Ορχάν Παμούκ: ‘Είναι αδύνατο να αποφύγεις την πολιτική…μερικές φορές δεν ξέρω πώς να κρατήσω το στόμα μου κλειστό’




Ο πιο γνωστός συγγραφέας της Τουρκίας μιλάει για όμορφες και άσχημες στιγμές, το γεγονός ότι ακόμη έχει σωματοφύλακα και το καινούριο του μυθιστόρημα για τους δρόμους της Ιστάνμπουλ.

 


Συνέντευξη στον David Shariatmadari


Από το δωμάτιό μου στο κέντρο της Πόλης, όπου ήρθα για να πάρω συνέντευξη από τον πιο γνωστό συγγραφέα της Τουρκίας τον Ορχάν Παμούκ, βλέπω μια τεράστια χαράδρα. Στην άλλη μεριά της βρίσκεται ένας βράχος περίπου 50 μέτρα ψηλός. Στην κορυφή του μια σειρά μικρά σπίτια που χτίστηκαν τον 19ο αιώνα για να στεγάσουν φτωχές χριστιανικές οικογένειες.  Ακροβατούν στο χείλος του γκρεμού, ενώ η κλίμακα και το σχήμα τους απέχουν πολύ από το εμπορικό κέντρο που πρόκειται να χτιστεί στη μεγάλη έκταση κάτω από τον λόφο.

Καθώς απουσιάζουν οι οικοδομικοί περιορισμοί, που κάνουν την ανάπτυξη του Λονδίνου να μοιάζει συγκριτικά αρτηριοσκληρωτική, η Ιστάνμπουλ αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ο ιστορικός πυρήνας αποτελεί λίγο πολύ άβατο: τίποτα δεν θα επισκιάσει την Αγία Σοφία, το παλάτι του Τόπκαπι και τα μεγάλα γειτονικά τεμένη. Όμως σε οποιοδήποτε άλλο σημείο ξεφυτρώνουν πύργοι. Ουρανοξύστες και συγκροτήματα διαμερισμάτων σχηματίζουν εξογκώματα πάνω στους λόφους, ένα πέτασμα πομπών αποτελεί το σκηνικό πίσω από τον Βόσπορο και  ο αέρας δονείται από τον θόρυβο των οικοδομικών εργασιών.

Είναι αυτή η πόλη που αλλάζει σχήμα, όχι η μεγαλόπρεπη Οθωμανική πρωτεύουσα του μυθιστορήματος μυστηρίου του Με λένε κόκκινο, που αποτελεί το σκηνικό του τελευταίου βιβλίου του Ορχάν Παμούκ.

Το μυθιστόρημα Κάτι παράξενο στο νου μου, η συγγραφή του οποίου κράτησε έξι χρόνια, καλύπτει 44 χρόνια της ζωής ενός πλανόδιου πωλητή, του Μεβλούτ. Χωριατόπαιδο από τη νότια Μικρά Ασία, φτάνει στην Πόλη στα τέλη της δεκαετίας του ’60 για να βοηθήσει τον πατέρα του που πουλάει γιαούρτι.

Ζούνε σε μια παράγκα και παρακολουθούν συνοικίες να ξεφυτρώνουν και να αλλάζουν γύρω τους. Κάποιοι κάνουν την τύχη τους με τις αγοραπωλησίες γης που απασχολεί τους Πολίτες, όπως και τους κατοίκους άλλων μητροπόλεων. Όχι όμως και ο Μεβλούτ. Αποτυγχάνει στο εμπόριο, νοικιάζει διαμέρισμα ενώ τα ξαδέλφια του πλουτίζουν εργαζόμενοι για τον τον τοπικό μεγαλο-κτηματομεσίτη. Ερωτεύεται βαθιά τη γυναίκα που παντρεύεται (αν και το προξενιό είναι μια μπερδεμένη ιστορία λάθος ταυτότητας), και ενθουσιάζεται με την πόλη του. Για δεκαετίες περιπλανιέται στις λεωφόρους και τα σοκάκια της, πουλώντας παγωτό, κοτόπουλο και ρύζι και τέλος μποζά. Δεν κλονίζεται η εμπιστοσύνη του σε αυτό το παλιομοδίτικο ποτό ακόμη κι όταν οι πελάτες του περιορίζονται σε αυτούς που τους αρέσει ένα ποτήρι νοσταλγίας με το δείπνο τους.

