Γιατί η Τουρκία είναι τόσο ανένδοτη απέναντι στο Κουρδικό;

Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από τα τουρκο-συριακά σύνορα εξακολουθεί να έχει σεισμικές επιπτώσεις όσον αφορά την κατάσταση στη βόρεια Συρία.


Του Recep Onursal

Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr


Αντιμέτωπες με την τουρκική εισβολή στη βόρεια Συρία, οι υπό κουρδική καθοδήγηση Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), που ελέγχουν την περιοχή, εξαναγκάστηκαν σε συμβιβασμούς.

Στις 13 Οκτωβρίου ανακοίνωσαν μια συμφωνία με τον συριακό στρατό, ο οποίος ξεκίνησε να προωθεί στρατεύματα προς το τουρκικό σύνορο. Στις 18 Οκτωβρίου, συμφωνήθηκε, με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ, μια πενθήμερη εκεχειρία, κατά την οποία η Τουρκία δεσμεύτηκε ότι θα σταματήσει τις επιθέσεις της, ώστε να μπορέσουν να αποσυρθούν οι κουρδικές δυνάμεις.

Για πολλούς, οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) αποδείχθηκαν το πιο αποτελεσματικό μέτωπο στη μάχη εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Η Τουρκία, ωστόσο, θεωρεί το SDF ένα παρακλάδι του PKK, το οποίο η ίδια, οι ΗΠΑ και η ΕΕ, περιγράφουν ως τρομοκρατική οργάνωση.

Ωστόσο, πίσω αυτό κρύβεται μια ολόκληρη ιστορία άρνησης της ίδιας της ύπαρξης του κουρδικού ζητήματος και των πολιτικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων του κουρδικού πληθυσμού.

Η κατανόηση αυτής της ιστορίας μπορεί να μας βοηθήσει να εξηγήσουμε για ποιο λόγο η διαμάχη για το κουρδικό είναι τόσο επίμονη και ποιες είναι οι επιπτώσεις που αυτή έχει στις επιλογές εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας.

Κανένας χώρος μέσα στο έθνος-κράτος

Το κουρδικό ζήτημα δεν μπορεί να γίνει κατανοητό αν δεν ληφθούν υπόψη οι παράμετροι της εξουσίας και του αποκλεισμού. Οι ρίζες του ανάγονται στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν οι Οθωμανοί επιχείρησαν να τερματίσουν την αυτονομία των πριγκιπάτων του Κουρδιστάν, η οποία ίσχυε επί 300 χρόνια.

Ο αγώνας για αυτονομία δεν επιλύθηκε κατά την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας και όταν αυτή κατέρρευσε, τα νέα έθνη-κράτη που αναδύθηκαν –η Τουρκία, η Συρία, το Ιράκ και το Ιράν– κληρονόμησαν το καθένα τη δική του κουρδική διαμάχη.

Οι Τούρκοι και οι Κούρδοι έδωσαν μαζί έναν επιτυχημένο πόλεμο ανεξαρτησίας το 1919, ενάντια στις Συμμαχικές Δυνάμεις. Παρ’ όλα αυτά, όταν εγκαθιδρύθηκε η νέα Δημοκρατία της Τουρκίας, το 1923, παρουσιάστηκε ως ενοποιητική της δύναμη η τουρκική ταυτότητα, εις βάρος των πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών διαφορών εντός της κοινωνίας.

Εν συνεχεία, η πολιτική εξουσία μεταφέρθηκε αποκλειστικά στην Άγκυρα, ενώ επιπλέον η κυριαρχία της εθνοτικής, τουρκικής και σουνιτικής πλειοψηφίας, έγινε ο κανόνας.

Η απόφαση να δημιουργηθεί ένα κεντροθετημένο και ομογενοποιημένο έθνος-κράτος επιβλήθηκε από τα πάνω και με βίαιο τρόπο. Οι ρίζες των πολύχρονων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν σήμερα οι τουρκικές και κουρδικές κοινότητες ξεκινούν από αυτή την απόφαση.

Πολλές κουρδικές ομάδες αμφισβήτησαν αυτή τη νέα κοινωνική και πολιτική τάξη, με διαφορετικές εξεγέρσεις, μαζικές αντιδράσεις και αντίσταση, αλλά κατεστάλησαν βίαια. Αργότερα, άρχισαν να εφαρμόζονται καταπιεστικές πολιτικές αφομοίωσης, προκειμένου να μεταβληθούν οι Κούρδοι σε «πολιτισμένους» και εκκοσμικευμένους Τούρκους.

Mια θαμμένη διαμάχη

Η κουρδική διαμάχη παρέμεινε θαμμένη για πολλά χρόνια. Το 1984, όμως, το PKK δημιούργησε την πιο σοβαρή αμφισβήτηση στο πρόγραμμα του τουρκικού έθνους-κράτους, θέτοντας στην πολιτική ατζέντα το ζήτημα της λεγόμενης «δημοκρατικής αυτονομίας». Η βίαιη μάχη ανάμεσα στην Άγκυρα και το PPK είχε τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.

Οι ειρηνευτικές συζητήσεις, που ξεκίνησαν το 2013 με τον φυλακισμένο ηγέτη του PKK Αμπντουλάχ Οτσαλάν, θεωρήθηκαν από πολλούς μια πολύ σημαντική ευκαιρία για την παύση της διαμάχης, ωστόσο αυτές κατέρρευσαν το 2015. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε μια κλιμάκωση της βίας με τη μορφή μιας καταστροφικής ένοπλης σύγκρουσης στη νοτιοανατολική Τουρκία και με ένα κύμα βομβιστικών επιθέσεων, μεταξύ των οποίων και στην Άγκυρα και την Ιστανμπούλ.

