Μετά από μήνες πολιτικής αστάθειας και την πρόσφατη ταραχώδη έξοδο της Λιζ Τρας, η Μεγάλη Βρετανία έχει πλέον νέο Πρωθυπουργό, τον Ρίσι Σούνακ. Ο πρώτος πολίτης με καταγωγή από την Ασία που εκλέγεται σε αυτή τη θέση και το πλουσιότερο μέλος του βρετανικού Κοινοβουλίου αναμένεται να εφαρμόσει μια οικονομική ατζέντα με ταξικές συνέπειες.
Tου Ben Wellings
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr
Η ανάδειξη του Σούνακ στην ηγεσία της Μεγάλης Βρετανίας είναι μια στιγμή με μεγάλη κοινωνική σημασία. Είναι ο πρώτος βρετανός Ασιάτης ή εν γένει μη λευκός πολίτης που γίνεται Πρωθυπουργός.
Σημαντικό μερίδιο αναγνώρισης για αυτήν την εξέλιξη μπορεί να αποδοθεί στις προσπάθειες του Ντέιβιντ Κάμερον να εκσυγχρονίσει το Συντηρητικό κόμμα, στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Οι Συντηρητικοί έχουν κάνει καλύτερη δουλειά από άλλα κόμματα στο να τοποθετήσουν περισσότερες γυναίκες και μη λευκούς πολίτες σε θέσεις πολιτικής επιρροής και εξουσίας.
Σε ένα σύστημα που μόλις το 2019 είχε τον πρώτο ανοιχτά καθολικό Πρωθυπουργό, τον Μπόρις Τζόνσον, ο Σούνακ είναι ο πρώτος Ινδουιστής που αναλαμβάνει αυτόν τον ρόλο.
Όμως, η σημασία της παρουσίας του πρώτου μη λευκού στη θέση της βρετανικής Πρωθυπουργίας πιθανότατα θα υποσκελιστεί από την ταξική δυναμική αυτής της πολιτικής συγκυρίας.
Όπως και του Τζόνσον, έτσι και του Σούνακ δεν του λείπουν τα χρήματα. Αυτό θα δημιουργήσει προβλήματα, κατά την εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής του. Το να έχεις έναν πολυεκατομμυριούχο να λέει στους πολίτες να σφίξουν το ζωνάρι και να κάνουν θυσίες στο ήδη συρρικνωμένο βιοτικό τους επίπεδο, δεν προβλέπεται μια κατάσταση που θα πάει καλά.
Και όπως ο Τζόνσον, έτσι και ο Σούνακ πήγε σε ιδιωτικό σχολείο της ελίτ. Στην περίπτωση του Σούνακ ήταν το Γουίντσεστερ και όχι το Ίτον – έτσι για ποικιλία.
Το συγκεκριμένο γεγονός έχει σημασία για τις αντιλήψεις που θα διαμορφώσει το ευρύτερο εκλογικό σώμα για τον νέο Πρωθυπουργό. Οι Συντηρητικοί θεωρούνται κόμμα των πλούσιων και γιατους πλούσιους.
Οι Συντηρητικοί εμφανίζονται όλο και περισσότερο ως μια μικρή, γερασμένη και χωρίς επαφή προνομιούχα τάξη, που αδυνατεί να δει την πραγματική έκταση της κρίσης, την οποία οι κυβερνητικές επιλογές τους έχουν επιδεινώσει.
Τα ζητήματα που θα έχει να αντιμετωπίσει ο Σούνακ είναι πολλά. Το κόστος ζωής και η ενεργειακή κρίση θα είναι οι κυριότερες πολιτικές και οικονομικές προκλήσεις, αλλά η λέξη από Β (Brexit) εξακολουθεί να δημιουργεί βαριά σκιά.
Το Brexit δεν ανταποκρίθηκε στις φουσκωμένες προσδοκίες των πιο ένθερμων υποστηρικτών του. Όλο και περισσότεροι ψηφοφόροι πιστεύουν ότι ήταν λάθος η έξοδος από την ΕΕ. Το πώς ο Σουνάκ θα διαχειριστεί αυτόν τον επερχόμενο «χειμώνα της δυσαρέσκειας» θα καθορίσει την Πρωθυπουργία του.
Ωστόσο, οι πολιτικοί μοχλοί που έχει στη διάθεσή του έχουν απαξιωθεί από τα οικονομικά μέτρα που επιχείρησε να εφαρμόσει η Λιζ Τρας [Truss-onomics].
