Το άρθρο αυτό παίρνει αφορμή από τις εκφοβιστικές, υβριστικές και ρατσιστικές επιθέσεις στο Twitter των οποίων έγινε στόχος το φετινό καλοκαίρι η γνωστή ηθοποιός Λέσλι Τζόουνς, αμέσως μετά την κυκλοφορία της ταινίας Ghostbusters, στην οποία πρωταγωνιστούσε. Στις 18 Ιουλίου η Τζόουνς ακύρωσε τον λογαριασμό της στο Twitter. Το Twitter με τη σειρά του ακύρωσε τους λογαριασμούς πολλών χρηστών, μεταξύ των οποίων και του Μάιλο Γιαννόπουλος, ενός βρετανού μπλόγκερ για θέματα τεχνολογίας στον νεοσυντηρητικό ιστότοπο Breitbart (ο αρχισυντάκτης του εν λόγω σάιτ ανέλαβε πρόσφατα επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ). Ο Γιαννόπουλος διαμαρτυρήθηκε ότι ο αποκλεισμός του από το Twitter συνιστούσε στέρηση της ελευθερίας του λόγου και ότι στοχοποιήθηκε επειδή είναι γκέι συντηρητικός. Μετά το κύμα συμπαράστασης που εκδηλώθηκε προς το πρόσωπό της, η Τζόουνς επέστρεψε στο Twitter στις 3 Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, παραμένει ανοικτό το ζήτημα του κατά πόσον οι εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν για το εάν το περιεχόμενο των χρηστών τους είναι εντός ή εκτός των συνταγματικά κατοχυρωμένων ελευθεριών λόγου και έκφρασης.
Της Susan J. Douglas
Μετάφραση: Σάκης Στεργενάκης
Οι πρόσφατες εμπειρίες της κωμικού Λέσλι Τζόουνς στο ψηφιακό περιβάλλον των ΗΠΑ – ένα μπαράζ άγριων ρατσιστικών tweets και χάκερς να ποστάρουν τα προσωπικά της στοιχεία και υποτιθέμενες γυμνές φωτογραφίες της– είναι απλώς το τελευταίο επεισόδιο σε μια καθοδική πορεία ρητορικής του μίσους, παρενοχλήσεων και απειλών στο διαδίκτυο. Και πολλές γυναίκες και έγχρωμοι άνθρωποι έχουν πραγματικά βαρεθεί. Έτσι, εδώ, τίθεται ακανθώδες ερώτημα: με τη συνεχιζόμενη μάστιγα του «τρολαρίσματος» και της ζημιάς που προκαλεί –πάρτε για παράδειγμα το απλό και συγκινητικό τιτίβισμα της Τζόουνς: «Ζω μια προσωπική κόλαση. Δεν έκανα τίποτα για να το αξίζω αυτό … είμαι τόσο πληγωμένη τώρα”– έχουν φτάσει οι Αμερικανοί σε ένα σταυροδρόμι αναφορικά με την Πρώτη Τροπολογία;
Διότι ενώ το 35% των ερωτηθέντων σε δημοσκόπηση που έγινε το 2015 πίστευαν ότι η ρητορική μίσους δεν προστατεύεται από την Πρώτη Τροπολογία, στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο.
Κάθε νέο μέσο, ξεκινώντας από τον Τύπο, έχει εγείρει τέτοιες ερωτήματα. Η προστασία της ελευθερίας του Τύπου που καθιέρωνε η Πρώτη Τροπολογία ήταν μια αντίδραση στην αποικιοκρατική πολιτική, η οποία απαιτούσε από τους εκδότες να έχουν άδεια από την κυβέρνηση και να υποβάλλονται σε προληπτική λογοκρισία, ενώ ταυτόχρονα οι νόμοι περί συκοφαντικής δυσφήμισης απαγόρευαν στους αποικούμενους να επικρίνουν τη βρετανική κυριαρχία.
Ωστόσο, σπάνια είχαμε απόλυτη ελευθερία της έκφρασης. Ο νόμος Federal Communications του 1934 απαγόρευσε την «άσεμνη, απρεπή, ή βλάσφημη» γλώσσα στο ραδιόφωνο, και αργότερα στην τηλεόραση, με την αιτιολογία ότι οι εκπομπές έμπαιναν στα σπίτια των ανθρώπων, χωρίς οι τελευταίοι να έχουν την δυνατότητα να τις φιλτράρουν. Παρενοχλητικές τηλεφωνικές κλήσεις, δηλαδή επανειλημμένες κλήσεις με χρήση βωμολοχιών και απειλών, είναι παράνομες, αν και οι διατάξεις σε κάθε πολιτεία διαφέρουν. Παρά αυτές τις εξαιρέσεις, η ελευθερία του λόγου προστατεύεται στις περισσότερες περιπτώσεις, εκτός εάν ο λόγος έχει σχεδιαστεί για να προκαλέσει «επικείμενη άνομη δράση».
Με το διαδίκτυο, η ελευθερία της έκφρασης προστατεύεται πιο σταθερά εξαρχής. Η προσπάθεια του Κογκρέσου να περιορίσει το «άσεμνο» περιεχόμενο στο διαδίκτυο (με βάση έναν πανικό των μέσων ενημέρωσης σχετικά με το ότι το διαδίκτυο είναι γεμάτο πορνογραφία) οδήγησε στην Πράξη περί Ευπρέπειας στις Επικοινωνίες του 1996, η οποία κατέπεσε το 1997. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το διαδίκτυο δεν ήταν τόσο «επεμβατικό» όσο το ραδιόφωνο και η τηλεόραση, καθώς και ότι η πληθώρα των ιστότοπων του αποτελούσαν «μεγάλα δημοκρατικά φόρουμ».