Γεννημένος σε μια πλούσια οικογένεια το 1952, ο Παμούκ φοίτησε στη Ροβέρτειο, σχολείο των ελίτ, και αρχικά ήθελε να γίνει ζωγράφος. Ξεκίνησε σπουδές αρχιτεκτονικής αλλά τις εγκατέλειψε και αποφάσισε να ασχοληθεί με τη συγγραφή. «Είμαι πιο ευτυχισμένος όταν ζωγραφίζω και σχεδιάζω, αλλά σίγουρα αισθάνομαι πιο έξυπνος όταν γράφω», μου λέει. Το κατά τα άλλα γυμνό διαμέρισμά του (όπως και αυτά στον πιο πάνω και τον πιο κάτω όροφο που είναι επίσης δικά του) είναι γεμάτο με τα βιβλία που συσσώρευσε από τα νιάτα του. Στον τοίχο δίπλα στο γραφείο του, απ’όπου απολαμβάνει μια εντυπωσιακή θέα του Βοσπόρου και του Τόπκαπι, έχει αναρτήσει ένα αινιγματικό χειρόγραφο σημείωμα: «Γράφω μόνο γι’αυτόν που νομίζει ότι γράφω μόνο γι’αυτόν».

Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, το πορτραίτο του Μεβλούτ μοιάζει τόσο πειστικό σαν να έχει βγει από ντοκιμαντέρ. (Ο Παμούκ έχει επίσης την ικανότητα να μετατρέψει το τετριμμένο σε συναρπαστικό – μια περιγραφή της περιπλοκότητας του να διαβάσει κανείς τον μετρητή του ηλεκτρικού, για παράδειγμα, καταφέρνει να διασκεδάσει τον αναγνώστη για πολύ μεγαλύτερο διάστημα απ’όσο θα περίμενε κανείς). Ωστόσο, το κοινωνικό χάσμα ανάμεσα στον συγγραφέα και τον πρωταγωνιστή του είναι τεράστιο. «Δεν είναι η ζωή μου», λέει, «αλλά είναι μια ζωή που έβλεπα πολύ κοντά στο σπίτι που έμενα παιδί. Οι παραγκουπόλεις εδώ δεν χωρίζονται, όπως στο Ρίο ντε Ζανέιρο, με ξεκάθαρα όρια από την πόλη. Όταν ξεκίνησε η εσωτερική μετανάστευση προς την Πόλη στη δεκαετία του ’50 και του ’60, υπήρχαν πολλές κενές εκτάσεις μέσα στην πόλη, στις οποίες οι άνθρωποι έχτισαν τα σπίτια τους». Έκανε, εντούτοις, εκτεταμένη έρευνα. «Το να διαβάζεις βιβλία δεν βοηθά τόσο όσο το να μιλάς σε ανθρώπους με ένα μαγνητόφωνο – και αυτό έκανα». Στην επιτυχία των συνεντεύξεών του συνέβαλε η καλή διάθεση που έδειξαν οι πλανόδιοι πωλητές. «Υπάρχουν ακόμη πωλητές μποζάς στην Πόλη. Αγοράζεις μποζά και μετά συζητάς μαζί τους και τους λες, είμαι ο τάδε και συγκεντρώνω υλικό για ένα μυθιστόρημα, θα ήθελες να μιλήσεις; Και οι άνθρωποι μιλάνε».

Τον κάλεσαν στα σπίτια τους, μίλησε με τις γυναίκες που ήρθαν στην πόλη από τα χωριά με τους συζύγους τους. Ρώτησε σερβιτόρους, ανθρώπους που πουλούσαν ρύζι και κοτόπουλο, τηγανητό συκώτι και γεμιστά μύδια. Η αυθεντικότητα του βιβλίου είναι αποτέλεσμα αυτών των συζητήσεων. Είναι όμως σωστό ένας πλούσιος, εκδυτικισμένος άνδρας να αφηγείται ιστορίες των φτωχών της Πόλης; Ο Παμούκ είναι ξεκάθαρος σε αυτό το σημείο:

«Εάν υπάρχει μια ηθική, πολιτική πλευρά στη δουλειά ενός συγγραφέα, είναι να ταυτίζεσαι με ανθρώπους που δεν σου μοιάζουν. Δεν κάνουμε πολιτικές δηλώσεις ούτε δείχνουμε τις κομματικές μας ταυτότητες, αλλά βλέπουμε τον κόσμο με τα μάτια κάποιου που είναι διαφορετικός».

