Τα Pandora Papers είναι μια διαρροή σχεδόν 12 εκατομμυρίων εγγράφων που δείχνουν τον κρυφό πλούτο πολιτικών, επιχειρηματιών, καλλιτεχνών, αθλητών, μελών βασιλικών οικογενειών, θρησκευτικών ηγετών, από περισσότερες από 200 χώρες. Στο παρόν άρθρο παρουσιάζω στοιχεία (που προέρχονται κυρίως από δημοσιεύσεις του ΔΝΤ) σχετικά με αυτές τις καταθέσεις σε υπεράκτιους λογαριασμούς, καθώς και ορισμένα συμπεράσματα.
Του Rolando Astarita
Το 2019 το παγκόσμιο ακαθάριστο προϊόν ήταν 87 τρισεκατομμύρια δολάρια. Το ποσό του ιδιωτικού πλούτου που ήταν κρυμμένο σε υπεράκτια χρηματοπιστωτικά κέντρα ήταν 7 τρισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή το 8% της παγκόσμιας παραγωγής. Άλλες εκτιμήσεις το ανεβάζουν στα 8,7 τρισεκατομμύρια δολάρια, που αντιστοιχούν στο 10% της παραγωγής.
Αυτά τα κεφάλαια παρουσίαζαν μεγάλο βαθμό συγκέντρωσης: το 80% ανήκε στο πλουσιότερο 0,1% των νοικοκυριών. Σε πολλές χώρες, οι συσσωρευμένες αυτές αξίες αποτελούν σημαντικό μέρος των εθνικών προϊόντων. Το 2017 εκτιμήθηκε ότι ήταν πάνω από το 30% του ΑΕΠ της Αργεντινής και της Ελλάδας, πάνω από το 40% της παραγωγής της Ρωσίας, πάνω από το 50% της παραγωγής της Σαουδικής Αραβίας, πάνω από το 60% της παραγωγής της Βενεζουέλας και πάνω από το 70% της παραγωγής των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Πρόκειται για κεφάλαια που ξεφεύγουν από τις φορολογικές αρχές, αλλά και από τους χρηματοοικονομικούς και συναλλαγματικούς κανονισμούς.
Ή είναι χρήματα που ξεπλένονται από παράνομες δραστηριότητες: διακίνηση όπλων, ανθρώπων, ναρκωτικών, διαφθορά (για παράδειγμα, το ΔΝΤ εκτιμά ότι 1,5 έως 2 τρισεκατομμύρια δολάρια αλλάζουν χέρια κάθε χρόνο μόνο λόγω δωροδοκιών).
Όσον αφορά τον πλούτο που κατέχουν οι πολυεθνικές εταιρείες και οι μεγάλοι χρηματοδότες σε φορολογικούς παραδείσους, το 2018 υπολογίστηκε σε περίπου 12 τρισεκατομμύρια δολάρια. Αντιπροσωπεύουν το 40% του συνόλου των παγκόσμιων άμεσων ξένων επενδύσεων. Το φαινόμενο είναι παγκόσμιο. Στην Ινδία, την Κίνα και τη Βραζιλία το 50% έως 90% των άμεσων ξένων επενδύσεων προς το εξωτερικό πραγματοποιείται μέσω ξένων οντοτήτων χωρίς οικονομική υπόσταση. Το ποσοστό αυτό κινείται μεταξύ 50% και 60% σε ανεπτυγμένες χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία.
Πρόκειται για εικονικές χρηματοοικονομικές επενδύσεις, κυρίως μέσω φορολογικών παραδείσων, οι οποίες κατευθύνονται στις λεγόμενες «οντότητες ειδικού σκοπού», οι οποίες δεν έχουν καμία πραγματική δραστηριότητα.
Τα ιδρύματα αυτά έχουν νομική εγγραφή που υπόκειται στην εθνική νομοθεσία, ανήκουν σε αλλοδαπούς, έχουν λίγους υπαλλήλους, έχουν μικρή ή καθόλου παραγωγή στη χώρα υποδοχής και συγκεντρώνουν χρηματοοικονομικές δραστηριότητες ή δραστηριότητες χαρτοφυλακίου ως κύρια δραστηριότητά τους. Από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009, οι εικονικές επενδύσεις αυξάνονται με υψηλότερο ρυθμό από τις πραγματικές Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΕΞ) και τη συνολική παραγωγή.
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα χρήματα δεν τοποθετούνται απαραίτητα στη χώρα που λειτουργεί ως φορολογικός παράδεισος. Δηλαδή, μια εταιρεία που εδρεύει σε φορολογικό παράδεισο μπορεί να έχει περιουσιακά στοιχεία οπουδήποτε στον κόσμο.
