Ο Φερδινάνδος Μάρκος ο νεώτερος, γιος του πρώην δικτάτορα, κέρδισε μια συντριπτική νίκη στις φετινές προεδρικές εκλογές των Φιλιππίνων. Την ευθύνη για αυτήν την καταστροφή φέρουν οι φιλελεύθεροι πολιτικοί, οι οποίοι δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουν τις πιο στοιχειώδεις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις όσο ήταν στην εξουσία.
Tων Herbert Docena, Maria Khristine Alvarez και Joshua Makalintal
Μετάφραση: Σάκης Στεργενάκης
Το 1986, η Πρόεδρος των Φιλιππίνων Κορασόν Ακίνο βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα δύσκολο δίλημμα. Είχε μόλις ορκιστεί ως επικεφαλής μιας αυτοαποκαλούμενης «επαναστατικής» κυβέρνησης, μετά την επιτυχία, εκείνη τη χρονιά, της Επανάστασης της Λαϊκής Εξουσίας, όπως ονομάστηκε η μαζική εξέγερση που ανέτρεψε τη δικτατορία του Φερδινάνδου Μάρκος του πρεσβύτερου.
Ωστόσο, καθώς η Ακίνο ετοιμαζόταν να πιάσει δουλειά, διαπίστωσε ότι ο Μάρκος και οι φίλοι του είχαν αδειάσει τα δημόσια ταμεία.
Ακόμη χειρότερα, τραπεζικά στελέχη της Wall Street συνέχισαν να τηλεφωνούν, απαιτώντας από την κυβέρνησή της να επιστρέψει τα 27 δισεκατομμύρια δολάρια που είχαν δανείσει στις Φιλιππίνες.
Η αποτυχία συμμόρφωσης θα σήμαινε τεράστιες απώλειες για την οικονομική ελίτ της χώρας –μέρος της οποίας ήταν και η ίδια η Aκίνο– καθώς θα διακοπτόταν η πρόσβασή τους σε πιστώσεις και η αξία των μετοχών τους θα βυθιζόταν.
Από την άλλη πλευρά, αν συμμορφωνόταν με τις απαιτήσεις για πληρωμές, αυτό θα σήμαινε ότι θα έμεναν ελάχιστα χρήματα για να δαπανηθούν για την κοινωνική πρόνοια ή τη δημιουργία θέσεων εργασίας, καθώς εκατομμύρια Φιλιππινέζοι παρέπαιαν από τη βαθύτερη ύφεση που είχε βιώσει η χώρα τους από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θα αντιστεκόταν η Ακίνο στις τράπεζες και θα αρνιόταν να πληρώσει ή θα υποχωρούσε;
Σημεία Καμπής
Είναι χρήσιμο να ανατρέξουμε σήμερα σε αυτήν και σε άλλες αποφασιστικές συγκυρίες στα χρόνια που ακολούθησαν την ανατροπή του πρώην δικτάτορα, υπό το φως των συζητήσεων που εξακολουθούν να μαίνονται, μετά τη νίκη του γιου και συνονόματού του στις φετινές προεδρικές εκλογές της χώρας.
Ο Φερδινάνδος “Bongbong” Μάρκος ο νεώτερος ήταν ένας υποψήφιος που αρνήθηκε να απολογηθεί για τα εγκλήματα του πατέρα του και ορκίστηκε να συνεχίσει τη βάναυση και μοχθηρή πολιτική ατζέντα του άμεσου προκατόχου του Ροντρίγκο Ντουτέρτε. Πώς κατάφερε να εξασφαλίσει το μεγαλύτερο μερίδιο ψήφων για οποιονδήποτε υποψήφιο από την εποχή της πτώσης του πατέρα του, λαμβάνοντας σχεδόν το 59% σε ένα εκλογικό σύστημα που δεν προβλέπει δεύτερο γύρο;
Ταραγμένοι από τα εκλογικά αποτελέσματα, ορισμένοι εξήγησαν τον θρίαμβο του Μάρκος του νεώτερου ως το αποτέλεσμα μιας εξαιρετικά αποτελεσματικής προσπάθειας «παραπληροφόρησης» εναντίον της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης.
Άλλοι κατηγόρησαν τη δική τους υποψήφια, τότε εν ενεργεία αντιπρόεδρο Λένι Ρομπρέδο, λέγοντας ότι έχασε λόγω των «ελιτιστικών» μηνυμάτων της εκστρατείας της ή λόγω αδυναμίας να ακούσει.
Αυτές οι εξηγήσεις έχουν την αξία τους, αλλά εξακολουθούν να μας αφήνουν με μεγαλύτερα ερωτήματα. Πώς η σαφής πλειοψηφία του εκλογικού σώματος ήταν τόσο διατεθειμένη να πιστέψει ή να αγνοήσει ξεκάθαρα ψέματα από τον “Bongbong” Μάρκος και τους συμμάχους του; Ποιες είναι οι συνθήκες υπό τις οποίες τα τεράστια πλεονεκτήματα για έναν υποψήφιο ή τα κακά μηνύματα που αναπτύσσονται εκ μέρους ενός άλλου γίνονται καθοριστικά;
Για να αντιμετωπίσουμε αυτά τα ζητήματα, πρέπει να ιστορικοποιήσουμε την τρέχουσα στιγμή στην πολιτική σκηνή των Φιλιππίνων και να επικεντρωθούμε σε μια συγκεκριμένη ομάδα παραγόντων που κρατούνται εκτός οπτικής από πολλούς σχολιαστές του κυρίαρχου ρεύματος. Στη συνέχεια, θα δούμε το ιστορικό της Ακίνο και των πολλών άλλων φιλελεύθερων που διαμόρφωσαν τις τύχες εκατομμυρίων Φιλιππινέζων τις τελευταίες δεκαετίες.
