Η πανδημία του COVID-19 δημιούργησε διάφορους νέους ή ανασημασιοδοτημένους δημοφιλείς όρους. Η πιο πρόσφατη εισαγωγή στο λεξικό της πανδημίας θα μπορούσε να είναι η «διπλωματία των εμβολίων» [vaccine diplomacy], μέσω της οποίας ορισμένες χώρες χρησιμοποιούν τα εμβόλιά τους για να ενισχύσουν τη δύναμη και το παγκόσμιο γόητρό τους.
Του Michael Jennings
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr
Στις αρχές Φεβρουαρίου, μισό εκατομμύριο δόσεις του κινέζικου εμβολίου της Sinopharm για τον COVID-19 έφτασαν στο Πακιστάν, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια δωρεές του εμβολίου στην Καμπότζη, το Νεπάλ, τη Σιέρρα Λεόνε και τη Ζιμπάμπουε. Ο κινέζος Πρέσβης στο Πακιστάν χαρακτήρισε αυτήν την κίνηση ως «μια έκφραση της αδελφοσύνης μας», συναίσθημα το οποίο επίσης εξέφρασε και η πακιστανική κυβέρνηση.
Στην ίδια κατεύθυνση, η Ρωσία χρησιμοποίησε το δικό της εμβόλιο, το Sputnik V, για να εξασφαλίσει συμμαχίες και υποστήριξη, καθιστώντας το προσβάσιμο σε χώρες που δεν είναι ακόμα σε θέση να ξεκινήσουν τα δικά τους προγράμματα εμβολιασμού.
Η Ινδία έχει αρχίσει να δωρίζει προμήθειες των εμβολίων της AstraZeneca/Οξφόρδης που παράγονται στη χώρα σε περιφερειακούς γείτονές της, όπως το Μπαγκλαντές, η Μιανμάρ και το Νεπάλ.
Με αυτόν τον τρόπο, η Ινδία όχι μόνο ενισχύει τη φήμη της ως προμηθευτής φθηνών και προσιτών εμβολίων στον παγκόσμιο νότο, αλλά δοκιμάζει και τις προσπάθειες της Κίνας για περιφερειακή ηγεμονία, σε μια περίοδο υψηλής έντασης μεταξύ των δύο χωρών.
Εν τω μεταξύ, φημολογείται ότι το Ισραήλ έχει συμφωνήσει να πληρώσει τη Ρωσία, ώστε η τελευταία να αποστείλει το Sputnik V στη συριακή κυβέρνηση ως μέρος μιας συμφωνίας απελευθέρωσης κρατουμένου.
Η διπλωματία των εμβολίων περιλαμβάνει επίσης προσπάθειες υποβάθμισης της αξιοπιστίας των προθέσεων ή της αποτελεσματικότητας αντιμαχόμενων δυνάμεων. Η Κίνα και η Ρωσία έχουν κατηγορηθεί από κυβερνήσεις στην Ευρώπη και τη βόρεια Αμερική για κρατικά υποστηριζόμενες καμπάνιες παραπληροφόρησης, που έχουν ως στόχο την υποβάθμιση της αξιοπιστίας των εμβολίων που παράγονται σε αυτές τις περιοχές.
Και η Ρωσία έστειλε προμήθειες του Sputnik V στην Ουγγαρία, σε μια κίνηση που ερμηνεύθηκε από ορισμένους ως απόπειρα υπονόμευσης της ευρωπαϊκής ενότητας και αξιοπιστίας.
Η Ευρώπη και η βόρεια Αμερική μπήκαν όψιμα στο παιχνίδι της προμήθειας εμβολίων σε φτωχότερες χώρες και περιοχές. Προτάσεις από ηγέτες, όπως ο Εμανουέλ Μακρόν της Γαλλίας, για δωρεά εμβολίων σε πιο φτωχές περιοχές, ή διαβήματα από τη Μεγάλη Βρετανία για δωρεά του πλεονάσματος των εμβολίων, αποτελούν εξελίξεις των τελευταίων ημερών.
Παιχνίδια επιρροής;
Μη παρέχοντας προμήθειες εμβολίων σε φτωχές χώρες, κάποιοι στη Δύση έσπευσαν να αμφισβητήσουν την αξιοπιστία των πρωτοβουλιών της Ρωσίας και της Κίνας, παρουσιάζοντας τις ως κυνικά τεχνάσματα διασφάλισης διπλωματικού πλεονεκτήματος.