Από την άλλη πλευρά, αυτό που εμφανίζεται ως Άμεσες Ξένες Επενδύσεις σε χώρες φορολογικούς παραδείσους δεν αντιστοιχεί σε πραγματικές παραγωγικές επενδύσεις. Για παράδειγμα, το Λουξεμβούργο είναι φορολογικός παράδεισος. Έχει 600.000 κατοίκους και Άμεσες Ξένες Επενδύσεις ύψους 4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Δηλαδή, ποσό ίσο το αντίστοιχο των ΗΠΑ και μεγαλύτερο από της Κίνας. Ωστόσο, αυτές οι ΑΞΕ δεν αντικατοπτρίζουν παραγωγικές επενδύσεις στο Λουξεμβούργο.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι οι φορολογικοί παράδεισοι που συγκεντρώνουν τα μεγαλύτερα μεγέθη πλούτου βρίσκονται σε ανεπτυγμένες χώρες ή σε εδάφη που βρίσκονται στη δικαιοδοσία τους.
Οι τρεις πρώτοι φορολογικοί παράδεισοι είναι οι Παρθένοι Νήσοι, οι Βερμούδες και τα νησιά Κέιμαν, όλα βρετανικά υπερπόντια εδάφη.
Η Ελβετία και οι ΗΠΑ είναι οι μεγαλύτερες χώρες συσσώρευσης ιδιωτικού πλούτου. Επίσης το Λουξεμβούργο, που αναφέρθηκε παραπάνω, και η Ολλανδία. Υπολογίζεται ότι οι μισές από τις 500 εταιρείες του Fortune χρησιμοποιούν τον φορολογικό παράδεισο της Ολλανδίας. Η Σιγκαπούρη, το Μακάο και το Χονγκ Κονγκ είναι επίσης φορολογικοί παράδεισοι. Τα τελευταία χρόνια, οι μεταφορές χρημάτων σε αυτές τις χώρες έχουν αυξηθεί, ενώ οι μεταφορές στην Ελβετία έχουν μειωθεί.
Οι ετήσιες απώλειες από πλευράς εταιρικών φορολογικών εσόδων θα είναι της τάξης των 500-600 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Από αυτά, περίπου 200 δισεκατομμύρια δολάρια θα συσσωρευτούν σε αναπτυσσόμενες χώρες. Η δυναμική: η ανάπτυξη των φορολογικών παραδείσων συνέβαλε στην πτώση του μέσου φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων από 49% το 1985 σε 24% σήμερα. Τα κέρδη των αμερικανικών πολυεθνικών εταιρειών που πηγαίνουν σε φορολογικούς παραδείσους αυξήθηκαν από περίπου 5% έως 10% των ακαθάριστων κερδών τη δεκαετία του 1990 σε 25% έως 30% σήμερα.
Δεδομένου ότι το φορολογικό σύστημα τείνει να ευνοεί την έδρα των πολυεθνικών εταιρειών, που συνήθως είναι σε ανεπτυγμένες χώρες, οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες είναι αυτές που υποφέρουν περισσότερο από τη φοροδιαφυγή.
Επιπλέον, όμως, οι πολυεθνικές μπορούν να χειραγωγούν τις λεγόμενες τιμές μεταβίβασης μεταξύ των θυγατρικών τους, προκειμένου να μεταφέρουν κέρδη από χώρες με υψηλή φορολογία σε χώρες με χαμηλή φορολογία. Θεωρητικά, οι τιμές μεταβίβασης θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν τις τιμές της αγοράς που θα υπήρχαν μεταξύ δύο μη συνδεδεμένων συμμετεχόντων. Αλλά αυτό είναι δύσκολο να εφαρμοστεί στην πράξη, καθώς υπάρχουν πολλά παραθυράκια για να παρακάμψει κανείς αυτή τη διάταξη και η αξία καταλήγει να είναι αυτό που λέει η εταιρεία.
Οι εξελίξεις αυτές αποτελούν μέρος της διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Μια διαδικασία στην οποία εμπλέκονται πολυεθνικές, μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και επίσης κράτη. Ως προς το τελευταίο, τα κρατικά επενδυτικά κεφάλαια ή τα κρατικά ταμεία είναι ενδεικτικά. Στις αρχές του 2020, τα 10 μεγαλύτερα κεφάλαια κατείχαν πλούτο 7,44 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Η μεγαλύτερη, η Norges Bank Investment Management της Νορβηγίας, κατείχε 1,365 τρισεκατομμύρια δολάρια. Σημαντικό μέρος των κεφαλαίων αυτών των ταμείων βρίσκεται σε άλλες χώρες.
[…]
Απόσπασμα από το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Rebelion, στις 13 Οκτωβρίου 2021.
Για τον συγγραφέα
Ο Rolando Astarita είναι οικονομολόγος, καθηγητής στο Εθνικό Πανεπιστήμιο του Quilmes στην Αργεντινή.
Διαβάστε επίσης:
Οι έμποροι ναρκωτικών δίδαξαν στους πλούσιους πώς να κρύβουν χρήματα στους φορολογικούς παραδείσους