Η λιτότητα έχει εξαλείψει μεγάλο μέρος της δημόσιας απασχόλησης, ενώ τη θέση της έχουν πάρει οι εταιρείες συμβούλων, οι οποίες δημιουργούν περισσότερες δαπάνες θέτοντας τα ιδιωτικά συμφέροντα πάνω από τις κοινωνικές ανάγκες.
Της Nadja Salson
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass–world.gr
«Είναι φυσιολογικό ένας οργανισμός, όπως το Υπουργείο Υγείας, να μην μπορεί να εκτελέσει μια σειρά από λειτουργίες που θα έπρεπε να ανήκουν στις αρμοδιότητές του;»
Αυτό ήταν το ερώτημα που έθεσε ένας Γάλλος γερουσιαστής σε μία από τις ακροάσεις για τον ρόλο της εταιρείας συμβούλων McKinsey στην εκστρατεία εμβολιασμού κατά του κορονοϊού.
Αυτό είναι, επίσης, το ερώτημα που επιχειρεί να απαντήσει η έρευνα της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Συνδικάτων Δημόσιας Διοίκησης (EPSU) σχετικά με την αυξανόμενη μεταβίβαση λειτουργιών από το κράτος στον ιδιωτικό τομέα.
Η έκθεση της EPSU, η οποία δημοσιεύθηκε από κοινού με το Πανεπιστήμιο του Greenwich, εξετάζει την κλίμακα και τον αντίκτυπο των ιδιωτικοποιήσεων, σε όλες τις μορφές τους –συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, εξωτερική ανάθεση και συμβουλευτικές εταιρείες– στις οποίες προχωρούν οι δημόσιες διοικήσεις δώδεκα ευρωπαϊκών χωρών, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η έκθεση υπογραμμίζει, για πρώτη φορά, την αυξανόμενη επιρροή των εταιρειών συμβούλων στην Ευρώπη, οι οποίες έχουν καταστεί σημαντικοί παράγοντες στη δημόσια διοίκηση.
Η EPSU ερευνά εδώ και καιρό την εμπορευματοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, όπως οι υπηρεσίες υγείας και οι κοινωνικές υπηρεσίες, οι δημοτικές και περιφερειακές διοικήσεις και τα κέντρα κράτησης μεταναστών.
Αυτή η εμπορευματοποίηση έχει μειώσει την απασχόληση και τους μισθούς και έχει αποδυναμώσει τον κοινωνικό διάλογο, την παρουσία των συνδικάτων και τελικά τις υπηρεσίες που παρέχονται στους πολίτες και πληρώνονται από τους φόρους τους.
Ως αποτέλεσμα, αυτή η εξέλιξη μεροληπτεί υπέρ της εταιρικής απληστίας, σε αντίθεση με το γενικό συμφέρον, με τους πιο επισφαλώς απασχολούμενους και πιο ευάλωτους πολίτες να υφίστανται τις συνέπειες.
Οι κρατικές διοικήσεις έχουν από καιρό αναθέσει ορισμένες «βοηθητικές» λειτουργίες, όπως η καθαριότητα, η υποδοχή και η ασφάλεια, σε εταιρείες που πληρώνουν χαμηλότερους μισθούς.
Ωστόσο, οι ίδιες αυτές διοικήσεις στράφηκαν σταδιακά σε ακριβότερους εξωτερικούς συμβούλους για την εκτέλεση κεντρικών κρατικών λειτουργιών, όπως η χάραξη δημόσιας πολιτικής, οι νομοθετικές πρωτοβουλίες, οι δημόσιες συμβάσεις ή ακόμη και τα σχέδια αναδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα.
Αυτά τα σχέδια προβλέπουν περικοπές προσωπικού και συμβάλλουν στην αυξημένη ανάγκη για συμβουλευτικές υπηρεσίες.
Η πρόσληψη εταιριών συμβούλων περνά συχνά απαρατήρητη, επειδή θεωρητικά δημιουργεί θέσεις εργασίας. Αυτές οι εταιρείες – Accenture, McKinsey, PwC για να αναφέρουμε τις πιο γνωστές – κάνουν, ωστόσο, πολλά περισσότερα από την παροχή συμβουλών.
Μετατρέπονται σε «παρακυβερνήσεις» με τα δικά τους πολιτικά προγράμματα, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και το κόστος των δημόσιων υπηρεσιών.
Το 2019 και το 2020, οι συμβουλευτικές υπηρεσίες για οργανωτικά θέματα που παρέχονται στο δημόσιο τομέα αντιστοιχούσαν στο 14% του συνολικού κόστους των εν λόγω υπηρεσιών στην Ευρώπη.
Το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 31% στην Ελλάδα, 22% στη Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, 17% στην Ισπανία και 9% στη Γερμανία και τη Γαλλία.
Υποχρεωτική προσφυγή
Η εξωτερική ανάθεση δεν αποτελεί επιλογή, αλλά αναγκαιότητα. Προηγούμενες εκθέσεις του EPSU αναφέρουν ότι υπάρχει λιγότερη απασχόληση στις φορολογικές διοικήσεις και στις επιθεωρήσεις εργασίας, για παράδειγμα.
Οι περιορισμοί στις προσλήψεις που επιβλήθηκαν σε πολλά Υπουργεία και στις Γενικές Διευθύνσεις οδήγησαν στην πρόσληψη εξωτερικών συνεργατών και εταιρειών συμβούλων για την εκτέλεση όσων έργων οι αρχές δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα να κάνουν.