Εξηγεί ότι αυτό είναι μέρος του χρέους κάποιου που είναι συγγραφέας. Ο συγγραφέας έχει επίσης την υποχρέωση να εξετάζει χωρίς ταμπού τις προσωπικές του εμπειρίες. Είπε σε μια συνέντευξη το 2005 ότι το βιβλίο του Ιστάνμπουλ: Πόλη και Αναμνήσεις, ένας απολογισμός των παιδικών και νεανικών του χρόνων, πλούσιος σε αφηγήσεις οικογενειακών στιγμών, «κατέστρεψε τη σχέση μου με τη μητέρα μου – δεν συναντιόμασταν πια». Τον ρωτάω αν είναι ακόμη αποξενωμένοι. «Όχι συμφιλιωθήκαμε. Θα τη συναντήσω μάλιστα σήμερα!». Αυτά είναι πολύ καλά νέα, λέω. «Ήταν θυμωμένη, αλλά αυτό είναι το μόνιμο πρόβλημα του συγγραφέα που λέει την αλήθεια για τους οικείους του. Ξεκινάει από τον/την σύντροφό σου, προχωράει στην οικογένεια και καταλήγει στο έθνος σου», λέει. «Αποδέχομαι αυτή την ευθύνη». Όμως αυτή η αλίευση συναισθημάτων και προσωπικών στιγμών έχει και μια πρακτική εφαρμογή: «Οι λεπτομέρειες για να είναι προσωπικές πρέπει να είναι και πειστικές».

Όμως οι αναρίθμητες λεπτομέρειες της ζωής του Μεβλούτ, που πούλησε 230.000 αντίτυπα στην Τουρκία, σε διάστημα μόνο εννιά μηνών (γεγονός που οδήγησε πολλούς σχολιαστές να αναρωτηθούν αν θα εκτιναχθούν και οι πωλήσεις της μποζάς), μπορούν να κερδίσουν τους αναγνώστες σε άλλα μέρη του κόσμου; Μου λέει ότι σε συναντήσεις με τους εκδότες και τους μεταφραστές του, «κάνω την ίδια ακριβώς ερώτηση. Λέω ντροπαλά ‘είναι ίσως πολύ τούρκικη αυτή η ιστορία’. Και η απάντηση του Ισπανού σε αυτή την ερώτηση ήταν, ‘κοίτα η κουζίνα της γυναίκας μου ήταν ακριβώς έτσι’. Ο Ιταλός απάντησε, ‘έτσι είναι οι άνθρωποι από τον Νότο από τη Σικελία, που μεταναστεύουν στο Μιλάνο’. Ίσως ήταν απλώς ευγενικοί». Το γεγονός όμως ότι το έργο του Παμούκ έχει αναφορές σε ένα συγκεκριμένο τόπο δεν περιόρισε ποτέ στο παρελθόν την απήχησή του: μου λέει ότι τα βιβλία του πουλάνε πέντε έως οκτώ φορές περισσότερα αντίτυπα διεθνώς απ’ ό,τι στην Τουρκία.

Το επόμενο σχέδιο του είναι ένα «μυθιστόρημα ιδεών». «Γράφω ένα μικρό βιβλίο, αλλά τα μικρά βιβλία μου καταλήγουν να είναι 250 σελίδες» αστειεύεται. Τι πραγματεύεται; «Ξέρεις στο Σαχναμέ» – ένα περσικό έπος- «υπάρχει η ιστορία του Ροστάμ και του Σοχράμπ, όπου ο πατέρας σκοτώνει τον γιο. Και υπάρχει ο περίφημος Οιδίποδας του Σοφοκλή, όπου ο γιος σκοτώνει τον πατέρα. Γράφω ένα σύντομο, κατά κάποιον τρόπο, πειραματικό μυθιστόρημα γι’αυτές τις ιδέες». Πρόκειται λοιπόν για μια ιστορία φόνου; «Ναι» λέει διστακτικά, «αλλά ας μιλήσουμε γι’αυτό όταν εκδοθεί!».

