Πέθανε η 93χρονη Έμπε ντε Μποναφίνι, πρόεδρος των Μητέρων της Πλατείας του Μαΐου, η οποία εκπροσωπούσε τις πιο ριζοσπαστικές θέσεις των κινημάτων που τάχθηκαν ενάντια στη δικτατορία στην Αργεντινή.
Της Μάγδας Φυτιλή
Η Έμπε ντε Μποναφίνι, πρόεδρος των Μητέρων της Πλατείας του Μαΐου, πέθανε την Κυριακή στο Μπουένος Άιρες, σε ηλικία 93 ετών.
Ένα διεθνές ίνδαλμα του αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η οποία αφιέρωσε περισσότερη από τη μισή της ζωή της στην αναζήτηση των δύο εξαφανισμένων παιδιών της, τα οποία απήχθησαν από την δικτατορία το 1977.
Η πρώην πρόεδρος της Αργεντινής, Κριστίνα Κίσνερ, επιβεβαίωσε τον θάνατο της Μποναφίνι στα κοινωνικά δίκτυα: «Αγαπητή Έμπε, Μητέρα της της Πλατείας του Μαΐου, παγκόσμιο σύμβολο του αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, καμάρι της Αργεντινής. Απλά σε ευχαριστώ και σε αποχαιρετώ».
Η κυβέρνηση του Αλμπέρτο Φερνάντεθ όρισε τριήμερο εθνικό πένθος, σε ένδειξη σεβασμού «στη μνήμη της και στον αγώνα της που θα είναι πάντα παρών ως οδηγός σε δύσκολους καιρούς».
«Ως ιδρύτρια των Μητέρων της Πλατείας του Μαΐου, έριξε φως μέσα στη σκοτεινή νύχτα της δικτατορίας και άνοιξε το δρόμο για την ανάκτηση της δημοκρατίας πριν από σαράντα χρόνια», έγραψε η Casa Rosada σε ανακοίνωσή της.
Η πρόεδρος των «Μητέρων», όπως είναι ευρέως γνωστές στην Αργεντινή, είχε υποβληθεί σε ενδελεχή ιατρικό έλεγχο πριν από λιγότερο από ένα μήνα. Ο θάνατός της αποτέλεσε έκπληξη για όλους.
Μέχρι την τελευταία της μέρα, την έβλεπαν κάθε Πέμπτη μπροστά από την Casa Rosada να κάνει τον γύρο της πλατείας, μια πράξη που από τις 30 Απριλίου 1977, αυτές οι γυναίκες, οι οποίες αντιστάθηκαν στη δικτατορία, δεν έπαψαν ποτέ να πραγματοποιούν.
«Οι γιατροί με αφήνουν να έρχομαι εδώ επειδή γνωρίζουν ότι είναι μέρος της υγείας μου. Χρειάζομαι την πλατεία για να θεραπευτώ, χρειάζομαι να είμαι μαζί σας για να γίνω καλά», είχε δηλώσει πριν από λίγες μέρες.
Η ιστορία των Μητέρων και των Γιαγιάδων της Πλατείας Μαΐου
Οι περισσότερες από αυτές τις γυναίκες ήταν νοικοκυρές που έψαχναν παντού για τα εξαφανισμένα παιδιά τους.
Κάποιες άλλες ήταν γιαγιάδες που ήθελαν να βρουν τα εγγόνια τους που είχαν γεννηθεί στην αιχμαλωσία.
Έψαχναν τους εξαφανισθέντες μόνες τους, ώσπου μια Πέμπτη αποφάσισαν να ενωθούν και να απαιτήσουν να γίνουν δεκτές από τον δικτάτορα Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα. Ένας αστυνομικός τους είπε ότι δεν μπορούσαν να μένουν εκεί ακίνητες και έτσι ξεκίνησαν να κάνουν τον γύρο της πλατείας. Η Έμπε ντε Μποναφίνι ήταν τότε 49 ετών.
«Ο αγώνας μας θα συνεχιστεί, ο λαός της Αργεντινής θα τον συνεχίσει», διαβεβαίωσε η Μποναφίνι τον περασμένο Μάιο σε μια σύντομη συνέντευξή της, κατά τη διάρκεια μιας Πέμπτης.
Ήταν ήδη σε αναπηρικό καροτσάκι, το σώμα της είχε φθαρεί από τα χρόνια, αλλά ο μαχητικός της χαρακτήρας ήταν ανέπαφος.
