Η επίθεση της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ ήταν το αποκορύφωμα μιας προσπάθειας ακροδεξιών να απονομιμοποιήσουν τις εκλογές του 2020, που ενθαρρύνθηκε και υποκινήθηκε από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ισχυριζόταν ψευδώς για εβδομάδες ότι οι εκλογές του είχαν κλαπεί και ο οποίος άμεσα προέτρεψε τους υποστηρικτές του κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας του την Τετάρτη.
Της Sarah Lazare
Μετάφραση: Σάκης Στεργενάκης
Ωστόσο, προτού τα γεγονότα της ημέρας ξεδιπλωθούν πλήρως, συντηρητικά μέσα ενημέρωσης και πολιτικοί είχαν ήδη κυκλοφορήσει αβάσιμους ισχυρισμούς ότι τα αριστερά κινήματα ήταν υπεύθυνα για τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν – κατηγορώντας «σοσιαλιστές», «αναρχικούς» και τους «antifa» για μια πράξη που σαφώς υποδαυλίστηκε και πραγματοποιήθηκε από τη Δεξιά.
Αυτό το ψευδές αφήγημα είναι προϊόν μιας Δεξιάς που έχει διαμορφώσει την ταυτότητά της γύρω από βίαιες υποκινήσεις και ψευδείς κατηγορίες εναντίον της Αριστεράς.
Αλλά η Δεξιά από μόνη της δεν είναι υπεύθυνη για τη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας όπου τέτοιες φήμες μπορούν να εξαπλωθούν τόσο γρήγορα: πολιτικοί και μέσα ενημέρωσης από όλο το πολιτικό φάσμα έχουν περάσει τα χρόνια της διακυβέρνησης Τραμπ αναπαράγοντας τον φόβο για τους υποτιθέμενους κινδύνους που θέτει η Αριστερά. Αυτό όχι μόνο αποτέλεσε την πρώτη ύλη για την ανάφλεξη της βίας κατά της Αριστεράς, αλλά έχει επίσης υπονομεύσει τις προσπάθειες για τον εντοπισμό των πολιτικών κινδύνων που δημιουργεί η ακροδεξιά.
Ο ρόλος των συντηρητικών ΜΜΕ
Σε ένα άρθρο της 6ης Ιανουαρίου στο KSTP TV, ένα μέσο ενημέρωσης της Twin Cities που ανήκει στην Hubbard Broadcasting, προτείνεται – χωρίς αποδεικτικά στοιχεία – ότι πίσω από την εισβολή στο Καπιτώλιο ήταν οι «antifa» και όχι οι υποστηρικτές του Τραμπ. Το άρθρο έχει τίτλο, “Εμπειρογνώμονας ασφαλείας από την Μινεάπολη δηλώνει ότι η προστασία του Καπιτώλιου των ΗΠΑ είναι απρόσμενα αδύναμη”. Ο εμπειρογνώμονας, αποδεικνύεται ότι είναι ο Michael Rozin, ο επικεφαλής της Rozin Security Consulting στου οποίου τους πελάτες περιλαμβάνονται το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, το Υπουργείο Άμυνας και η RAND Corporation. «Ο Ρόζιν είπε ότι υπήρχαν μερικοί ταραξίες στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ που χρησιμοποιούσαν σύμβολα και είχαν τατουάζ που φαίνεται να ευθυγραμμίζονται με το κίνημα ANTIFA, το οποίο αποτελείται από αποκεντρωμένες ομάδες σε όλη τη χώρα που προωθούν τη διάλυση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης», αναφέρει το άρθρο.