Δημοκρατια ‘cacique’
Το ζήτημα του τρόπου αντιμετώπισης του χρέους της χώρας ήταν μόνο ένα από τα πολλά διλήμματα που αντιμετώπισε το μεταδικτατορικό κατεστημένο, καθώς οδήγησε το κράτος προς την αποκατάσταση αυτού που ο Μπένεντικτ Άντερσον αποκάλεσε «δημοκρατία cacique».
Η «δημοκρατία cacique» είναι ένα σύστημα στο οποίο όλοι μπορούν να ψηφίσουν, αλλά οι οικογένειες των γαιοκτημόνων στην ουσία καθορίζουν τα εκλογικά αποτελέσματα, μέσω των πελατειακών τους δικτύων και του ελέγχου της γραφειοκρατίας.
Αυτά τα ζητήματα έθιγαν πάντα ένα ευρύτερο ερώτημα που είχαν αντιμετωπίσει εδώ και καιρό οι φιλελεύθεροι ρεφορμιστές: Πώς θα μετέτρεπαν τις Φιλιππίνες σε μια πιο σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία;
Μπροστά τους είχαν δύο βασικούς δρόμους. Ο πρώτος ήταν ο αναπτυξιακός δρόμος που είχαν αρχικά ακολουθήσει οι προδικτατορικές κυβερνήσεις, αλλά δεν κατάφεραν να το πράξουν αποτελεσματικά και τελικά επέλεξαν να τον εγκαταλείψουν. Υπό αυτή την προοπτική, αυτοί που αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού (εργάτες, αγρότες κ.λπ.) θεωρούνταν ως οι κύριες εν δυνάμει μηχανές της οικονομίας. Αν επρόκειτο να παράγουν περισσότερο πλούτο, το κράτος έπρεπε να αυξήσει την αγοραστική τους δύναμη μέσω μιας σειράς μεταρρυθμίσεων: να διαλύσει τις τεράστιες χασιέντες της χώρας και να τους δώσει γη, να αυξήσει τους μισθούς τους, να εξασφαλίσει ασφάλεια εργασίας, να διατηρήσει την τιμή των βασικών αγαθών σε χαμηλά επίπεδα, απαλλάσσοντάς τους από φόρους και παρέχοντάς τους στέγαση.
Σε αυτό το σενάριο, η εθνική οικονομία θα έπρεπε να ενισχυθεί εκ των έσω, μέσω της αύξησης της βιομηχανικής ικανότητας της χώρας με την καλλιέργεια και τον έλεγχο του εγχώριου κεφαλαίου και με την ενθάρρυνση της τοπικής αγοράς. Το κράτος θα αποσπούσε μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού πλεονάσματος από τους πλούσιους και θα το διοχέτευε προς παραγωγικές επενδύσεις που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν έναν ενάρετο κύκλο υψηλότερης απασχόλησης, διευρυμένης κατανάλωσης και μεγαλύτερου πλεονάσματος.
Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η νέα κυβέρνηση θα απέρριπτε τα εξωτερικά χρέη που είχε συσσωρεύσει ο Μάρκος ο πρεσβύτερος για να βελτιώσει τα επίπεδα κοινωνικής πρόνοιας και να δημιουργήσει περισσότερες ευκαιρίες εργασίας.
Η δεύτερη επιλογή ήταν ο νεοφιλελεύθερος δρόμος που ο ίδιος ο Μάρκος ο πρεσβύτερος είχε αρχίσει να ακολουθεί τα τελευταία χρόνια της θητείας του. Αυτό το πλαίσιο θεωρούσε τις ιδιοκτησιακές τάξεις ως τους κύριους κινητήριους παράγοντες της οικονομίας. Ενώ οι νεοφιλελεύθεροι ιδεολόγοι μιλούσαν συχνά για «οπισθοχώρηση των συνόρων του κράτους» – στην πραγματικότητα, δεν επρόκειτο τόσο για απόσυρση του κράτους, όσο για ανάληψη ενός διαφορετικού ρόλου εκ μέρους του. Η λειτουργία του θα ήταν τώρα να βοηθήσει τις οικονομικές ελίτ της χώρας να συσσωρεύσουν περισσότερο πλούτο.
Αυτό θα συνεπαγόταν την συγκέντρωση γης στα χέρια μεγαλύτερων επιχειρήσεων (για να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας) και διατήρηση χαμηλών μισθών και «ευελιξίας» της εργασίας. Θα σήμαινε επίσης την παράδοση της παροχής βασικών υπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα, τη μεταφορά του βάρους της φορολογίας στους ώμους των φτωχών και τον περιορισμό της επέκτασης των κοινωνικών παροχών.