Η Μποναφίνι πάντα θυμόταν την μοναξιά με την οποία αναζητούσαν τα παιδιά τους τα πρώτα χρόνια, αλλά η επιθυμία να τα αγκαλιάσουν ξανά ξεπερνούσε πάντα το φόβο τους.
Ακόμη και όταν τρεις από τις ιδρύτριες μητέρες του κινήματος της Πλατείας του Μαΐου, – η Azucena Villaflor, η Esther Ballestrino de Careaga και η Mary Ponce de Bianco – απήχθησαν, δεν το έβαλαν κάτω.
«Ήταν πολύ δύσκολο όταν δολοφονήθηκαν η Azucena, η Esthe και η Mary. Τις απήγαγαν, τις βασάνισαν, τις βίασαν και τις πέταξαν ζωντανές στο ποτάμι. Μείναμε εντελώς μόνες μας και καμία δεν ήθελε να επιστρέψει στην πλατεία, οι οικογένειες μας έλεγαν, μην συνεχίζετε, θα σας σκοτώσουν όλες. Πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι για να πείσουμε πολλές μητέρες να επιστρέψουν και να ξεκινήσουμε από την αρχή», είχε δηλώσει σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις της.
Οι Μητέρες δεν εγκατέλειψαν ποτέ τον αγώνα. Ωστόσο, λίγο αφότου η Αργεντινή ανέκτησε τη δημοκρατία το 1983, ξέσπασε μια ιδεολογική διαμάχη στους κόλπους των «Μητέρων», η οποία το 1986 οδήγησε στη διάσπασή τους.
Η διαμάχη αυτή αφορούσε το ζήτημα των καταθέσεων στην Εθνική Επιτροπή για τους Εξαφανισμένους (Comisión Nacional sobre la Desaparición de Personas), CONADEP [1] και τη «θεωρία των δύο δαιμόνων» [2], τις εκταφές των εξαφανισθέντων και την αποδοχή των οικονομικών επανορθώσεων της κυβέρνησης.
Η Μποναφίνι επέμενε στο αίτημα για τη «ζωντανή εμφάνιση» των παιδιών της, ενώ ένα πιο μετριοπαθές κομμάτι της οργάνωσης, το οποίο μετονομάστηκε σε Μητέρες της Πλατείας του Μαΐου-Ιδρυτική Γραμμή, συμφώνησε να διαπραγματευτεί τις οικονομικές επανορθώσεις για τα θύματα, καθώς αποδέχτηκαν πως οι «εξαφανισμένοι» τους δεν θα επέστρεφαν ποτέ πλέον.
«Η ζωή αξίζει μόνο τη ζωή και αυτοί που αποδέχονται τις αποζημιώσεις πουλάνε το αίμα των εξαφανισθέντων», επαναλάμβανε η Μποναφίνι.
Για τη Μποναφίνι, τα παιδιά της ήταν ζωντανά και οποιαδήποτε παραίτηση ισοδυναμούσε με το να τα αφήσει να πεθάνουν.
Έκτοτε, όλο το φάσμα των κινημάτων για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Αργεντινή περιστρεφόταν γύρω από τη Μποναφίνι.
«Πριν από την απαγωγή του γιου μου, ήμουν μια συνηθισμένη γυναίκα, μια ακόμη νοικοκυρά. Δεν ήξερα πολλά πράγματα. Δεν με ενδιέφεραν. Η οικονομική και πολιτική κατάσταση στη χώρα μου ήταν εντελώς ξένη για μένα, αδιάφορη. Ωστόσο, την ημέρα που εξαφανίστηκαν ξέχασα ποια ήμουν. Δεν σκέφτηκα ποτέ ξανά τον εαυτό μου», δήλωνε συχνά η Μποναφίνι για το παρελθόν της.
Συνήθιζε, επίσης να θυμάται την προέλευση των λευκών μαντηλιών, στην αρχή απλά υφασμάτινα μαντήλια που δένονταν γύρω από το κεφάλι και υπενθύμιζαν στους καταπιεστές ότι πάνω απ’ όλα ήταν μητέρες.
Με την πάροδο των ετών, ο αγώνας της Μποναφίνι στράφηκε προς πιο γενικούς σκοπούς, οι οποίοι συνδέονταν με τα κοινωνικά δικαιώματα και την υπεράσπιση των πιο ριζοσπαστικών αριστερών κινημάτων.