Η επίλυση επίμονων συγκρούσεων είναι εφικτή, μόνο όταν τα αντιμαχόμενα μέρη μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το παρελθόν τους και να μάθουν από αυτό.

To 2015, εν μέσω μιας προσπάθειας τουρκικών κομμάτων της αντιπολίτευσης να επανεκκινήσουν ειρηνευτικές συνομιλίες με τους Κούρδους, ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερνογάν επέμενε: «Δεν υπάρχει κουρδική διαμάχη». Μια τέτοιου είδους τοποθέτηση, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα, κρατά την πολιτική διάσταση της σύγκρουσης στη σκιά.

To κράτος ελέγχει προσεκτικά τι μπορεί και τι δεν μπορεί να ειπωθεί για το συγκεκριμένο ζήτημα. Σε επίσημο επίπεδο, λέξεις όπως «τρομοκράτες» και «προδότες» χρησιμοποιούνται για να ποινικοποιήσουν όποιους ασκούν κριτική στην κυβερνητική πολιτική απέναντι στους Κούρδους.

Μια ομάδα ακαδημαϊκών, που υπέγραψαν το 2016 ένα κείμενο για την επανέναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών, κατηγορήθηκε ότι κάνει «προπαγάνδα υπέρ της τρομοκρατίας». Η μη βίαιη πτέρυγα των κουρδικών κινημάτων –ακτιβιστές, πολιτικοί, πολιτικά κόμματα– επίσης έχουν ποινικοποιηθεί.

Παιχνίδια επίρριψης ευθυνών

Αντί να παραδεχτούν την αποτυχία τους να εξασφαλίσουν ειρήνη, οι τουρκικές πολιτικές ελίτ επιχειρούν να επιρρίψουν αλλού τις ευθύνες.

Ο Ερντογάν, για παράδειγμα, αναφέρεται διαρκώς σε έναν αόρατο «εγκέφαλο» που ενορχηστρώνει το PKK. Αυτή η ρητορική επιστρατεύεται, προκειμένου να αξιοποιήσει τον φόβο και το άγχος για την εθνική ασφάλεια, που αισθάνονται ήδη ορισμένα κομμάτια της τουρκικής κοινωνίας.

Ορισμένοι αποκαλούν αυτή τη στάση «σύνδρομο των Σεβρών», παραπέμποντας στη Συνθήκη των Σεβρών, του 1920, η οποία έθεσε τέλος στην οθωμανική αυτοκρατορία και πρότεινε τον διαμελισμό της σε μικρά κράτη και ζώνες κατοχής. Η Συνθήκη δεν εφαρμόστηκε ποτέ και αντικαταστάθηκε από τη Συνθήκη της Λωζάνης, του 1923, η οποία αναγνώριζε τη Δημοκρατία της Τουρκίας.

Αυτό το σύνδρομο –αποκαλούμενο συχνά και ως «παράνοια των Σεβρών»– αντανακλά στην ουσία έναν συλλογικό φόβο ότι η Συνθήκη των Σεβρών μπορεί να αναβιώσει και ότι το τουρκικό κράτος είναι περικυκλωμένο από εχθρούς, που θέλουν να διαμελίσουν και να αποδυναμώσουν τη χώρα.

Σήμερα, αυτός ο τρόπος σκέψης αντιπροσωπεύει ένα αναπόσπαστο κομμάτι της τουρκικής πολιτικής ζωής και εξακολουθεί να επηρεάζει τις αντιλήψεις των πολιτών για τον εξωτερικό κόσμο. Για παράδειγμα, το 2006, μια έρευνα κοινής γνώμης έδειξε ότι το 78% των ερωτηθέντων συμφωνούσε ότι «η Δύση θέλει να διασπάσει και να διαμελίσει την Τουρκία, όπως ακριβώς έκανε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία».

Σε αυτό το πλαίσιο, η κουρδική διαμάχη χρησιμοποιήθηκε με τρόπο που να κινητοποιείται η τουρκική κοινωνία να δράσει ενάντια στο ίδιο το συλλογικό της συμφέρον, που δεν είναι άλλο από μια ειρηνική και δίκαιη κοινωνία.

Πολιτικές για τη διαχείριση της διαμάχης εφαρμόστηκαν κυρίως μέσα σε ένα πλαίσιο καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, με τρόπους που υπονομεύουν την τουρκική δημοκρατία. Οι τρομακτικές οικονομικές και ανθρώπινες συνέπειες αυτής της διαμάχης έγιναν ένα «φυσιολογικό» κομμάτι της τουρκικής ζωής και επιπλέον το κράτος κατόρθωσε να κρατήσει στο παρασκήνιο την πολιτική διάσταση αυτής της διαμάχης.

Για μεγάλο διάστημα, η Τουρκία απέφευγε να μιλήσει για το κουρδικό ζήτημα, πιστεύοντας ότι τελικά αυτό θα ατονήσει. Όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη, αλλά αντιθέτως η διαμάχη εδραιώθηκε βαθύτερα. Ο χρόνος θα δείξει αν το τουρκικό κράτος τελικά θα κερδίσει ή θα χάσει από την στρατιωτική εισβολή στη Συρία. Είναι, ωστόσο, βέβαιο ότι το κουρδικό ζήτημα θα περιπλακεί ακόμα περισσότερο μετά από αυτήν την κίνηση, και ούτε το τουρκικό κράτος, ούτε η τουρκική κοινωνία θα μπορούν πια να το αγνοήσουν.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Conversation, στις 18 Οκτωβρίου 2019.

Για τον συγγραφέα

Ο Recep Onursal είναι βοηθός λέκτορας και υποψήφιος διδάκτορας με αντικείμενο την Ανάλυση Διεθνών Συγκρούσεων, στο Πανεπιστήμιο του Κεντ.