Επιλέγοντας Πλευρά
Ο δρόμος που θα ακολουθούσαν οι φιλελεύθεροι διάδοχοι του Μάρκος του πρεσβύτερου δεν ήταν σε καμία περίπτωση προκαθορισμένος. Ο μεγάλος συνασπισμός της Κορασόν Ακίνο περιελάμβανε μερικούς σχετικά προοδευτικούς αξιωματούχους σε θέσεις επιρροής που την πίεσαν να ακολουθήσει τον πρώτο δρόμο. Ήταν πεπεισμένοι ότι μόνο βοηθώντας αυτούς που βρίσκονταν στον πάτο θα δημιουργούνταν περισσότερος πλούτος που τελικά θα έρρεε προς τα πάνω. Από την άλλη πλευρά, στελέχη της κεντροδεξιάς, συμπεριλαμβανομένων πρώην διορισθέντων του Μάρκος, αντέδρασαν, εμμένοντας στην ατζέντα τους για τη «διάχυση του πλούτου προς τα κάτω μέσω των μηχανισμών της αγοράς» [trickle down].
Αν και μεγάλο μέρος της συζήτησης που εκτυλίχθηκε μεταξύ αυτών των δύο αντιμαχόμενων φιλελεύθερων στρατοπέδων διατυπώθηκε στην τεχνική γλώσσα των οικονομικών, η καρδιά του θέματος ήταν τελικά πολιτική.
Εξάλλου, η αναδιανομή του πλούτου προς τα κάτω θα απαιτούσε από το κράτος να επιβάλει το μονοπώλιό του στη νόμιμη χρήση βίας κατά της κυρίαρχης τάξης της χώρας. Αυτό θα ήταν απαραίτητο εάν η κυβέρνηση επρόκειτο να αφαιρέσει από τους μεγάλους γαιοκτήμονες τις τεράστιες γαίες τους, να υποχρεώσει τους καπιταλιστές να αυξήσουν τους μισθούς ή να περιορίσει τις μεγάλες επιχειρήσεις από το να ανεβάσουν τις τιμές τους.
Η αναδιανομή του πλούτου προς τα πάνω, αντίθετα, θα απαιτούσε από το κράτος να χρησιμοποιήσει την καταναγκαστική του ισχύ ενάντια στις λαϊκές τάξεις προκειμένου να εφαρμόσει κοινωνικά μέτρα που ρίχνουν τα βάρη στους φτωχούς. Ήταν τελικά ζήτημα πολιτικής επιλογής: Ποιανού την πλευρά θα έπαιρναν οι φιλελεύθεροι και ποιον θα επέλεγαν να βλάψουν;
H Ακίνο αρχικά προσπάθησε να εξισορροπήσει τα συμφέροντα και των δύο πλευρών, αλλά τελικά αγκάλιασε τη νεοφιλελεύθερη πορεία.
Επέλεξε να εξυπηρετήσει τα χρέη της χώρας άνευ όρων και στο ακέραιο, συμπεριλαμβανομένων και αυτών των ιδιωτών δανειοληπτών. Αμέσως μετά, εκκαθάρισε το υπουργικό συμβούλιο της από προοδευτικούς, αφαιρώντας αριστερές φιγούρες από τις κορυφαίες θέσεις και αντικαθιστώντας τις με «βαμμένους» οπαδούς της ελεύθερης αγοράς. Σε μια αντιπροσωπευτική κίνηση, η Ακίνο απέλυσε τον φιλεργατικό υπουργό Εργασίας της και τον αντικατέστησε με τον δικηγόρο που εκπροσωπούσε τη μεγαλύτερη ομάδα εργοδοτών της χώρας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Ακίνο δεν έθεσε εμπόδια όταν το Κογκρέσο που κυριαρχούνταν από γαιοκτήμονες ψήφισε έναν υποτιθέμενο νόμο «μεταρρύθμισης γης» που περιείχε τόσα πολλά «παραθυράκια» που κατέληξε να προωθήσει τα συμφέροντα των ελίτ που είχαν επενδύσει στις αγροτικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της οικογένειας της ίδιας της Ακίνο.
Κράτησε επίσης αυστηρά χαμηλά τα όρια στους μισθούς, προώθησε την «εργατική ευελιξία» και χρησιμοποίησε τους νόμους της εποχής του Μάρκος για να πατάξει τα συνδικάτα.
Απρόθυμη να αυξήσει τους φόρους στους πλούσιους, η Ακίνο οδήγησε τη χώρα προς ένα πιο επαχθές για τις ασθενέστερες τάξεις φορολογικό σύστημα. Με την ελπίδα να προσελκύσει περισσότερες επενδύσεις και να επιτρέψει στις εταιρείες των Φιλιππίνων να διεισδύσουν στις ξένες αγορές, χαλάρωσε επίσης τους περιορισμούς στις ροές κεφαλαίων και σύναψε εμπορικές συμφωνίες με άλλες χώρες. Είναι ενδεικτικό ότι, καθώς περνούσαν τα χρόνια, η Πρόεδρος σταμάτησε να χρησιμοποιεί εντελώς τις λέξεις «επανάσταση» ή «λαϊκή εξουσία» στις δημόσιες δηλώσεις της.
