Η έννοια του γαλλικού φεμινισμού είναι έντονα συνδεδεμένη με φιλοσόφους όπως η Σιμόν ντε Μποβουάρ και η Ελέν Σιξού [Hélène Cixous], καθώς και με εικόνες από πλήθη γυναικών που διαδηλώνουν στην πορεία της ιστορίας της χώρας, από τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι τον Μάη του 1968. Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Γυναικών, στα τέλη του 18ου αιώνα, αποτελεί ένα πρώιμο φωτεινό παράδειγμα του μαζικού αγώνα των γυναικών της Γαλλίας να αντισταθούν στη σιωπή που τους επιφύλασσε η αυταπάτη περί οικουμενικότητας των ανδρών συναγωνιστών τους. Ακόμα και το σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης για «ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα» θέτει το πλαίσιο –τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο– για ένα ευρύτερο κίνημα προς την ελευθερία όλων.
Της Malia Bouattia
Mετάφραση: Συντακτική ομάδα pass–world.gr
Παρ’ όλα αυτά, δίπλα σε αυτό το ένδοξο παρελθόν και στις ευρείες πολιτικές δυνατότητες που ανοίγει (τις οποίες αντιπροσώπευσε με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο η επανάσταση των σκλάβων στην Αϊτή), η περιγραφή του γαλλικού φεμινισμού και της πολιτικής κληρονομιάς του δεν περιλαμβάνει συνήθως τη διερεύνηση των ιμπεριαλιστικών και ρατσιστικών πρακτικών που χαρακτήρισαν ορισμένες εκφράσεις του, ειδικά στις πρώην αποικίες της Γαλλίας. Η μεταχείριση που επιφύλαξε η Γαλλία στις γυναίκες της Αλγερίας, κατά τη διάρκεια των 132 χρόνων της αποικιοκρατίας, δίνει μια εικόνα για τις πολιτικές αποτυχίες που διαμόρφωσαν τον πολιτικό λόγο περί απελευθέρωσης των γυναικών στη χώρα.
Όχι ένας, αλλά πολλοί φεμινισμοί
Φυσικά, υπάρχουν πολλές διαφορετικές μορφές φεμινιστικής σκέψης και πρακτικής στη Γαλλία, και δεν θα έπρεπε να συγχέουμε τις καταπιεστικές πρακτικές και αποτυχίες του γαλλικού κράτους, ή ατόμων και ομάδων που λειτουργούν ως προέκτασή του, με τον φεμινισμό ευρύτερα. Με αυτό ως δεδομένο, χρειάζεται ωστόσο να εξετάσουμε προσεκτικά την κρυφή πλευρά του προτάγματος της Γαλλικής Δημοκρατίας για «απελευθέρωση» των μουσουλμάνων γυναικών ή γυναικών άλλων πολιτισμών, προκειμένου να κατανοήσουμε τη σύγχρονη γαλλική πολιτική και τη διαρκή επίθεση στα σώματα, το δικαίωμα επιλογής και τη θρησκευτική ελευθερία αυτών των γυναικών.
Το επιχείρημα της απελευθέρωσης των γυναικών έγινε καθοριστικό στοιχείο της «εκπολιτιστικής αποστολής» της Γαλλίας, μέσω της οποίας δικαιολογούσε την παρουσία της στον παγκόσμιο Νότο και την επιθετική επιβολή των «γαλλικών αξιών» στον εξουσιαζόμενο αποικιοκρατούμενο πληθυσμό.
Αυτή η αποστολή –όχι πολύ διαφορετική από «το χρέος του λευκού ανθρώπου» του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ [1]– χρησιμοποιήθηκε ως μέσο δικαιολόγησης για τις εξορύξεις φυσικών πόρων, την κλοπή της γης και την υπερ-εκμετάλλευση της εργασίας του γηγενούς πληθυσμού. Επέβαλε ένα σχολικό σύστημα βασισμένο αποκλειστικά στη γαλλική γλώσσα, το οποίο δίδασκε την επίσημη ιστορία, τον πολιτισμό και τις αξίες της Γαλλίας, με το επιχείρημα ότι στοχεύει να βγάλει τους αποικιοκρατούμενους από το σκοτάδι στο φως. Η πιο παράλογη από τις μεθόδους αυτής της αποστολής έγινε θλιβερά γνωστή μέσα από τον τρόπο με τον οποίο οι πληθυσμοί από το Μάλι και το Βιετνάμ εξαναγκάζονταν να μάθουν για τους «προγόνους τους: τους Γαλάτες».
