Η κινηματογραφική σύλληψη του Ιγκνάσιο Λούλα ντα Σίλβα και η πολιτική κρίση στη Βραζιλία




Η Βραζιλία την προηγούμενη Παρασκευή ξύπνησε έκπληκτη με την είδηση της σύλληψης του δημοφιλούς πρώην προέδρου Ιγκνάσιο Λούλα ντα Σίλβα. Στην πολιτικά πολωμένη κοινωνία μιας χώρας που βιώνει μια οικονομική κρίση η είδηση της βίαιης προσαγωγής προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από τους υποστηρικτές του Εργατικού Κόμματος και της Αριστεράς και έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από την Αντιπολίτευση και τα ισχυρά ΜΜΕ.

Η σύλληψη διατάχθηκε στο πλαίσιο των ερευνών για χρηματισμό μελών του πολιτικού συστήματος από κατασκευαστικές εταιρείες που  είχαν συναλλαγές με την κρατική Εταιρεία Πετρελαίου (Petrobras). Είναι δύσκολο να εκφράσει κανείς άποψη για την εμπλοκή του πρώην προέδρου, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος μετά από μερικές ώρες χωρίς να του απαγγελθούν κατηγορίες. Πολλοί όμως αναρωτιούνται γιατί έπρεπε να προσαχθεί με κινηματογραφικό τρόπο στο αστυνομικό τμήμα, τη στιγμή που δεν κρυβόταν και δεν υπήρχε κίνδυνος να διαφύγει από τη χώρα. Παράλληλα επισημαίνουν τη διακριτική μεταχείριση μελών της αντιπολίτευσης που επίσης κατηγορούνται για διαφθορά. Θεωρούν λοιπόν ότι η ενέργεια αυτή υποκινήθηκε από όσους επιδιώκουν να ανατρέψουν την πρόεδρο Ντίλμα Ρουσέφ και να αποτρέψουν την επανεκλογή του Λούλα στην προεδρία το 2018.

Τα τελευταία χρόνια η αντιπολίτευση έχει κάνει ως σημαία της εκστρατείας της τον χρηματισμό μελών του κυβερνώντος κόμματος και τη συμμετοχή σε οικονομικά σκάνδαλα. Η διαφθορά είναι δομικό πρόβλημα της χώρας. Δυστυχώς το εργατικό κόμμα συνέχισε τις πρακτικές των δεξιών κυβερνήσεων και συνεργάστηκε με τα παραδοσιακά διαπλεκόμενα κόμματα για να εδραιωθεί στην εξουσία και να συνεχίσει να τη νέμεται. Η στάση αυτή απογοήτευσε μεγάλη μερίδα των αριστερών.

Η ένταση των τελευταίων ημερών αποτελεί μέρος της πολύπλευρης κρίσης που έχει διχάσει τη χώρα από το 2014.  Για κάποιους η αντιπαράθεση μεταξύ οπαδών και αντιπάλων του Λούλα έχει ταξικό υπόβαθρο. Οι κοινωνικές πολιτικές που υιοθέτησε το εργατικό κόμμα βοήθησαν πολλές οικογένειες, ιδίως στις φτωχές βορειοανατολικές πολιτείες, να βγουν από την ακραία φτώχεια και οι γιατροί που ήρθαν από την Κούβα παρείχαν για πρώτη φορά περίθαλψη σε κατοίκους απομονωμένων περιοχών. Πολλοί όμως είναι δυσαρεστημένοι γιατί η υψηλή φορολογία δεν συνοδεύεται με αντίστοιχες παροχές στον χώρο της υγείας και της δημόσιας εκπαίδευσης. Αυτό δεν δικαιολογεί όμως τον πόλεμο που υφίσταται από την πλειονότητα των ΜΜΕ και τους συντηρητικούς. Στις διαδηλώσεις των προηγούμενων ημερών δεν συμμετείχαν κυρίως όσοι επιθυμούσαν καλύτερες κοινωνικές παροχές αλλά περισσότερο όσο δεν συμφωνούν με τις έστω ήπιες πολιτικές ενίσχυσης των πιο φτωχών στρωμάτων. Κάποιοι μάλιστα καλούσαν τον στρατό να αναλάβει την εξουσία για να σώσει τη χώρα από την Αριστερά. Πολλοί, για κάποιους η “σιωπηρή μειοψηφία” που είναι κουρασμένη από το πολιτικό σύστημα, αρνούνται να συμμετάσχουν στο παιχνίδι της πόλωσης. Θεωρούν ότι ούτε η κυβέρνηση, ούτε η τωρινή αντιπολίτευση είναι διατεθειμένη να προβεί στις αναγκαίες αλλαγές του πολιτικού συστήματος και να προτείνει λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η βραζιλιανή κοινωνία. Τα τελευταία δύο χρόνια, με πρόσχημα την κρίση, η κυβέρνηση υιοθέτησε ένα νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα και προχώρησε σε περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες. Παράλληλα για να μη δυσαρεστήσει τους συντηρητικούς ευαγγελιστές δεν προχώρησε σε μέτρα που θα έθιγαν τις ευαισθησίες τους όπως η προστασία των πιστών των αφροβραζιλιανών θρησκειών και η καταπολέμηση της ομοφοβίας. 

Ακόμη όμως και οι ατελείς μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε το εργατικό κόμμα σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από έντονες ταξικές ανισότητες και ρατσισμό θεωρούνται από πολλούς ως επαναστατικές. Όπως και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, οι παραδοσιακές ηγετικές ομάδες συνηθισμένες να ζουν προστατευμένες στις καλές συνοικίες και να μη συγχρωτίζονται με τους φτωχούς των παραγκουπόλεων δεν είναι διατεθειμένες να χάσουν τα προνόμιά τους. Στο πλαίσιο αυτό πολλοί θεωρούν ότι η προσπάθεια ανατροπής της προέδρου Ρουσέφ και η δίωξη του Λούλα αποτελούν μια μεταμοντέρνα επανάληψη του πραξικοπήματος του 1964 που είχε τη στήριξη του γραφειοκρατικού μηχανισμού και των μεσαίων και ανώτερων τάξεων. Ο Λούλα δεν είναι μόνο πρώην πρόεδρος αλλά και σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα και του εργατικού κινήματος και είναι σίγουρο ότι η κινηματογραφική σύλληψη του ενέτεινε την αντιπαράθεση. Το διακύβευμα όμως δεν είναι μόνο η τύχη κάποιων πολιτικών αλλά το αριστερό όραμα σε μια χώρα που, αφού βίωσε για κάποια χρόνια το όνειρο της ανάπτυξης και της διάχυσης του πλούτου,  βιώνει μια πολύπτυχη κρίση που ξυπνά τα φαντάσματα του παρελθόντος.

Κάποιοι προτείνουν