Νικητές και Ηττημένοι
Αφού η Ακίνο ολοκλήρωσε τη θητεία της, ο επιλεγμένος διάδοχός της, ο Φιντέλ Ράμος, πρώην επικεφαλής της εθνικής αστυνομίας υπό τον Μάρκος, ενίσχυσε τον νεοφιλελεύθερο μετασχηματισμό της οικονομίας των Φιλιππίνων.
Η κυβέρνησή του ιδιωτικοποίησε και «επαναρρύθμισε» τις μεγαλύτερες υποδομές της χώρας, πουλώντας ζωτικής σημασίας δημόσιες υπηρεσίες, όπως η διανομή νερού και η μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας σε μερικούς από τους μεγαλύτερους ομίλους στις Φιλιππίνες. Στελεχώνοντας την κυβέρνησή του με περισσότερους δεξιούς τεχνοκράτες, ο Ράμος μείωσε επίσης δραματικά τους δασμούς και ήρε τους ρυθμιστικούς περιορισμούς στις μεγάλες επιχειρήσεις.
Οι επιλογές που έκαναν η Ακίνο, ο Ράμος και οι τεχνοκράτες γύρω τους είχαν βαθιές επιπτώσεις σε εκατομμύρια ανθρώπους. Κάνοντας τόσα πολλά βήματα για την αποκατάσταση της «εμπιστοσύνης των επενδυτών», κατάφεραν να αντλήσουν περισσότερα κεφάλαια και να δημιουργήσουν οικονομική ανάπτυξη. Ως αποτέλεσμα, ένα μικρό τμήμα του πληθυσμού ανέβηκε στην κοινωνική κλίμακα, κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης της εξωτερικά ωθούμενης οικονομικής επέκτασης.
Αυτό περιελάμβανε ένα αναδυόμενο στρώμα από νεόπλουτους μεγάλους καπιταλιστές που έκαναν περιουσία σε ακίνητα, στο λιανεμπόριο και άλλους τομείς ανάπτυξης. Επωφελήθηκαν επίσης επαγγελματίες που προσλαμβάνονταν από αυτούς τους καπιταλιστές και από διεθνικές εταιρείες, όπως και οι υπάλληλοι γραφείου που απασχολούνταν στην αναπτυσσόμενη βιομηχανία των «call center». Οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκαν, καθώς το κράτος κατάφερε να αυξήσει τα έσοδα μέσω της αυξημένης φορολόγησης των ασθενέστερων.
Ωστόσο, χρησιμοποιώντας την κρατική βία για να βοηθήσει το κεφάλαιο να εντείνει την εκμετάλλευση και την απώλεια περιουσίας των μαζών, οι φιλελεύθεροι στην εξουσία περιόρισαν εισοδηματικά ένα πολύ μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού.
Δεκάδες εκατομμύρια εργαζόμενοι είδαν το βιοτικό τους επίπεδο να πέφτει μεταξύ 1986 και 1997. Πολλοί άλλοι έχασαν τις δουλειές τους εντελώς, καθώς ξεκίνησε η αποβιομηχάνιση.
Εκατοντάδες χιλιάδες δάσκαλοι, γιατροί, νοσηλευτές και άλλοι από τη μεσαία τάξη βρέθηκαν σε χειρότερη θέση, καθώς τα εισοδήματα παρέμειναν στάσιμα και οι ευκαιρίες απασχόλησης περιορίστηκαν.
Πολλοί μικροκαλλιεργητές εξαθλιώθηκαν, καθώς ισχυρά επιδοτούμενα αγαθά από το εξωτερικό πλημμύρισαν την τοπική αγορά. Αμέτρητοι καταστηματάρχες αναγκάστηκαν να κλείσουν τις επιχειρήσεις τους, καθώς οι αλυσίδες καταστημάτων ξεφύτρωσαν σε όλη τη χώρα. Εκατοντάδες χιλιάδες άτυποι ένοικοι εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, ακόμη και οι μισθωτοί επαγγελματίες βόγκηξαν καθώς οι τιμές του νερού, του ηλεκτρικού ρεύματος, του φυσικού αερίου και των βασικών αγαθών εκτινάχθηκαν στα ύψη μετά την ιδιωτικοποίηση αυτών των τομέων.
Κύμα Δυσαρέσκειας
Οικονομικά χειμαζόμενοι και πολιτικά απογοητευμένοι, εκατομμύρια Φιλιππινέζοι άρχισαν να βλέπουν την «Επανάσταση της Λαϊκής Δύναμης» υπό πιο αρνητικό πρίσμα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά, ένα κύμα δυσαρέσκειας εμφανίστηκε σιγά σιγά μεταξύ των κατώτερων τάξεων.
Πολλοί έγιναν πιο δύσπιστοι για την εκδοχή των γεγονότων που προωθούσαν οι φιλελεύθεροι, πριν τελικά τους γυρίσουν την πλάτη. Πράγματι, μπορούμε να διαβάσουμε μεγάλο μέρος της ιστορίας των Φιλιππίνων μετά το 1997 ως την ιστορία των καταπιεσμένων μαζών που στρέφονται σταδιακά ενάντια στη μετα-Μάρκος τάξη, με διάφορες πολιτικές δυνάμεις είτε να προσπαθούν να εκτονώσουν και να εκτρέψουν την εχθρότητά τους είτε να τη διοχετεύσουν προς τις δικές τους προτιμώμενες αποφάσεις.