Αυτός ο ψευδής ισχυρισμός επαναλήφθηκε επανειλημμένα στην αίθουσα του Κονγκρέσου των ΗΠΑ νωρίς το πρωί της 7ης Ιανουαρίου. Το μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων Matt Gaetz (Ρεπουμπλικάνος από την Φλόριδα) διακήρυξε ότι “μερικοί από τους ανθρώπους που παραβίασαν το Καπιτώλιο σήμερα δεν ήταν υποστηρικτές του Τραμπ. Μεταμφιέστηκαν ως υποστηρικτές του Τραμπ και στην πραγματικότητα ήταν μέλη της βίαιης τρομοκρατικής οργάνωσης antifa”. Διατυπώνοντας αυτόν τον ισχυρισμό, ο Gaetz έκανε αναφορά σε ένα μη επαληθευμένο ρεπορτάζ της Washington Times που βασίζεται στους αμφίβολους ισχυρισμούς μιας εταιρείας αναγνώρισης προσώπου της οποίας το αφεντικό γράφει σε ένα δεξιό blog.
Οι αβάσιμοι ισχυρισμοί για την Αριστερά
Ο αβάσιμος ισχυρισμός ότι η εισβολή στο Καπιτώλίο ήταν μια «στημένη επιχείρηση μετάθεσης ευθυνών» που ενορχηστρώθηκε από την Αριστερά επαναλήφθηκε και από το μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων Paul A. Gosar (Ρεπουμπλικάνος από την Αριζόνα).
Το δεξιό κανάλι Fox News έγινε γρήγορα το μικρόφωνο για τέτοιους μη επαληθευμένους ισχυρισμούς. Το μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων Mo Brooks (Ρεπουμπλικάνος από την Αλαμπάμα) είπε στο Fox Business ότι «υπάρχει κάποια ένδειξη ότι εμπλέκονται φασιστικά στοιχεία των antifa, ότι εντάχθηκαν στις διαδηλώσεις του Τραμπ». (Στην πραγματικότητα, το antifa είναι μια τακτική που χρησιμοποιείται ενάντια στον φασισμό, όχι για την υποστήριξή του). Ο Μπρουκς υπέδειξε αβάσιμα ως υπεύθυνους «οποιονδήποτε άλλο αριθμό ομάδων, αναρχικών ή ό,τι άλλο θέλετε», που σύμφωνα με τον ίδιο, «θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν αυτή την ευκαιρία για να προσπαθήσουν να βανδαλίσουν το Καπιτώλιο των Ηνωμένων Πολιτειών”.
Και σε μια εμφάνιση στις 6 Ιανουαρίου στο Fox News, η Λώρα Ίνγκραχαμ προσπάθησε να εξομοιώσει την εισβολή στο Καπιτώλιο με τις διαμαρτυρίες του Black Lives Matter κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όταν επέκρινε ανθρώπους που «ήταν σιωπηλοί όταν υπήρχε εκτεταμένη βία και σπρωξίματα με την αστυνομία και τα στρατεύματα της Εθνικής Φρουράς και προσπάθειες να παραβιαστεί αυτός ο φράκτης ακριβώς έξω από την περίμετρο του Λευκού Οίκου”.
Ο Λούι Γκόμερτ (Ρεπουμπλικάνος από το Τέξας), Ο οποίος υπέβαλε αγωγή για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της προεδρικής νίκης του Τζο Μπάιντεν, δήλωσε αβάσιμα στο KLTV του Ανατολικού Τέξας ότι ευθύνεται μια μεγάλη γκάμα αριστερών διαδηλωτών. Το κανάλι λέει: «Ο Γκόμερτ είπε ότι ελπίζει να βρεθεί όποιοι ξεκίνησαν την επίθεση στο Καπιτώλιο. Έκανε αναφορά σε πολλές φωτογραφίες που κοινοποιούνταν ευρέως στο διαδίκτυο, αναφερόμενος στους εικονιζόμενους σε μερικές από αυτές ως «σοσιαλιστές, σκινχεντς και τύπους της κλιματικής αλλαγής». Το KLTV σημειώνει ότι και άλλα ΜΜΕ έχουν διαπιστώσει ότι τα άτομα που εντόπισε ο Γκόμερτ ήταν, στην πραγματικότητα, υποστηρικτές του Τραμπ.