Αγκάλιασε τη μπολιβαριανή επανάσταση του Ούγκο Τσάβες, το 2001 «γιόρτασε» την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους στη Νέα Υόρκη επειδή, όπως είπε, δεν ήταν «υποκρίτρια», βρήκε τον ιδεολογικό της πατέρα στο πρόσωπο του Φιντέλ Κάστρο και «υιοθέτησε» πολιτικά την Κριστίνα Κίσνερ.
Αυτό το επαναστατικό πνεύμα δεν επηρέασε τη φήμη της στο εξωτερικό, όπου απέσπασε πολυάριθμα βραβεία και διακρίσεις, μέχρι του σημείου να μοιραστεί πολλές φορές τη σκηνή με τον Βρετανό τραγουδιστή Sting στο τραγούδι They dance alone.
Το τραγούδι αυτό, το οποίο συνέθεσε ο πρώην ηγέτης των Police το 1987, ήταν ένας φόρος τιμής στις Χιλιανές γυναίκες που είχαν χάσει τους άνδρες τους κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοσέτ (1973-1990). Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των εμφανίσεών του στην Αργεντινή, το αφιέρωσε, επίσης, στη δικαίωση των Μητέρων της Πλατείας του Μαΐου.
Οι Μητέρες ίδρυσαν ένα πανεπιστήμιο, βιβλιοθήκες, ραδιοφωνικό σταθμό και ακόμη και ένα τηλεοπτικό σταθμό.
Η Μποναφίνι είχε πάντα την υποστήριξη του Κισνερισμού, ενώ αντιμετώπισε σκληρά την κυβέρνηση του Μαουρίσιο Μάκρι, όπως και την παρούσα του Αλμπέρτο Φερνάντεθ, τον οποίο θεωρούσε προδότη της υπόθεσης του αριστερού περονισμού.
Ένα μεγάλο μέρος του κινήματος για τα ανθρώπινα δικαιώματα την θεωρεί αναντικατάστατη εικόνα, αν και για κάποιους άλλους η Μποναφίνι αποτελούσε την ενσάρκωση του αυταρχισμού.
Σημειώσεις
[1] Η CONADEP συστάθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1983, μόλις πέντε μέρες μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Ραούλ Αλφονσίν. Ολοκλήρωσε το έργο της 9 μήνες μετά και παρέδωσε την έκθεσή της υπό τον τίτλο «Ποτέ ξανά» στην Casa Rosada, στο Προεδρικό Μέγαρο, συνοδευόμενη από 70.000 πολίτες. Η έκθεση των 50.000 σελίδων στοιχειοθετούσε την εξαφάνιση 8.960 πολιτών – αν και οι οργανώσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπολογίζουν τις εξαφανίσεις γύρω στις 30.000 – και την ύπαρξη 340 κέντρων παράνομης κράτησης σε όλη τη χώρα. Η λεπτομερής στοιχειοθέτηση των εξαφανίσεων καταδείκνυε το γεγονός πως επρόκειτο για ένα κρατικό συστηματικό και μεθοδικό υπόγειο σύστημα απαγωγής, παράνομης κράτησης, βασανισμού και εξόντωσης των αντιφρονούντων έξω από οποιαδήποτε νομιμότητα, έστω και προσχηματική. Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιοποιήθηκαν σε έναν τόμο υπό τον τίτλο «Ποτέ ξανά» στις 30 Νοεμβρίου 1984. Η πρώτη του έκδοση, σε 40.000 αντίτυπα, εξαντλήθηκε μέσα στις πρώτες 48 ώρες, ενώ στη συνέχεια μεταφράστηκε σε 25 γλώσσες. Με το πέρασμα του χρόνου αποτέλεσε το διεθνές έμβλημα του αγώνα για την αλήθεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
[2] Η κυβέρνηση Αλφονσίν υιοθέτησε τη «θεωρία των δύο δαιμόνων» (la teoría de los dos demonios) για να ερμηνεύσει ιστορικά την δικτατορία και κυρίως την βία της περιόδου 1973-1986. Σύμφωνα με αυτή την ιστορική ερμηνεία, η ευθύνη για την κλιμάκωση της πολιτικής βίας αποδόθηκε στα δύο άκρα: στους πραξικοπηματίες στρατιωτικούς και στις αντάρτικες οργανώσεις, ενώ η κοινωνία θεωρήθηκε το αθώο θύμα αυτών των δύο συμμετρικών δαιμόνων.
Διαβάστε επίσης:
Η ματωμένη ιστορία της Ford στην Αργεντινή, την περίοδο της δικτατορίας
Κατηγορώντας τα θύματα: Σε άνοδο ο «ιστορικός αρνητισμός» της δικτατορίας στην Αργεντινή