«Μπορεί να παίρνετε εμβόλια», λένε στον κόσμο, «αλλά ποιο θα είναι το κόστος όσον αφορά τις υποχρεώσεις σας προς τη Ρωσία και την Κίνα;». Ταυτόχρονα, και οι δυτικές δυνάμεις συνοδεύουν τις δικές τους πρωτοβουλίες παροχής διεθνούς βοήθειας από όρους, που συχνά αφορούν φιλοδοξίες σύναψης εμπορικών συμφωνιών.
Η διαχείριση της πανδημίας εντάχθηκε από την πρώτη στιγμή σε διπλωματικές διενέξεις και διαμάχες παγκόσμιας ισχύος: από τις συνεχείς αναφορές της διοίκησης Τραμπ σε «κινέζικο ιό» ως μέρος της ευρύτερης οικονομικής και πολιτικής αντιπαλότητας με την Κίνα, μέχρι τις κινέζικες προσπάθειες να χρησιμοποιήσουν τη δική τους επιτυχία στη διαχείριση ως μέσο για να ενισχύσουν τη νομιμοποίηση αυστηρών μέτρων και περιορισμών στις πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες.
Στην πραγματικότητα, η αντιμετώπιση ασθενειών έχει επί μακρόν χρησιμοποιηθεί ως μέσον αύξησης της ήπιας ισχύος και διασφάλισης συμμάχων. Ο ανταγωνισμός υπερδυνάμεων για επιρροή μέσω ιατρικών θεμάτων είχε σε κάποιες περιπτώσεις και θετικά αποτελέσματα: η επιτυχία της καμπάνιας για την εξάλειψη της ευλογιάς είχε εν μέρει τροφοδοτηθεί από τον ανταγωνισμό Σοβιετικής Ένωσης και ΗΠΑ. Επίσης, μπροστά στην επιδημία του Sars το 2002, η Κίνα παρείχε βοήθεια και υποστήριξη σε πληττόμενες χώρες, με στόχο να αύξηση το παγκόσμιο γόητρό της. Αυτή η προσπάθεια περιλάμβανε και χώρες όπως η Ταιβάν, γεγονός που βρίσκεται σε αντίθεση με την εξαιρετικά τεταμένη σχέση που έχει η Κίνα με την Ταιβάν στην τωρινή πανδημία.
Τέτοιου είδους βοήθεια έτεινε να αυξάνει με πιο αποτελεσματικό τρόπο την ήπια ισχύ των παρόχων, όταν παρουσιαζόταν ως αμερόληπτη και ανιδιοτελής. Για παράδειγμα, πριν συγχωνευτεί με το Υπουργείο Εξωτερικών και Κοινοπολιτεία, το πρώην Τμήμα Διεθνούς Ανάπτυξης της Μεγάλης Βρετανίας είχε εν μέρει ενισχυθεί από την νομικά τεκμηριωμένη εστίασή του στη φτώχεια και από την ανεξάρτητη λειτουργία του. Ο τρέχων αγώνας για τη διπλωματία των εμβολίων από όλες τις πλευρές δεν παρουσιάζει καμία από αυτές τις αρετές.
Η πιθανότητα να μετατραπεί η υγεία του πλανήτη σε μια νέα αρένα ανταγωνισμού για την παγκόσμια ισχύ και την επικράτηση είναι ανησυχητική.
Τα όποια θετικά στοιχεία προέκυψαν στο παρελθόν από τέτοιες αντιπαλότητες, οφείλονταν σε συνεργατικό ανταγωνισμό. Η παγκόσμια απάντηση στον COVID-19, όμως, έχει καταστεί εξαιρετικά αντι-συνεργατική και διχαστική, με τη διάχυση ευθυνών και τη δυσπιστίας.
Οι περιπλοκότητες της παγκόσμιας υγείας και οι ανάγκες των δισεκατομμυρίων ανθρώπων που βρίσκονται αποκλεισμένοι από την επιστήμη των εμβολίων και την καινοτομία, απαιτούν μια πραγματικά παγκόσμια απάντηση. Το αν η διαχείριση της πανδημίας θα οδηγήσει σε πιο ισότιμες συμμαχίες για την υγεία όλων ή αν θα ενισχύσει τα χειρότερα ένστικτα που επιδείχθηκαν τον τελευταίο χρόνο, είναι αυτό που θα καθορίσει όχι μόνο την πορεία του COVID-19, αλλά και την επίδραση επόμενων πανδημιών που μπορεί να απειλήσουν την παγκόσμια υγεία.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Conversation, στις 22 Φεβρουαρίου 2021.
Για τον συγγραφέα
Ο Michael Jennings είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Ανάπτυξης στο SOAS Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.
Διαβάστε επίσης:
“O εμβολιαστικός εθνικισμός και η συσσώρευση εμβολίων από τις πλούσιες χώρες”