Κι ενώ πολλά μπορούν να ειπωθούν για το πόσο επικίνδυνο είναι να ισχυρίζεται κανείς ότι διδάσκει αυτούς τους πληθυσμούς ότι είναι επίσης παιδιά της επαναστατικής δημοκρατικής παράδοσης, ενώ στην ουσία επιχειρεί να τους καταστείλει, εξίσου σημαντικό είναι να εστιάσουμε στο πώς η ρητορική της απελευθέρωσης μπορεί να καταστεί ένα ισχυρό όπλο καταστολής.
Κι αυτό συνέβη με τις γυναίκες της Αλγερίας. Γαλλίδες δασκάλες και κρατικοί υπάλληλοι επιστρατεύτηκαν σε εκστρατείες απελευθέρωσης των Αλγερινών γυναικών από τα υποτιθέμενα δεσμά της παράδοσης, της θρησκείας και της αλγερίνικης πατριαρχίας – μια διαδικασία την οποία έχει έκτοτε περιγράψει η Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ [2], αν και σε διαφορετικό πλαίσιο, ως προσπάθεια «[λευκών ανδρών] να διασώσουν μελαψές γυναίκες από μελαψούς άνδρες». Οι Αλγερινές γυναίκες έγιναν το πεδίο μάχης στο οποίο το γαλλικό κράτος επιχείρησε να κατοχυρώσει την εξουσία του.
Η εκστρατεία «απελευθέρωσης» των Αλγερινών γυναικών περιστράφηκε γύρω από το θέμα της αφαίρεσης της μαντίλας.
Αφίσες εμφανίστηκαν στους δρόμους, που απεικόνιζαν μια Αλγερινή γυναίκα με την παραδοσιακή λευκή μαντίλα (haik) και δίπλα της μια γυναίκα χωρίς τη μαντίλα και με μακιγιάζ. Η αφίσα έγραφε: «Βγάλε τη μαντίλα! Είδες πόσο όμορφη είσαι;» Οι Αλγερινές γυναίκες καλούνταν επίσης να συμμετέχουν σε εκδηλώσεις αφαίρεσης και καύσης της μαντίλας τους, που τελούνταν σε δημόσιες πλατείες, ενώ ορισμένες Γαλλίδες επιτίθεντο στον δρόμο σε γυναίκες που φορούσαν μαντίλα, σε μια προσπάθεια να τις αναγκάσουν να «απελευθερωθούν».
Κατά ειρωνικό τρόπο, οι Αλγερινές γυναίκες έστρεψαν αυτά τα στερεότυπα εναντίον των αποικιοκρατικών δυνάμεων. Οι μαντιλοφορεμένες γυναίκες θεωρούνταν υποτακτικές και πολιτικά απαθείς, ενώ εκείνες που δεν φορούσαν μαντίλα και ήταν ντυμένες με δυτικά ρούχα εμφανίζονταν ως απελευθερωμένες εκπρόσωποι του γαλλικού κράτους μέσα στις γραμμές του εχθρού. Στην πραγματικότητα, και οι δύο κατηγορίες ενεπλάκησαν ενεργά στην παράνομη διακίνηση εγγράφων, όπλων και πληροφοριών για τον FLN (Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης) του αντιαποικιακού αγώνα της χώρας.
Αυτή η διαδικασία αποτυπώνεται εύστοχα στην ταινία «Η μάχη του Αλγερίου», καθώς και στο κείμενο του Φραντς Φανόν «Η Αλγερία χωρίς βέλο» [3]. Ο Φανόν καταγράφει πώς «οι Αλγερινές γυναίκες […] κατέκτησαν μια ιδιαίτερα σημαντική θέση στην επαναστατική δράση», μετατρέποντας την επιθυμία των αποικιοκρατών να «τους βγάλουν τη μαντίλα» σε έναν τρόπο να περνούν απαρατήρητες μέσα στην αποικιοκρατική κοινωνία.
Αντιπαραθέσεις και αντιφάσεις
Αυτές οι αντιπαραθέσεις δεν έχουν μόνο ιστορική σημασία. Ρίχνουν φως στη σύγχρονη θέση των γυναικών στη Γαλλία, καθώς και στη διπλή επίθεση που δέχονται τόσο από το κράτος, όσο και από ένα τμήμα του φεμινιστικού κινήματος.
Όταν το 2005, δύο μουσουλμάνες έφηβες, εβραϊκής καταγωγής που ασπάστηκαν το Ισλάμ, αποβλήθηκαν από το σχολείο τους επειδή φορούσαν το χιτζάμπ (τη μαντίλα γύρω από το κεφάλι και το πρόσωπο) –μια διαδικασία στην οποία πρωτοστάτησαν η δασκάλα και η διευθύντρια του σχολείου τους, που ήταν και οι δύο μέλη ριζοσπαστικών σοσιαλιστικών οργανώσεων– άνοιξε ένας εθνικός διάλογος για τη θέση και την ορατότητα των μουσουλμάνων γυναικών στη γαλλική κοινωνία.