Μπορούμε να βρούμε πολλαπλά παραδείγματα αυτής της διαδικασίας απογοήτευσης με το φιλελεύθερο κατεστημένο, πρώτα ανάμεσα στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις και αργότερα στα μεσαία στρώματα. Ο λαϊκιστής Τζόζεφ Εστράντα νίκησε τον χρισμένο διάδοχο του Φιντέλ Ράμος το 1998 και οι φτωχοί κάτοικοι των πόλεων ξεκίνησαν μια μαζική εξέγερση το 2001 για να επαναφέρουν τον Εστράντα ως Πρόεδρο μετά την ανατροπή του νωρίτερα εκείνο το έτος.
Ακολούθησε η εκλογική νίκη του Ροντρίγκο Ντουτέρτε επί του προτιμώμενου υποψηφίου των φιλελεύθερων, Μαρ Ρόξας, το 2016.
Καθώς η αγανάκτηση εξαπλώθηκε, άλλα μέλη του φιλελεύθερου κατεστημένου προσπάθησαν να κατευνάσουν τη μαζική δυσαρέσκεια, ενώ διάφοροι «αουτσάιντερ» προσπάθησαν να την εκμεταλλευτούν.
Χωρίς περισσότερα στοιχεία για την κοινή γνώμη στις Φιλιππίνες, είναι δύσκολο για εμάς να καταλήξουμε σε οριστικά συμπεράσματα σχετικά με τους λόγους που τόσοι πολλοί άνθρωποι από τα κατώτερα στρώματα επέλεξαν να συσπειρωθούν πίσω από έναν ακόμη «αουτσάιντερ» στις εκλογές του Μαΐου φέτος. Ωστόσο, είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς ότι η επαναλαμβανόμενη χρήση βίας από τους φιλελεύθερους στην εξουσία για την προώθηση των συμφερόντων του κεφαλαίου –και τις επιπτώσεις που είχε αυτό στις υλικές συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων– δεν είχε καμία επίδραση σε αυτήν την επιλογή.
Σε αντίθεση με τους συμβατικούς αντιδραστικούς λαϊκιστές, ο Mάρκος ο νεώτερος εκμεταλλεύτηκε αυτό το κύμα πολιτικών συναισθημάτων, χρησιμοποιώντας έναν φαινομενικά αντιλαϊκιστικό λόγο συμφιλίωσης που τον ξεχώρισε από την αυταρχική-δημαγωγική προσωπικότητα του προκατόχου του.
Η στρατηγική του ανέπτυξε ανακυκλωμένες αφηγήσεις «ενότητας» και στρεβλώσεις της ιστορίας. Η επιστράτευση αυτής της ρητορικής ενώ τον παρουσίαζε ως θύμα του μεταδικτατορικού κατεστημένου, αποδείχθηκε πολιτικά επωφελής για τον Μάρκος Τζούνιορ, καθώς έκλεισε τα ζητήματα λογοδοσίας και κατέστησε περιττό να παρουσιαστεί στις εκλογές με μια ξεκάθαρη πολιτική πλατφόρμα.
Το πολιτικό μήνυμα του Bongbong επικεντρώθηκε σε μια έκκληση για αποζημιώσεις για την αντιμετώπιση των αποτυχιών των μεταδικτατορικών χρόνων.
Αν και το σλόγκαν της προεκλογικής του εκστρατείας ήταν «ενότητα», υποσχέθηκε τον εκτοπισμό της φιλελεύθερης πολιτικής ολιγαρχίας της χώρας.
Αυτό είχε απήχηση σε πολλούς, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είχαν δυσαρεστηθεί με τον Ντουτέρτε, αλλά παρόλα αυτά συνέχισαν να τον υποστηρίζουν.
Ο Μάρκος ο νεώτερος πρόσφερε στους ψηφοφόρους την επιλογή μεταξύ της γέννησης μιας αόριστα καθορισμένης «νέας κοινωνίας» ή μιας επανάληψης της δυστυχίας που είχαν βιώσει υπό τη φιλελεύθερη διακυβέρνηση.
Ψήφοι Διαμαρτυρίας
Τελικά, ο “Bongbong” Μάρκος μπορεί κάλλιστα να οδηγήθηκε στη νίκη, όχι μόνο από τον χείμαρρο της παραπληροφόρησης που εξαπέλυσε ή τη ροή μετρητών που εκταμίευσε, αλλά και από ένα κύμα λαϊκής δυσαρέσκειας που δεν θα μπορούσε να το προκαλέσει από μόνος του, αλλά το οποίο διοχέτευσε δολίως προς την κατεύθυνση που προτιμούσε.
Μπροστά στην αυξανόμενη αποκήρυξη της φιλελεύθερης πολιτικής, ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να είχε κερδίσει η κύρια αντίπαλός του, η Λένι Ρομπρέδο, θα ήταν να αποστασιοποιηθεί πλήρως από το φιλελεύθερο κατεστημένο. Ωστόσο, αντί να αποκηρύξει το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα του πολιτικού της στρατοπέδου προς όφελος μιας πιο ξεκάθαρης πλατφόρμας υπέρ των εργαζομένων και των φτωχών, η Ρομπρέδο εστίασε την εκστρατεία της στις μεταρρυθμίσεις της διακυβέρνησης.