Το 2005 ο Παμούκ διώχθηκε για προσβολή της Τουρκικότητας, όταν έδωσε μια συνέντευξη στην οποία έθεσε το ζήτημα των μαζικών δολοφονιών των Αρμενίων και των Κούρδων. Το επίμαχο απόσπασμα δημοσιεύθηκε πρώτη φορά σε ένα ελβετικό περιοδικό (σύμφωνα με το άρθρο 301 του τότε σε ισχύ ποινικού κώδικα, ήταν επιβαρυντικό για τον κατηγορούμενο για προσβολή της Τουρκικότητας, αν είχε διαπράξει το αδίκημα στο εξωτερικό). Χωρίς να καμφθεί επανέλαβε τα σχόλια σε μια διάλεξη στη Γερμανία. Οι κατηγορίες εναντίον του αποσύρθηκαν το 2006. Αργότερα στο ίδιο έτος, του απονεμήθηκε το Νόμπελ λογοτεχνίας: η επιτροπή δήλωσε ότι «στην αναζήτηση της μελαγχολικής ψυχής της γενέτειρας πόλης του ανακάλυψε νέα σύμβολα για τη σύγκρουση και την διαπλοκή των πολιτισμών».

Καθώς ανακαλεί το επεισόδιο τώρα λέει: «καταβάλλω επιπλέον προσπάθεια για να μην αισθάνομαι θυμό. Μπορεί να πέρασα μια ταραγμένη περίοδο, ακόμη έχω σωματοφύλακα, ακόμη αισθάνομαι πιεσμένος μερικές φορές. Είναι όμως γεγονός ότι είμαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος». Το τουρκικό κράτος του παρέχει τον σωματοφύλακα και τον ρωτάω, ποιοι νομίζει ότι είναι τώρα οι εχθροί του, με δεδομένο ότι τα βιβλία του δεν λαμβάνουν θέση υπέρ καμιάς πλευράς στη διαμάχη για το κοσμικό κράτος και τον ρόλο του ισλάμ.

«Ο τύπος που θα σου επιτεθεί στον δρόμο δεν είναι ο άνθρωπος που διαβάζει το μυθιστόρημά σου», μου λέει. Και συμπληρώνει μια ευγενική προειδοποίηση: «Διαβάζει μόνο την παρουσίαση σε μια λαϊκή εφημερίδα αυτού που λες σε ένα συντάκτη του Γκάρντιαν. Έτσι ο δημοσιογράφος στο Λονδίνο θα αλλάξει λίγο τα λεγόμενά μου και στη συνέχεια ο συντάκτης θα προσθέσει λίγο αλατοπίπερο, και η λαϊκή εφημερίδα θα μεταφέρει τη δική της διαθλασμένη εκδοχή».

«Οι ταλαιπωρίες που πέρασα δεν ήταν αποτέλεσμα των βιβλίων μου αλλά των προβλημάτων της Τουρκίας. Στην πραγματικότητα, τα πολιτικά προβλήματα ήταν συνέπεια του γεγονότος ότι τα βιβλία μου μεταφράζονταν σε πολλές γλώσσες…Και μερικές φορές – δεν θα έλεγα τις περισσότερες – δεν ξέρω πώς να κρατήσω το στόμα μου κλειστό. Και επίσης θυμώνεις, θέλεις να πεις την αλήθεια, δεν θες να αποφύγεις με περιστροφές ένα πρόβλημα». Σε κάθε περίπτωση, λέει, «είναι αδύνατο να είσαι ένας διάσημος τούρκος συγγραφέας και να αποφύγεις την πολιτική, ακόμη κι αν γράφεις μόνο για τριαντάφυλλα και πεταλούδες».

Τροποποιήσεις που έγιναν στον νόμο μετά το 2008 έχουν ως αποτέλεσμα ότι είναι τώρα πιο δύσκολο να διωχθεί κάποιος για προσβολή της Τουρκικότητας. Το ερώτημα όμως ποια είναι τα πραγματικά εθνικά χαρακτηριστικά δεν έχει απαντηθεί ακόμη. Ο Παμούκ είναι ξεκάθαρος σε ένα θέμα: η ουσία δεν βρίσκεται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ένα κόσμο τον οποίο περιέγραψε τόσο εξαιρετικά στο Το Όνομά μου είναι Κόκκινο και Το Λευκό Κάστρο, και το κέντρο του οποίου μπορούμε να δούμε από το γραφείο του. «Μερικές φορές λέω ότι είμαι ο μόνος συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων στον κόσμο που, όταν γράφει το βιβλίο του, μπορεί να δείξει που λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα» αστειεύεται. Η ιδέα ότι η παλιά καλή οθωμανική περίοδος αποτελεί ένα είδος προτύπου για τη σύγχρονη Τουρκία προέκυψε πρόσφατα, υποστηρίζει, υπό τη διακυβέρνηση του τωρινού προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Όμως είναι λάθος να ταυτίζουμε την Τουρκικότητα με την Αυτοκρατορία – την εποχή εκείνη οι Τούρκοι ήταν, το πολύ, μια ηγεμονική μουσουλμανική ελίτ. Η κοινωνία δεν ήταν μονολιθική και τα οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα δεν ταυτίζονταν με αυτά κάποιας συγκεκριμένης ομάδας. “Η οθωμανική ρητορική» είναι, λέει ο Παμούκ, αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης και της ικανότητας της χώρας. Όμως «δεν είναι ρεαλιστικό· είναι εκτός πραγματικότητας». Πιστεύει ότι αν στην Τουρκία υπάρχει δυναμική για μεταρρύθμιση, πρέπει να στραφεί προς τα μέσα, στα ανθρώπινα δικαιώματα, το ζήτημα της ελευθερίας του λόγου και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των μειονοτήτων.