Και δεν είναι μόνο οι ακροδεξιοί δημαγωγοί. Το CNN ισχυρίστηκε δύο φορές, ζωντανά στον αέρα, ότι η βία ασκήθηκε από «αναρχικούς» – τη μια φορά από την εδώ και καιρό αντιαριστερή Ερίν Μπερνέτ και επισης από τη δημοσιογράφο Ντάνα Μπας.
Δεν είναι μόνο τα ΜΜΕ
Αυτοί οι ισχυρισμοί περί ευθύνης της Αριστεράς είναι, φυσικά, αντίθετοι με τις δηλώσεις του Τραμπ: Ο πρόεδρος έχει επανειλημμένα δηλώσει τη συμπάθειά του για το πλήθος που εισέβαλε στο Καπιτώλιο. «Ξέρω τον πόνο σας, ξέρω ότι έχετε πληγωθεί», είπε σε ένα βίντεο που κυκλοφόρησε στο Twitter (από τότε το Twitter έχει αφαιρέσει το βίντεο).
Όμως, η ευθύνη για την καλλιέργεια αυτού του κλίματος του αντι-αριστερού φόβου εκτείνεται σε όλο το πολιτικό φάσμα. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών της κυβέρνησης Τραμπ, ηγέτες των Δημοκρατικών και κεντρώα μέσα ενημέρωσης εξισώνουν επανειλημμένα τους αντιφασίστες που είναι αποφασισμένοι να σταματήσουν τις αντιδραστικές δυνάμεις με αυτές τις ίδιες τις αντιδραστικές δυνάμεις.
Τον μήνα που ακολούθησε την επίθεση στην Charlottesville που άφησε έναν αντιφασίστα, αντιρατσιστή διαδηλωτή νεκρό, μια ανάλυση του FAIR διαπίστωσε ότι αυτός ο σχολιασμός στις έξι κορυφαίες παραδοσιακές εφημερίδες – Wall Street Journal, New York Times, USA Today, Los Angeles Times, San Jose Mercury News και Washington Post — καταδίκαζε εξίσου τους φασίστες και τους αντιφασίστες διαδηλωτές. Η ανάλυση διαπίστωσε ότι «μεταξύ 12 Αυγούστου και 12 Σεπτεμβρίου, αυτές οι εφημερίδες δημοσίευσαν 28 άρθρα γνώμης ή κεντρικά άρθρα που καταδίκαζαν το αντιφασιστικό κίνημα γνωστό ως antifa, ή καλούσαν τους πολιτικούς να το πράξουν, και 27 καταδίκαζαν τους νεοναζί και τους υποστηρικτές της υπεροχής των λευκών, ή που καλούσαν τους πολιτικούς – δηλαδή τον Ντόναλντ Τραμπ – να το πράξουν”.
Από την αρχή της βασιλείας του Τραμπ, το κεντροαριστερό ένστικτο ήταν να αφιερώνει περισσότερο χρόνο για να συμμετέχει στην θεσμική καταδίκη (Condemnation Theater :αναφορά στον διωγμό του θεάτρου από την εκκλησία στην Αγγλία του 16ου αιώνα) των «ακροαριστερών ριζοσπαστών» παρά να αναπτύξει συστήματα για να αντιταχθεί ουσιαστικά σε εθνικιστικά κινήματα λευκών που ενθάρρυνε ο πρόεδρος. Η μορφή ήταν πολύ πιο σημαντική από την ουσία και η «βία» που ασκείται στον δρόμο ως άμυνα ενάντια στους λευκούς εθνικιστές θεωρήθηκε εξίσου κακή με τη βία που προκαλείται από φυλετικό μίσος – μια βία πλήρως συστηματοποιημένη κατά την επιβολή του «νόμου», ένας υπερβολικά λευκός εθνικιστικός Λευκός Οίκος, και ένα εξελιγμένο σύστημα εθνοτικής εκκαθάρισης με την υποστήριξη των Amazon και Palantir στα σύνορα.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ο δικαιολογημένος “Μαύρος θυμός” ενάντια στις συνήθεις δολοφονίες και την υποταγή των Μαύρων ζωών, που εκδηλώθηκε ως καταστροφή περιουσίας, εξομοιώθηκε με την αστυνομική καταπίεση ευρείας κλίμακας και τις πρακτικές των δεξιών πολιτοφυλακών για την πάση θυσία διατήρηση της λευκής κυριαρχίας.
