Αυτό που συμβαίνει στη Νοτιοανατολική Ασία, και συγκεκριμένα στην ευρύτερη περιοχή της Κορεατικής χερσονήσου, δεν αφορά μια απλουστευμένη εκδοχή αντιπαράθεσης, όπως παρουσιάζεται από τα περισσότερα δυτικά Μέσα Ενημέρωσης και ορισμένες κυβερνήσεις: ένας «σατανικός ηγέτης» –σε ένα καθεστώς ξεχασμένο από την ιστορία– που συγκρούεται με τον «υπόλοιπο πολιτισμένο κόσμο». Ενδιαφέρον θα είχε, άλλωστε, να πραγματοποιηθεί μια έρευνα για τον τρόπο που καλύπτονται οι «απειλές» του ηγέτη της Βόρειας Κορέας, σε χώρες δυτικών πόλων εξουσίας και του υπόλοιπου κόσμου. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, η αντιπαράθεση αυτή θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να λάβει τη μορφή ένοπλης σύγκρουσης και να αποτελέσει την αρχή ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος που απειλεί ολόκληρο τον πλανήτη. Αποτελεί όμως, πράγματι, αυτό ένα ρεαλιστικό σενάριο;
Του Χρήστου Ηρακλείδη
Σε αντίθεση με ό,τι παρουσιάζουν πολλά ΜΜΕ, μάλλον όχι. Δεν θα μπορούσε να είναι έτσι, αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος και την ισχύ (πολιτική, οικονομική, στρατιωτική) της Πιόνγιανγκ, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες δυνάμεις που ασκούν εξουσία στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της Νότιας Κορέας.
Ένα πρώτο εύλογο ερώτημα είναι ενάντια σε ποιον στρέφεται η κλιμάκωση των δοκιμών από το καθεστώς.
Η απάντηση «ενάντια σε όλο τον πλανήτη» δεν πρέπει να θεωρείται σοβαρή, αν σκεφτούμε τη δυνατότητα που έχουν τα κράτη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ να απαντήσουν σε ένα κράτος με απαρχαιωμένα στρατιωτικά μέσα, αμφίβολης αποτελεσματικότητας οικονομικά μέσα και με πληθυσμό κοντά στα 25 εκατομμύρια. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ως απάντηση στις πυραυλικές δοκιμές του καθεστώτος, τα αντιπυραυλικά συστήματα που στοχεύουν στην κατάρριψη πυραύλων εδάφους-εδάφους, τα οποία έχουν αναπτυχθεί και βελτιστοποιηθεί από τις πολεμικές βιομηχανίες των μεγαλύτερων κρατών, και κοστίζουν τεράστια ποσά στους φορολογούμενους. Μια περισσότερο ρεαλιστική προσέγγιση αφορά ευρύτερα γεωπολιτικά στρατηγικά συμφέροντα στην περιοχή.
Συγκεκριμένα, υψίστης σημασίας είναι η αντιπαράθεση της Κίνας με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους για σειρά ζητημάτων – δηλαδή ο γεωπολιτικός παράγοντας.
Σε ένα υποθετικό σενάριο όπου οι ΗΠΑ θα αναλάμβαναν πρωτοβουλία για μονομερή ανάσχεση της «απειλής» της Πιόνγιανγκ, το Πεκίνο θα λάμβανε όλα τα απαραίτητα μέτρα για να την αποτρέψει: πολιτικά-διπλωματικά μέσω του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ αλλά και στρατιωτικά με την κινητοποίηση ναυτικών δυνάμεων στην περιοχή.
Το γεγονός αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το διακύβευμα δεν συνδέεται μόνο με τη συμπεριφορά ενός ηγέτη αλλά με την καθιερωμένη παρουσία των ΗΠΑ στη Νοτιοανατολική Ασία, και την ικανότητά τους να αποδεικνύουν ανά πάσα στιγμή την ηγετική τους ισχύ. Αυτή η ικανότητα (η μη) της Ουάσιγκτον αποτελεί την ουσιαστική αιτία αντιπαράθεσης με το Πεκίνο, κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Με δεδομένη τη θέση της Κίνας –και της Ρωσίας που σε αντίθεση με την Ανατολική Ευρώπη φαίνεται να «ακολουθεί» διπλωματικά και πολιτικά την Κίνα– οι ΗΠΑ δεν έχουν την απόλυτη εξουσία στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Η δυνατότητα να τεθεί βέτο σε κινήσεις της Ουάσιγκτον στην περιοχή έχει μεγάλη σημασία για το Πεκίνο.
Μονομερείς κινήσεις θα μπορούσαν να είναι υπό μια ακραία μορφή ο βομβαρδισμός βάσεων εκτόξευσης πυραύλων, καθώς και των τοποθεσιών για την κατασκευή τους, όμως αυτές δεν φαίνονται πιθανές, ανεξάρτητα από κινήσεις όπως οι υπερπτήσεις βομβαρδιστικών πάνω από το έδαφος της Βόρειας Κορέας ή οι στρατιωτικές ασκήσεις με τη συμμετοχή των συμμάχων των ΗΠΑ στην περιοχή.
Αυτές οι ενέργειες συγκαταλέγονται περισσότερο σε μια προσπάθεια επίδειξης ισχύος, καθώς ένα σενάριο ανάληψης πραγματικής δράσης φαντάζει ακραίο. Για αυτό, άλλωστε, και οι εμπλεκόμενες δυνάμεις συχνά επικαλούνται τη διπλωματική οδό για την επίλυση της κρίσης. Μολονότι όλες οι δυνάμεις στο πλαίσιο του ΟΗΕ καταδικάζουν τις πυραυλικές δοκιμές, δεν συνηγορούν, τουλάχιστον σε αυτή την φάση, στον καθορισμό κυρώσεων που θα πλήξουν άμεσα το καθεστώς της Πιόνγιανγκ, καθώς και στη διαμόρφωση ενός δρόμου αντιμετώπισης της «απειλής».
Σε αντίθεση με ό,τι παρουσιάζεται από δυτικά Μέσα Ενημέρωσης που προβάλλουν την εικόνα του τρόμου και της απειλής, αυτό που διακυβεύεται είναι τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή και η δυνατότητα ανάσχεσης της (συνεχώς) αυξανόμενης ισχύος της Κίνας στην περιοχή. Το γεγονός αυτό πρώτον, μετατοπίζει την αντιπαράθεση των δυτικών πόλων εξουσίας από την Ευρώπη στην Ανατολική Ασία και δεύτερον αποτελεί πεδίο διαμόρφωσης νέων συσχετισμών για την Ουάσιγκτον στην περιοχή. Η κλιμάκωση, όπως και σε κάθε αντίστοιχη περίπτωση, δεν μπορεί να αποκλειστεί, όμως ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν αφορά μόνο την συμπεριφορά ενός ηγέτη που χλευάζεται από πόλους εξουσίας σε διεθνές επίπεδο.