Η λιτότητα αποτέλεσε το προοίμιο για διαδικασίες ιδιωτικοποίησης, οι οποίες στέρησαν από τον δημόσιο τομέα σημαντικές δεξιότητες και γνώσεις, ιδίως στον τομέα της ψηφιοποίησης.
Αυτά τα «κενά» καλύφθηκαν, με πολύ υψηλότερο κόστος, από εταιρείες συμβούλων που εφαρμόζουν τεχνικές του ιδιωτικού τομέα για να δημιουργήσουν μεγαλύτερη ζήτηση για αυτές τις υπηρεσίες.
Η δαπάνη αυτή δεν υπολογίζεται ως κόστος προσωπικού, οπότε η χρήση συμβούλων είναι ένας τρόπος παράκαμψης πιθανών κανονισμών για το πάγωμα των προσλήψεων ή τη μείωση του προσωπικού.
Η «κουλτούρα των συμβούλων» ενθαρρύνει, επίσης, το προσωπικό να μετακινείται από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα και να επιστρέφει στον δημόσιο τομέα ως εξωτερικός σύμβουλος.
Αυτοί οι σύμβουλοι συχνά θεωρούνται ότι παρέχουν εμπειρογνωμοσύνη, αλλά στην πραγματικότητα στερούν από το δημόσιο τομέα αυτή την εμπειρογνωμοσύνη, ενώ παραδόξως αυξάνουν τη γραφειοκρατία.
Ένα δημόσιο μέλλον
Το τελευταίο μέρος της πιο πρόσφατης έκθεσης της EPSU, το οποίο βασίζεται σε συνεντεύξεις με μέλη της, δείχνει ότι η αποκατάσταση των εσωτερικών υπηρεσιών δεν αποτελεί μια φαντασίωση, αλλά μέρος της απάντησης για την ανάκτηση του ελέγχου των δημόσιων διοικήσεων.
Με μια ισχυρή κινητοποίηση των συνδικάτων και των ομάδων που υπερασπίζονται τις δημόσιες υπηρεσίες και τη θεσμική διαφάνεια είναι δυνατόν να ανακτηθούν αυτές οι υπηρεσίες, όπως συνέβη στην Ολλανδία με τις υπηρεσίες καθαριότητας ή στη Σουηδία με τις στατιστικές υπηρεσίες. Αυτός πρέπει να είναι ο πρωταρχικός στόχος του συνδικαλιστικού κινήματος στο σύνολό του.
Είναι, επίσης, σημαντικό να αγωνιστούμε για την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων για την ενίσχυση της ικανότητας των κρατών να καταπολεμούν τη φοροδιαφυγή των μεγάλων εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων των συμβουλευτικών εταιρειών, και τις παραβιάσεις των εργασιακών δικαιωμάτων (αυξάνοντας, αντίστοιχα, τον αριθμό των επιθεωρητών φορολογίας και εργασίας), καθώς και την ικανότητά τους να βελτιώνουν τις υπηρεσίες που παρέχουν στους πολίτες.
Τέλος, η χρήση των συμβουλευτικών εταιρειών θα πρέπει να περιοριστεί ή, σύμφωνα με ορισμένους, να απαγορευτεί.
Η Emily O’Reilly, Ευρωπαία Διαμεσολαβήτρια, κατηγόρησε το επενδυτικό ταμείο BlackRock ότι συνέταξε έκθεση για την τραπεζική εποπτεία της Επιτροπή με πολύ χαμηλό κόστος με σκοπό να κατευθύνει την απόφαση του ευρωπαϊκού εκτελεστικού οργάνου, η οποία επηρέασε περισσότερα από 500 εκατομμύρια ανθρώπους.
Τέτοια παραδείγματα δείχνουν ότι οι εταιρείες συμβούλων δεν ενδιαφέρονται για το γενικό συμφέρον, αλλά για το δικό τους.
Στην Αυστρία, η ομοσπονδιακή διοίκηση αποφάσισε να περιορίσει τη χρήση των συμβουλευτικών εταιρειών, καθώς μια μεγάλης κλίμακας μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα που πραγματοποιήθηκε με αυτόν τον τρόπο έπληξε τη φήμη του.
Στη Γαλλία, στον απόηχο του σκανδάλου φοροδιαφυγής της McKinsey, γίνεται λόγος για μείωση της παρουσίας των συμβούλων και μη αυτόματης πρόσληψής τους.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο δημόσιος τομέας, όταν διαθέτει τους κατάλληλους πόρους και ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες που θέτει η κοινωνική αλλαγή, είναι ικανός να παρέχει αποτελεσματικές και ποιοτικές υπηρεσίες, οι οποίες ελέγχονται δημοκρατικά από εκλεγμένους αντιπροσώπους και υπόκεινται σε έλεγχο από ελεγκτικά δικαστήρια και δημοσιογράφους.
Οι δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να ευνοούν τις πραγματικές συλλογικές διαπραγματεύσεις με τα συνδικάτα και να δίνουν προτεραιότητα στα συμφέροντα των πολιτών και όχι στο κέρδος.
Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να παραδίδονται όλο και περισσότερες λειτουργίες του δημόσιου τομέα στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό ισοδυναμεί με παράδοση του ελέγχου των κρατικών διοικήσεων σε ιδιωτικές εταιρείες συμβούλων και υπονομεύει την εμπιστοσύνη του κοινού στην ακεραιότητα των δημόσιων διοικήσεων όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων προς το δημόσιο συμφέρον.
Διαβάστε όλο το άρθρο της Nadja Salson στο Equal Times