Αυτή η τάση εμφανίστηκε από τον ίδιο τον Τζο Μπάιντεν, ο οποίος, τον Μάιο του 2020, όταν ήταν ακόμη υποψήφιος για την προεδρία, καταδίκασε την υποτιθέμενη «βία» των διαδηλωτών του Black Lives Matter.
Όπως σημείωσε ο Eli Day τον Ιούνιο του 2020, «αντί να κατηγορούμε για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και άλλων μαύρων αμερικανών την ρατσιστική αστυνομία, οι ηγέτες μας εξανίστανται για τις διαμαρτυρίες και την καταστροφή περιουσίας». Η απαίτηση για δικαιοσύνη αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό ή εξευμενίστηκε με κούφιες συντεχνιακές ετικέτες μετά τον Τζορτζ Φλόιντ και κορυφαίους Δημοκρατικούς που επέμεναν ότι αν οι διαδηλωτές του Black Lives Matter πήγαιναν στο σπίτι και τους ψήφιζαν τον Νοέμβριο, όλα θα πήγαιναν καλά. Η ιδεολογία εξομαλύνθηκε και η εξουσία και η ιστορική ανάλυση πετάχτηκαν έξω από το παράθυρο προς όφελος της εμφατικής καταδίκης των «δύο πλευρών».
Η ψεύτικη εξίσωση της Δεξιάς με την Αριστερά διαβρώνει την ικανότητά μας να διακρίνουμε και να αναγνωρίσουμε τις επικίνδυνες δυνάμεις που διέπουν τον Τραμπισμό, καθιστώντας το ίδιο το πολιτικό περιεχόμενο ως μη σημαντικό.
Αυτό είναι ένα πρόβλημα επειδή το πολιτικό περιεχόμενο έχει σημασία: Το γεγονός ότι ένα ακροδεξιό κίνημα επιδίωξε να καταλάβει αντιδημοκρατικά την εξουσία, με την ενθάρρυνση από τον πρόεδρο, θα πρέπει να μας προβληματίσει όλους. Η ψευδής ισοδυναμία μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς καθιστά δύσκολη την διερεύνηση της πολιτικής που κρύβεται πίσω από τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου, και τροφοδοτεί επίσης ένα βασικό ιδεολογικό δόγμα του ίδιου του Τραμπικού πολιτικού ρεύματος στο οποίο η κεντροαριστερά ισχυρίζεται ότι αντιτίθεται. Η υποκίνηση κατά της Αριστεράς ήταν μια οργανωτική αρχή του Τραμπισμού εξαρχής, συνδυαζόμενη με την υποκίνηση από μέρους του Τραμπ εναντίον των διαδηλωτών Black Lives Matter, των φτωχών και των μεταναστών. Είναι ακριβώς αυτό το πολιτικό ρεύμα στο οποίο η Αριστερά προσπαθεί να αντιταχθεί και να το νικήσει, με έναν επείγοντα χαρακτήρα που έχει επανειλημμένα απορριφθεί, δυσφημιστεί και παραποιηθεί.
Τα μέσα ενημέρωσης και οι πολιτικοί έχουν την ευθύνη να είναι ακριβείς και να αποφεύγουν να τροφοδοτούν αυτήν την ψεύτικη ισοδυναμία, η οποία παρέχει ιδεολογικό καύσιμο και ηθική κάλυψη σε ένα ακροδεξιό πολιτικό σχέδιο.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο inthesetimes.com στις 7 Ιανουαρίου 2021.
Για τη συγγραφέα
Η Sarah Lazare είναι συντάκτρια στο In These Times. Έχει δημοσιεύσει κείμενα στο Intercept, Nation, and Tom Dispatch.