Παρόλο που το στρατόπεδό της υπέγραψε «δεσμεύσεις» με διάφορους τομείς, που αφορούν την εργασία και τους φτωχούς των πόλεων, αυτές οι δεσμεύσεις ήταν συχνά ασαφείς και σε μεγάλο βαθμό περιθωριακές στο πρόγραμμά της. Όπως και οι πολιτικοί προκάτοχοί της, η Ρομπρέδο αοριστολόγησε στις πιο ουσιαστικές δεσμεύσεις –όπως, για παράδειγμα, η κατάργηση όλων των μορφών συμβάσεων εργασίας, ο καθορισμός εθνικού κατώτατου μισθού, η επιβολή φόρου περιουσίας στους δισεκατομμυριούχους ή η αποποινικοποίηση των αμβλώσεων– για να κατευνάσει τους πλούσιους και συντηρητικούς υποστηρικτές της.
Μπορούμε πραγματικά να κατηγορήσουμε εκείνους από τις μάζες που διείδαν τα κίνητρα της απόφασης της εκστρατείας της Ρομπρέδο να αντικαταστήσει τα παραδοσιακά κίτρινα χρώματα της εκστρατείας των φιλελεύθερων με μια νέα απόχρωση του ροζ και που ανταπέδωσαν την απαξίωση της με τη δική τους περιφρόνηση;
Τα εκλογικά στοιχεία είναι πενιχρά, αλλά οι καταμετρήσεις σε επίπεδο χωριού υποδηλώνουν ότι η ήττα της Ρομπρέδο ήταν μια «ψήφος διαμαρτυρίας» με έναν αναμφισβήτητο ταξικό χαρακτήρα.
Ενώ η Ρομπρέδο επικράτησε σε πολλές επαρχίες χαμηλού εισοδήματος, ως επί το πλείστον, η λίστα των περιοχών που κέρδισε μοιάζει με ατζέντα διευθύνσεων κοινωνικών ομάδων που δεν τα πήγαν και τόσο άσχημα μετά το 1986: Forbes Park, Bel-Air, Corinthian Gardens , Greenhills, White Plains. Εν τω μεταξύ, ο Mάρκος ο νεώτερος κέρδισε σχεδόν όλους τους άτυπους οικισμούς, τις εργατικές συνοικίες και τις περιοχές της κατώτερης μεσαίας τάξης που υπέφεραν ή δεν ωφελήθηκαν πολύ από τη μεταδικτατορική επέκταση της οικονομίας.
Αντίκτυπος
Σίγουρα, οι φιλελεύθεροι δεν μπορούν να θεωρηθούν αποκλειστικά υπεύθυνοι για την επιστροφή των Μάρκος στην έδρα της πολιτικής εξουσίας. Όπως έχουμε υποστηρίξει σε ένα προηγούμενο δοκίμιο, πολλοί προοδευτικοί στις Φιλιππίνες έπαιξαν επίσης ρόλο σε αυτή την έκβαση, επιλέγοντας να συμμετάσχουν σε συνασπισμούς που κυριαρχούν οι ελίτ ή αναβάλλοντας κάθε συζήτηση για τη διαμόρφωση ενός σοσιαλιστικού προγράμματος στην εκλογική σφαίρα σε κάποιο απροσδιόριστο μελλοντικό σημείο.
Με αυτόν τον τρόπο, στέρησαν από τους ανθρώπους ένα εναλλακτικό πλαίσιο για να κατανοήσουν τα δεινά τους και έναν απελευθερωτικό ορίζοντα προς τον οποίο θα μπορούσαν να βαδίσουν. Αυτό σήμαινε ουσιαστικά την εγκατάλειψή τους στους Ντουτέρτε και τους Μάρκος, καθώς ο θυμός τους έβραζε και έψαχναν για εναλλακτικές. Ωστόσο, οι αποτυχίες της αριστεράς των Φιλιππίνων δεν ήταν σε καμία περίπτωση στο ίδιο επίπεδο με τα πεπραγμένα των φιλελεύθερων της χώρας στην εξουσία.
Οι ελλείψεις των πρώτων προέρχονταν από μια θέση αδυναμίας παρά δύναμης, σε αντίθεση με εκείνες των φιλελεύθερων. Οι πολιτικοί τους πόροι μειώθηκαν και, καθώς οι τάξεις τους αποδεκατίστηκαν, ο σεχταρισμός τους αυξήθηκε. Η καταστολή από τους φιλελεύθερους στην κυβέρνηση επίσης εντάθηκε. Μπροστά σε αυτές τις ραγδαίες εξελίξεις, η Αριστερά αντιμετώπισε επίσης πολλαπλούς περιορισμούς στην επικαιροποίηση της πολιτικής της ανάλυσης.
Ομοίως, ο μεταδικτατορικός φιλελεύθερος ρεφορμισμός αντιμετώπισε σοβαρούς περιορισμούς από μόνος του.
Με προϊόντα από άλλες λεγόμενες πρόσφατα εκβιομηχανιζόμενες χώρες να δημιουργούν κορεσμό στην παγκόσμια αγορά, ο ανταγωνισμός έγινε πιο έντονος από ποτέ εν μέσω μιας μακράς οικονομικής ύφεσης.