Υπάρχουν ακόμα ομοσπονδιακοί και πολιτειακοί νόμοι που απαγορεύουν το cyberstalking και την κυβερνο-παρενόχληση, εστιάζοντας συνήθως στην επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά από ένα άτομο εναντίον ενός άλλου και σε απειλές να «σκοτώσει, να τραυματίσει,να παρενοχλήσει και να εκφοβίσει». Όμως, το τι συνιστά παρενόχληση μπορεί να είναι ασαφές, και ορισμένα κράτη προστατεύουν μόνο όσους είναι κάτω των 18 ετών. Είναι δύσκολο να ταξινομηθεί το είδος του πλήθους των μηνυμάτων που βίωσε η Τζόουνς: Ποια tweets θεωρούνται νομικά ως παρενόχληση και ποια προστατεύονται;
Σήμερα, είναι οι εταιρείες του Διαδικτύου αυτές που καθορίζουν πόση ρητορική μίσους, εάν υπάρχει, κυκλοφορεί στις πλατφόρμες τους. Ο καθηγητής νομικής του George Washington University Τζέφρι Ρόζεν, επικαλούμενος την αμερικανική νομική παράδοση, υποστηρίζει ότι, με την εξαίρεση του λόγου προώθησης επικείμενης βίας, κανένα άλλο είδος λόγου δεν θα πρέπει να απαγορεύεται στο διαδίκτυο.
Άλλοι, ιδιαίτερα οι φεμινίστριες, υποστηρίζουν ότι η αστυνόμευση της διαδικτυακής ρητορικής μίσους είναι σημαντική, διότι η πλειοψηφία των θυμάτων είναι γυναίκες και ως εκ τούτου πρόκειται για μια πρακτική προώθησης των διακρίσεων.
Το Facebook λογοκρίνει δημοσιεύσεις και σελίδες που κρίνει ακατάλληλες και δεν επιτρέπει στα άτομα «να επιτίθενται σε άλλους με βάση τη φυλή, την εθνικότητα, την εθνική καταγωγή, τη θρησκεία, το φύλο, το γένος, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την αναπηρία ή την κατάσταση της υγείας τους».
Ωστόσο, οι επιλογές του Facebook μπορεί να φαίνονται αυθαίρετες, και το Facebook έχει δεχθεί σκληρή κριτική για λογοκρισία γυμνών φωτογραφιών, πινάκων ζωγραφικής και φωτογραφιών θηλασμού. Το Reddit είναι πιο «ελευθεριακό», μιας και ανέχεται όλα τα είδη λόγου μίσους και φόβου, ενώ το Twitter δεν υστερεί και πολύ, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα.
Ωστόσο, στον απόηχο των επιθέσεων κατά της Τζόουνς, το Twitter ανέστειλε πολλούς λογαριασμούς χρηστών, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου του συντάκτη για θέματα τεχνολογίας του Breitbart Μάιλο Γιαννόπουλος, ο οποίος ενθάρρυνε τους οπαδούς του να στείλουν στη Τζόουνς υβριστικά Tweets, μεταξύ των οποίων και κάποιων που τη συγκρίνουν με πίθηκο.
Η πολιτική του Twitter απαγορεύει την παρενόχληση και τις άμεσες ή έμμεσες απειλές βίας, αλλά πολλοί αισθάνονται ότι απλά δεν κάνει αρκετά. Όταν ο Ρεπουμπλικάνος Evan Siegfried μίλησε για ένα tweet κάποιου που τον απειλούσε, επειδή δεν υποστηρίζει τον Τραμπ, το Twitter τού απάντησε ότι το συγκεκριμένο «τιτίβισμα» δεν παραβιάζει τους όρους χρήσης του μέσου.
Πρέπει η κυβέρνηση να παρέμβει; Αυτές οι νέες τεχνολογίες και η ανωνυμία που προσφέρουν εγείρουν δύσκολα ερωτήματα για το πώς ορίζεται η ρητορική μίσους και ποια είδη λόγου θα πρέπει να εξακολουθήσουν να προστατεύονται. Μήπως θα συνεχίσουμε να είμαστε προσκολλημένοι στην απολυτότητα της ελευθερίας του λόγου σε κάθε περίπτωση; Ή μήπως υπάρχει μια προοδευτική εναλλακτική λύση που περιλαμβάνει τη ρύθμιση και όχι μόνο τις εταιρικές ιδιοτροπίες;
To άρθρο δημοσιεύτηκε στο In These Times, στις 23 Σεπτεμβρίου 2016.
Για τη συγγραφέα
Η Susan J. Douglas είναι καθηγήτρια για θέματα Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν (University of Michigan) και αρθρογράφος στο In These Times. Το τελευταίο της βιβλίο έχει τίτλο «Πεφωτισμένος Σεξισμός: To σαγηνευτικό μήνυμα ότι ο φεμινισμός έχει ολοκληρώσει το έργο του» [Enlightened Sexism: The Seductive Message That Feminism’s Work is Done] (2010