Είναι λοιπόν η Πόλη που κρατάει το κλειδί για την Τουρκικότητα; Αναρωτιέμαι αν όπως ισχύει με τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, η μεγαλούπολη έχει λίγα κοινά με την υπόλοιπη χώρα. Όταν ρωτάω πώς είναι η Άγκυρα, η πρωτεύουσα της Τουρκίας, παραθέτει τον ποιητή Γιαχιά Κεμάλ Μπεγιατλί: «Το καλύτερο στην Άγκυρα είναι ο δρόμος της επιστροφής προς την Πόλη». Αυτή η πόλη είναι η πραγματική πρωτεύουσα, λέει. «Ζω εδώ 63 χρόνια, οπότε για μένα είναι κατά ένα τρόπο η πρωτεύουσα του κόσμου». Και πράγματι «το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου της Τουρκικότητας επινοήθηκε επίσης εδώ».

Τι έχει να πει για τον ρυθμό της αλλαγής, την ανοικοδόμηση η οποία αφήνει σαστισμένο τον Μεβλούτ, κι εμένα να κοιτάζω έκθαμβος στην άβυσσο έξω από το ξενοδοχείο μου. «Όταν γεννήθηκα ήταν μια πόλη ενός εκατομμυρίου και όλοι οι λόφοι που βλέπουμε από εδώ δεν είχαν κτίρια, άλλοτε ήταν κενοί, άλλοτε καλύπτονταν με δάση. Όλο αυτό το περιβάλλον έχει καταστραφεί. Επιπλέον 14 εκατομμύρια ήρθαν να εγκατασταθούν εδώ. Αισθάνομαι ότι είναι μεγάλο προνόμιο να είμαι ένα είδος αφηγητή της ζωής αυτών των ανθρώπων. Ανήκω σε αυτούς. Όμως από την άλλη υπήρξε μια τεράστια αλλαγή». Λέει ότι από την άποψη της αστικής ανάπτυξης τα προηγούμενα δεκατρία χρόνια με ευκολία επισκιάζουν τα πενήντα προηγούμενα. Νομίζει άραγε ότι κινδυνεύει η κληρονομιά της πόλης; «Ανησυχούσα γι’αυτό και το ζήτημα πολιτικοποιήθηκε στη διάρκεια της εξέγερσης του πάρκου Γκεζί. Όμως προσπαθώ να ζυγίσω τις σκέψεις μου – Ορχάν θυμήσου ότι 14 εκατομμύρια προστέθηκαν στην πόλη σου. Θα ήταν σκληρό και ατομιστικό αν μόνο τα κτίριά μου υπήρχαν στον χώρο».

Όταν φτάνει κανείς από αέρος στην Πόλη και βλέπει τις συστάδες των διαμερισμάτων να απλώνονται όπως ο αφρός της θάλασσας στη γη, δεν κυριαρχεί η εντύπωση μιας παλιάς αυτοκρατορικής πρωτεύουσας αλλά μιας αναδυόμενης μητρόπολης του 21ου αιώνα – όπως η Σαγκάη ή το Σάο Πάουλο. Λέω στον Παμούκ ότι, αν κάποιος ρωτούσε το όνομα μιας παγκόσμιας πόλης θα ήταν απίθανο οι δυτικοί να αναφέρουν την πόλη του – και μάλλον τώρα αυτό θα ήταν λάθος. Χαμογελά. «Ως Πολίτης σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια».

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας Guardian, στις 9 Οκτωβρίου 2015.

Για τον συγγραφέα
Ο David Shariatmadari σπούδασε Αραβικά, Περσικά και Γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο του Καίημπριτζ και είναι συντάκτης της εφημερίδας Guardian.