Ακόμη και σε πιο πλούσιες χώρες κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι καπιταλιστές αρνούνταν να επενδύσουν εκτός εάν οι κρατικοί αξιωματούχοι υπέκυπταν στις απαιτήσεις τους. Σε αυτό το πλαίσιο, οι φιλελεύθεροι είχαν ελάχιστους λόγους να κάνουν παραχωρήσεις, αφού η Αριστερά δεν αποτελούσε μεγάλη απειλή.
Ωστόσο, οι μεταρρυθμιστές είχαν επιλογές. Οι μεταδικτατορικές κυβερνήσεις, συγκεκριμένα αυτή της Κορασόν Ακίνο και του Φιντέλ Ράμος, θα μπορούσαν να είχαν καλλιεργήσει την υποστήριξη των μαζών, να είχαν διορίσει προοδευτικούς αξιωματούχους και να είχαν συνεργαστεί με άλλες κυβερνήσεις του Παγκόσμιου Νότου για να αντιμετωπίσουν την εξουσία του κεφαλαίου. Η εμπειρία των χωρών που επέλεξαν να ακολουθήσουν μια πιο αναδιανεμητική οδό υποδηλώνει ότι η πορεία προς αυτή την κατεύθυνση δεν ήταν προορισμένη να αποτύχει.
Αντίθετα, η Ακίνο, ο Ράμος και οι τεχνοκράτες τους επέλεξαν την άλλη πορεία δράσης. Για αυτόν τον λόγο, είναι κυρίως υπεύθυνοι για την έναρξη της αλυσίδας των γεγονότων και την καλλιέργεια των πολιτικών συναισθημάτων που οδήγησαν στη συντριπτική νίκη του Μάρκος του νεώτερου. Ο “Bongbong” φταίει επίσης για ό,τι συνέβη, φυσικά –χρησιμοποίησε κλεμμένα χρήματα για να διεξαγάγει μια δόλια εκστρατεία– αλλά μεγάλος αριθμός ανθρώπων γίνονται πιο δεκτικοί στην «παραπληροφόρηση» μόνο υπό συνθήκες απόγνωσης και εκτεταμένης οδύνης. Τα τεράστια εκλογικά πλεονεκτήματα που ευνοούν τη Δεξιά και τα κακά μηνύματα από την αντιπολίτευση γίνονται καθοριστικά μόνο όταν οι καταπιεσμένοι οδηγούνται στα άκρα.
Το να αφήσουμε τους φιλελεύθερους εκτός εικόνας και να τους απαλλάξουμε από κάθε ευθύνη θα ήταν σαν να υποθέσουμε ότι οι ελίτ μπορούν να βλάπτουν τις μάζες επ’ αόριστον χωρίς να δεχτούν καμία αντίδραση. Αλλά όπως βλέπουμε τώρα τόσο καθαρά, οι απογοητευμένες μάζες αντεπιτίθενται, αν και μερικές φορές με τρόπους που μπερδεύουν τις προσδοκίες ή τις ελπίδες μας.
Μερικές φορές το κάνουν εισβάλλοντας σε παλάτια ή προσπαθώντας να ιδρύσουν ένα κράτος των εργατών. Κάτω από διαφορετικές ιστορικές συνθήκες, όπως όταν πολλοί αριστεροί συνεργάζονται με ελίτ ή εγκαταλείπουν την πολιτική σκηνή, απαντούν ψηφίζοντας χυδαιολόγους δημαγωγούς ή αδίστακτους κλεπτοκράτες που υπόσχονται να κρατήσουν μακριά από την εξουσία τους φιλελεύθερους που αυτές οι μάζες περιφρονούν.
Πέρα από τον Φιλελευθερισμό
Όλα αυτά αξίζουν να υπογραμμιστούν σήμερα γιατί, παρά το εκλογικό αποτέλεσμα, ορισμένοι στην Αριστερά εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί ο Μάρκος ο νεώτερος και να νικηθεί ο αυταρχισμός τα επόμενα χρόνια είναι να συνεχιστεί η στήριξη της Ρομπρέδο ως «αρχηγού της αντιπολίτευσης» και να συνεχίσει την εκστρατεία υπέρ των φιλελεύθερων ως πιθανού αντικαταστάτη των Μάρκος και των Ντουτέρτε. Η Αριστερά πρέπει οπωσδήποτε να ενωθεί με όλους εκείνους που είναι αντίθετοι στο σχέδιο του Μάρκος του νεώτερου, συμπεριλαμβανομένων των φιλελεύθερων, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα τους βοηθήσει να επανέλθουν στην εξουσία.