Άλλωστε, το μακροπρόθεσμο αποτύπωμα της θητείας της Τρας μπορεί κάλλιστα να είναι το συμπέρασμα ότι τα νεοφιλελεύθερα οικονομικά λειτούργησαν καλά στη θεωρία, αλλά όχι στην πράξη.
Ο Σούνακ πιθανότατα θα απολαύσει μια μεγαλύτερη περίοδο χάριτος από την προκάτοχό του. Η εκλογή του ηρέμησε ένα μέρος της βασικής εκλογικής πελατείας των Συντηρητικών: τις αγορές ομολόγων.
Ωστόσο, το μέλλον του με το εκλογικό σώμα είναι περισσότερο επισφαλές. Καλώς ή κακώς, οι ηγέτες επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι επιλέγουν να ψηφίσουν ή τουλάχιστον τα κόμματα συμπεριφέρονται σαν να ισχύει κάτι τέτοιο.
Η νομιμοποίησή του Σούνακ στο εκλογικό σώμα δεν είναι τόσο ισχυρή όσο θα μπορούσε, δεδομένου ότι είναι ο τρίτος ηγέτης των Συντηρητικών και Πρωθυπουργός, μετά τις τελευταίες εκλογές του 2019.
Οι εκκλήσεις για γενικές εκλογές αυξάνονται. Κατά πάσα πιθανότητα, με τους Συντηρητικούς να βρίσκονται τόσο πίσω στις δημοσκοπήσεις, ο Σούνακ θα προσπαθήσει να κρατηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο. Αλλά κάτι τέτοιο πιθανόν θα παρατείνει απλώς μια επίπονη διαδικασία και θα μεταθέσει τη σημαντική απώλεια εδρών για τη στιγμή των επόμενων εκλογών.
Όλα αυτά μοιάζουν λίγο με αναδιάταξη στις καρέκλες, μέσα στον Τιτανικό. Μέρος της δυσκολίας που αντιμετωπίζουν οι Συντηρητικοί οφείλεται στο οξυνόμενο δομικό πρόβλημα των κεντροδεξιών κομμάτων: τις ενδοκομματικές ιδεολογικές διαιρέσεις.
Το ίδιο ζήτημα έχει αποδυναμώσει την κεντροαριστερά εδώ και δύο δεκαετίες. Τα κεντροαριστερά κόμματα είδαν τη βάση τους να διασπάται μεταξύ των αστών με τριτοβάθμια εκπαίδευση, που ενδιαφέρονται για μετα-υλικά ζητήματα, και των εργατών από τις παρακμάζουσες παραγωγικές βιομηχανίες, οι οποίοι έχουν μια παραδοσιακή αλλά φθίνουσα πίστη στη σοσιαλδημοκρατία.
Τώρα οι διαιρέσεις αυτές φαίνεται να επηρεάζουν και τη δεξιά πολιτική. Όπως είδαμε στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2022 στην Αυστραλία, η παραδοσιακή βάση υποστήριξης της Δεξιάς είναι διχασμένη μεταξύ εύπορων μετριοπαθών, που ανησυχούν για την κλιματική αλλαγή, και ηλικιωμένων κοινωνικών συντηρητικών, που ανησυχούν για τη μετανάστευση. Αυτό φαίνεται να συμβαίνει και στο Ηνωμένο Βασίλειο
Αυτή η εσωτερική διαίρεση μπορεί να αξιοποιηθεί από την αντιπολίτευση, όπως είδαμε με την ψήφο για το «φράκινγκ» (Σ.τ.Μ. την υδραυλική ρωγμάτωση για εξόρυξη αερίου που σχεδίαζε η Τρας και στην οποία αντιτίθεντο οι Εργατικοί για περιβαλλοντικούς λόγους, φέρνοντας το θέμα σε ψηφοφορία).
Τυπικά, ο Σούνακ πρέπει να αισθάνεται ασφαλής με μια πλειοψηφία 71 εδρών σε ένα κοινοβούλιο 650 εδρών. Αλλά οι Συντηρητικοί έχουν χάσει την αυτοπεποίθησή τους.
Το κόμμα συμπεριφέρεται σαν να έχει μια ισχνή πλειοψηφία και σαν να είναι σε αποδρομή. Η πρωθυπουργία του Σούνακ μπορεί κάλλιστα να είναι μια περίπτωση άρνησης της επικείμενης καταστροφής.
Απόσπασμα από το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Conversation.
Για τον συγγραφέα
Ο Ben Wellings είναι ανώτερος λέκτορας Πολιτικής και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Monash της Αυστραλίας.
Διαβάστε επίσης:
Η βασίλισσα Ελισάβετ Β΄, η αποικιοκρατία και ο νοσταλγικός ιμπεριαλισμός