Η έλλειψη μιας κοινής εθνικής ταυτότητας συνεχίζει να στιγματίζει την κουρδική πολιτική. Το συγκεκριμένο στίγμα, αν και αναγνωρίσιμο από όλες τις ενδιαφερόμενες πολιτικές πλευρές, δεν ξεπερνιέται τόσο εύκολα, καθώς κουβαλά τις ιστορικές, κοινωνικές, προσωπικές αντιπαραθέσεις και τις πολιτικό-ιδεολογικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα. Βαρύ πλήγμα αυτής της έλλειψης κοινής στρατηγικής θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί η πτώση της πόλης Κιρκούκ.
Του Μουράτ Ισσί
Από τη λήψη της απόφασης για διεξαγωγή του Δημοψηφίσματος Ανεξαρτησίας, το καλοκαίρι του 2017, έως σήμερα, η κουρδική πολιτική “ενημερώθηκε” οδυνηρά για δύο ζητήματα: αφενός για τη λήξη του μήνα μέλιτός της με τις συμμαχικές δυνάμεις, κυρίως της Δύσης, και αφετέρου για τα όρια της έκφρασής της.
Οι Κούρδοι μπορεί να είναι τα «αγαπημένα παιδιά» της Δύσης, αλλά για όσο διάστημα είναι αναγκαία η χερσαία δύναμη τους και κινούνται εντός των οριοθετημένων πλαισίων που έχουν προ-χαραχθεί από τους κύριους παίκτες των παγκόσμιων γεωπολιτικών δυνάμεων.
Οι κουρδικές πολιτικές δυνάμεις, από τη νίκη του Κομπάνε στα τέλη του 2014, έως την πτώση της Κιρκούκ στα τέλη του 2017, ανεξαρτήτως των ιδεολογικών τους τοποθετήσεων, θεωρούνταν ελκυστικά, περιζήτητα “όντα”, για όσο ήταν χρήσιμα απέναντι στο Ισλαμικό Κράτος των ριζοσπαστικών φονταμενταλιστικών τζιχαντιστικών σαλαφιστικών αντιλήψεων.
Το ξύπνημα και η συνειδητοποίηση των ορίων των κινήσεων τους, πραγματοποιήθηκε όταν η κουρδική ηγεσία του Νοτίου Κουρδιστάν/Ιράκ αρνήθηκε να υπακούσει στους ίδιους τους τροφοδότες της ως προς την αναβολή του Δημοψηφίσματος Ανεξαρτησίας.
Οι πανέξυπνες κοινές κινήσεις των ιρανικών-τουρκικών-ιρακινών και συριακών κρατών δεν άργησαν να οδηγήσουν στις γνωστές προσφυγικές εικόνες, όπως το κλείσιμο όλων των συνόρων, η έλλειψη βασικών αγαθών, η κατάρρευση όλου του εμπορίου και μαζί του συστήματος. Ακόμα και σήμερα, ένα σημαντικό ποσοστό των αιτήσεων ασύλου των Κούρδων του Ιράκ στις δυτικές χώρες εκπορεύεται από τα γεγονότα της συγκεκριμένης περιόδου.
Πρόκειται για μια περίοδο που απέδειξε για άλλη μια φορά ότι η κουρδική πολιτική είναι χαραγμένη σε πολύ μεγάλο βαθμό και εξαρτάται από παράγοντες διαφορετικούς από τον κουρδικό.
Η εξάρτηση των πολιτικών κομμάτων του Νοτίου Κουρδιστάν από τις δυνάμεις κατοχής της ίδιας της χώρας των Κούρδων –όπως για παράδειγμα, η υποτιθέμενη σοσιαλδημοκρατική γραμμή του Νοτίου Κουρδιστάν/Πατριωτική Ένωση Κουρδιστάν και η υποτιθέμενη δημοκρατικό-ισλαμική γραμμή/Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν– αν και αντιπροσωπεύουν κρατικούς θεσμούς, απέδειξαν ότι η ηγεσία του Νοτίου Κουρδιστάν είναι ακόμα μακριά από την αντίληψη ενός εθνικού κράτους για όλους τους Κούρδους, διατηρώντας περισσότερο τη μορφή μιας οικογενειακού τύπου ολιγαρχίας, χωρίς τον έλεγχο των μέσων παραγωγής της περιοχής.