Τα εκατομμύρια των ανθρώπων που ψήφισαν τον Μάρκος τον νεώτερο έναντι της Ρομπρέδο είχαν κατακριτέους αν και εν μέρει λογικούς λόγους να το κάνουν. Η φιλελεύθερη φιλοδοξία της «καλής διακυβέρνησης» δεν τους απελευθέρωσε και δεν θα τους απελευθερώσει από τα νύχια του νεοφιλελευθερισμού. Γιατί τότε θα έπρεπε να πιστέψουν ότι αυτό θα συνέβαινε, και γιατί η Αριστερά θα έπρεπε να επιμείνει στην προσπάθεια να τους πείσει για αυτήν την ψευδή υπόθεση;
Η νίκη του “Bongbong” χρησιμεύει ως υπενθύμιση αυτού που τόνισε ο Αντόνιο Γκράμσι εδώ και πολύ καιρό. Δεν είναι ούτε οι παθητικά αφελείς ούτε τα παντοδύναμα υποκείμενα που θα έπρεπε να ρομαντικοποιούμε – οι καταπιεσμένοι είναι ικανοί να αποκτήσουν εικόνα για την καταπίεσή τους και να καταλήξουν σε πρακτικές λύσεις στα προβλήματά τους. Ωστόσο, αυτή η εικόνα μπορεί επίσης να παραμείνει μερική και αντιφατική, να παρακωλύεται από την κυρίαρχη τάξη και να αξιοποιείται προς βάρβαρα και όχι χειραφετητικά έργα. Το καθήκον της Αριστεράς τα επόμενα χρόνια θα είναι να βοηθήσει στην επεξεργασία αυτής της μερικής αντίληψης, έτσι ώστε οι καταπιεσμένοι, αντί να στρέφονται απλώς εναντίον των φιλελεύθερων και να υποστηρίζουν τους αντιπάλους τους της ελίτ, να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις βαθύτερες αιτίες του πόνου τους.
Για να γίνει αυτό, αξίζει να βασιστούμε στα περιορισμένα αλλά και πρωτοποριακά επιτεύγματα της πρώτης ανοιχτά σοσιαλιστικής εκστρατείας για το ανώτατο αξίωμα της χώρας, αυτής των Λεόντι ντε Γκουζμάν και του Βάλντεν Μπέλο. Καθώς η διακυβέρνηση του Μάρκος του νεώτερου αποκαλύπτει το πραγματικό της πρόσωπο και ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων συνειδητοποιεί ότι η υπεσχημένη πορεία του προς την απελευθέρωση είναι στην πραγματικότητα απλώς ένας ακόμη δρόμος προς την απώλεια, η Αριστερά πρέπει να είναι εκεί έξω, αδέσμευτη από φιλελεύθερες και συντηρητικές συμμαχίες και να παρέχει στο κοινό μια εναλλακτική προοπτική για την κατανόηση της κατάστασής τους καθώς και έναν χειραφετητικό στόχο προς την κατεύθυνση του οποίου να βαδίσουν.
Το κεντρικό ερώτημα που αντιμετωπίζει η Αριστερά είναι ποια αποτελέσματα θέλει να επιτύχει εκλογικά καθώς και ο καθορισμός, σύμφωνα με τα λόγια της Ρουθ Γουίλσον, «τι δουλειά υποτίθεται ότι θα κάνει το αποτέλεσμα». Εάν θέλουμε να πείσουμε τους ανθρώπους ότι μόνο με την Αριστερά είναι δυνατός ένας άλλος κόσμος, πρέπει να προτείνουμε μια σοσιαλιστική εναλλακτική στο εδώ και τώρα αντί να αναβάλλουμε αυτήν την εναλλακτική στο μέλλον και να εγκαταλείπουμε την πολιτική σκηνή για χάρη βραχυπρόθεσμων κερδών.
Αυτό θα απαιτήσει την αντιμετώπιση των αδυναμιών που έγιναν τόσο οδυνηρά εμφανείς στην εκστρατεία των ντε Γκουζμάν/Μπέλο και την αντιμετώπιση του λάθους της κυρίαρχης αριστεράς να υποστηρίξει την Ρομπρέδο. Η οργάνωση ενός αυτόνομου μηχανισμού και ισχυρών κοινωνικών βάσεων εξουσίας για τη διεξαγωγή μιας προεδρικής εκστρατείας είναι απαραίτητη. Αλλά για να συμβεί αυτό, είναι επείγουσα και επιτακτική ανάγκη να εγκαταλείψουμε τον οπορτουνισμό και τις αυτοκαταστροφικές συμμαχίες με τις πολιτικές ελίτ.
Διαφορετικά, το κύμα του θυμού και της δυσαρέσκειας που είναι πιθανό να ξαναεμφανιστεί τα επόμενα χρόνια θα διοχετευθεί και πάλι προς την απλή αποκατάσταση της ντροπιασμένης φιλελεύθερης τάξης μετά το 1986 — και στην επόμενη στροφή του κύκλου, θα αντιμετωπίσουμε ξανά το φάσμα ενός άλλου δεσπότη που επιστρέφει στην εξουσία.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Jacobin, στις 2 Αυγούστου 2022.
Για τους συγγραφείς
Ο Herbert Docena, PhD, είναι λέκτορας κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο των Φιλιππίνων, Diliman.
Η Maria Khristine Alvarez είναι κριτική αστική γεωγράφος, αστική πολιτική οικολόγος και υποψήφια διδάκτωρ στη Μονάδα Αναπτυξιακού Σχεδιασμού Bartlett, University College του Λονδίνου.
Ο Joshua Makalintal είναι ανεξάρτητος συγγραφέας και ερευνητής που κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην κοινωνική και πολιτική θεωρία στη Σχολή Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Ίνσμπρουκ.