Το γεγονός αυτό πυροδότησε μια σειρά εξελίξεων που οδήγησαν στην απαγόρευση του χιτζάμπ σε δημόσιες υπηρεσίες του γαλλικού κράτους, ενώ η μπούρκα –την οποία φορούν περίπου 300 γυναίκες σε όλη τη Γαλλία– κατέστη παράνομη. Ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτής της διαδικασίας είναι ο αποκλεισμός μουσουλμάνων γυναικών από το Πανεπιστήμιο, επειδή φορούσαν φούστες που το ίδρυμα έκρινε ως «πολύ μακριές» και άρα ισλαμικές. Η όλη υπόθεση υποστηρίχθηκε ενεργά από τμήματα της Γαλλικής Αριστεράς και φεμινιστικές οργανώσεις.
Η ολομέτωπη επίθεση από κρατικούς και αυτοαποκαλούμενους προοδευτικούς θεσμούς του γαλλικού κράτους πραγματοποιήθηκε με σύνθημα την απελευθέρωση των μουσουλμάνων γυναικών από τον πατριαρχικό έλεγχο. Δεν είχε σημασία το γεγονός ότι αυτές οι γυναίκες διαδήλωναν για το δικαίωμά τους να επιλέγουν οι ίδιες τα ρούχα και τις θρησκευτικές πρακτικές τους. Δεν είχε σημασία το γεγονός ότι η απαγόρευση ουσιαστικά οδήγησε πολλές μουσουλμάνες εκτός της δημόσιας σφαίρας. Ούτε είχε σημασία το ότι έπρεπε πλέον να διαλέξουν ανάμεσα στο δικαίωμά τους να μπουν στην ανώτατη εκπαίδευση υπό το ντροπιαστικό βλέμμα της Γαλλικής Δημοκρατίας και στον σεβασμό των θρησκευτικών πεποιθήσεών τους.
Πολλές σοσιαλίστριες, φεμινίστριες, ακτιβίστριες, ευαισθητοποιημένες πολίτες, Μουσουλμάνες ή μη, εναντιώθηκαν σε αυτή την επίθεση. Όταν γυναίκες με μαντίλα δέχτηκαν επίθεση κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων που έγιναν στη Γαλλία για την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, ευρείες συμμαχίες από όλη τη χώρα οργάνωσαν μια συλλογική απάντηση με σύνθημα «Μια 8η Μαρτίου για Όλες».
Όπως μια γενναία μειοψηφία στάθηκε με τον λαό της Αλγερίας απέναντι στη γαλλική αποικιοκρατία, μια γενναία και σημαντική μειοψηφία στέκεται σήμερα απέναντι στον κρατικό ρατσισμό και τη διάκριση. Το μάθημα παραμένει το ίδιο: η υπόσχεση του 1789 «ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα» εξαρτάται πάντοτε από την αλληλεγγύη από τα κάτω ενάντια στην κρατική βία από τα πάνω. Με τα λόγια ενός γνωστού αλγερίνικου επαναστατικού συνθήματος: «μόνο ένας ήρωας, ο λαός».
Σημειώσεις
[1] Γίνεται αναφορά στο ποίημα του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ «Το χρέος του λευκού ανθρώπου» [The white man’s burden] (1899), το οποίο θεωρείται μια απολογία του πολέμου των ΗΠΑ στις Φιλιππίνες [Σ.τ.Μ.]
[2] Αναφορά στο έργο της Ινδής θεωρητικού της μετα-αποικιακής και φεμινιστικής θεωρίας, Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ [Gayatri Chakravorty Spivak] και συγκεκριμένα στο βιβλίο της Can The Subaltern Speak? [Στα Ελληνικά, Μπορούν οι υποτελείς να ομιλούν;, μτφ. Χ. Κολύρη, Π. Τριστιμπίδας, Αθήνα: Επέκεινα, 2018]. [Σ.τ.Μ.]
[3] Πρόκειται για κεφάλαιο από το βιβλίο A Dying Colonialism του μαρτινικανού ψυχιάτρου και συγγραφέα Φραντς Φανόν, ο οποίος στρατεύτηκε στον αντι-αποκιακό αγώνα της Αλγερίας. To βιβλίο δημοσιεύτηκε αρχικά στα Γαλλικά, το 1959, με τίτλο L’ An V de la Révolution Algérienne [Σ.τ.Μ.].
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Red Pepper, στις 18 Μαρτίου 2019.
Διαβάστε επίσης:
“Τι είναι ο φεμινο-εθνικισμός;”
“Το ISIS και οι γυναίκες: Μια συνέντευξη με τη Rafia Zakaria”