Από το Κομπάνε έως τις ημέρες μας, η απόσταση μεταξύ των δύο συγκεκριμένων κουρδικών γραμμών –το Κόμμα Κοινοτήτων του Κουρδιστάν/KCK και το Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν/KDP– μεγαλώνει εξαιτίας πολλών και πολύπλευρων εξελίξεων, όπως η πτώση της πόλης Κιρκούκ, η νίκη της Ράκκας, οι επιθετικές κινήσεις των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων εντός της Συρίας και των στρατιωτικών-αστυνομικών δυνάμεων εντός της Τουρκίας, τα εμπόδια για την πραγματοποίηση ενός κοινού Εθνικού Συνεδρίου που να αγκαλιάζει όλες τις κουρδικές δυνάμεις στα τέσσερα κομμάτια του Κουρδιστάν, οι μαζικές διαδηλώσεις των Κούρδων στο Ανατολικό Κουρδιστάν/Ιράν, η πτώση της πόλης Αφρίν, η μη πραγματοποίηση του κοινού μετώπου των κουρδικών οργανώσεων για τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές στην Τουρκία.
Η λίστα μπορεί να είναι όσο μακρά θελήσει κανείς. Το αποκορύφωμά της, όμως, διαδραματίζεται στις μέρες μας στο Νότιο Κουρδιστάν/Ιράκ, καθώς πραγματοποιείται μια εκτεταμένη γεωγραφικά επιχείρηση εναντίον των δυνάμεων του ΡΚΚ, στα ιρακινά εδάφη. Οι τουρκικές στρατιωτικές βάσεις απλώνονται και αυξάνονται μέσα στα συριακά και ιρακινά εδάφη έως και 30-40 χλμ μετά τα τουρκικά σύνορα.
Με άλλα λόγια, οι τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις πραγματοποιούνται στα τρία κομμάτια του Κουρδιστάν (Τουρκία, Ιράκ και Συρία) εναντίον του PKK, και οι τουρκικές κατασκοπευτικές/αστυνομικές επιχειρήσεις συνεχίζονται εντός του τέταρτου κομματιού του Κουρδιστάν (Ιράν) και σχεδόν σε όλη την Ευρώπη.
Μπορεί το νέο απολυταρχικό, προσωποκεντρικό και κατά κύριο λόγο θεωρητικά φασιστικό κράτος της Τουρκίας να κουβαλά στη μήτρα του πλούσια κοινωνικά-πολιτικά και οικονομικά προβλήματα, αλλά η αντί-κουρδική πολιτική του δεν παύει να αναπαράγεται σε κάθε νέο καθεστώς του.
Η συγκεκριμένη πολιτική αναγκάζει τις τουρκικές δυνάμεις στην αναζήτηση νέων συμμαχικών δυνάμεων εναντίον των ανατρεπτικών, αποσχιστικών κουρδικών δυνάμεων.
Αυτή η αναζήτηση, σαν ένας φαύλος κύκλος, ήδη εμφανίζει τους καρπούς της, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει τις εμπόλεμες αντιπαραθέσεις των κουρδικών δυνάμεων μεταξύ τους. Η υπάρχουσα πολιτική αναμέτρηση και ο ανταγωνισμός των φίλο-KCK οργανώσεων και των φίλο-KDP οργανώσεων θα επιταχυνθεί σε όλο το Κουρδιστάν, και οι απευκταίες επιθέσεις των ανταρτών του ΡΚΚ κατά των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων θα αυξηθούν εντός του Νοτίου Κουρδιστάν/Ιράκ. Μια τέτοια εξέλιξη, θα δυσχεράνει τις σχέσεις ΡΚΚ-ΚDP υπέρ των κατοχικών δυνάμεων του Κουρδιστάν.
Για τον συγγραφέα
Ο Μουράτ Ισσί είναι Διδάκτορας Ιστορίας, ΚΕΝΙ/ Κέντρο Έρευνας Νεότερης Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.