κρίση στην Τουρκία είναι πολύπλευρη και με πολλές προεκτάσεις κι αυτό σημαίνει ότι ένας λιγότερο ή περισσότερο συγκεκριμένος οδικός χάρτης εξόδου απ’ αυτήν είναι μάλλον αδύνατο να χαραχτεί για την ώρα. Τα τελευταία νέα δείχνουν αφενός μια προσπάθεια της Τουρκικής κυβέρνησης να προσεγγίσει την Ε.Ε., μέρος της οποίας είναι και η απελευθέρωση των Ελλήνων στρατιωτικών, ποντάροντας στο γεγονός ότι σε αρκετά ζητήματα το τελευταίο διάστημα έχει υπάρξει απόκλιση απόψεων και στρατηγικών μεταξύ Ε.Ε. και Η.Π.Α. (βλ. πυρηνική συμφωνία Ιράν, οικονομικός πόλεμος κλπ.). Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι επαφές με την Κίνα, η εξασφάλιση βοήθειας από το Κατάρ και βέβαια το επικείμενο ραντεβού με το Ρώσο πρόεδρο Πούτιν. Ο Ερντογάν προσπαθεί να φτιάξει μια εικόνα όπου ο απομονωμένος δε θα είναι ο ίδιος, αλλά ο Αμερικάνος πρόεδρος και στο πλαίσιο του εξελισσόμενου εμπορικού πολέμου των ΗΠΑ εναντίον όλων, έχει ελπίδες να το καταφέρει.
Στον αντίποδα, μάλλον βέβαιη πρέπει να θεωρηθεί και η υποταγή της κυβέρνησης Ερντογάν στα αιτήματα των αγορών, αρχικά με την επιβεβαίωση της ανεξαρτησίας της Τουρκικής κεντρικής τράπεζας και σε δεύτερο χρόνο με την επιβολή λιτότητας στο εσωτερικό με στόχο τον κατευνασμό των αγορών. Η προσφυγή στο ΔΝΤ έχει ένα συμβολικό βάρος, ώστε ο Ερντογάν να θέλει με κάθε τρόπο να την αποφύγει, ωστόσο οι πολιτικές του ΔΝΤ κατά πάσα πιθανότητα θα εφαρμοστούν είτε με το Ταμείο παρόν είτε όχι[4]. Η υποτίμηση της λίρας μπορεί να ανασχεθεί, αλλά με την προϋπόθεση ότι θα μετατραπεί σε εσωτερική υποτίμηση, δηλαδή συμπίεση των εισοδημάτων, λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων, στο εσωτερικό.
Αν μη τι άλλο, η περίπτωση της Τουρκίας δείχνει ότι ο καπιταλισμός καθόλου δεν είναι ασύμβατος με τον αυταρχισμό α λα Ερντογάν. Ίσα ίσα. Αρκεί αυτός ο αυταρχισμός να στρέφεται ενάντια στο λαό κι όχι ενάντια στις αγορές. Το ότι η «ελευθερία» των τελευταίων, ζυγίζει πολύ περισσότερο απ’ ότι η ελευθερία του Τύπου ή των πολιτικών κρατουμένων της αντιπολίτευσης, είναι αν μη τι άλλο κι αυτό σύμπτωμα της βαθιά κρισιακής κατάστασης του ίδιου του καπιταλισμού που πάλι δεν αφορά μονάχα την Τουρκία. Αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
[1] https://thenextrecession.wordpress.com/2018/08/11/turkey-total-meltdown/
[2] Για τη σύνδεση των δύο, δες πιο αναλυτικά εδώ
[3] https://www.al-monitor.com/pulse/originals/2018/07/turkey-russia-iran-meet-sochi.html
[4] https://www.naftemporiki.gr/finance/story/1382178/tourkos-ypoik-litotita-alla-xoris-dnt-kai-capital-controls