Η συζήτηση για τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στο ποδόσφαιρο άνοιξε με δυναμικό τρόπο μετά την απόφαση Μποσμάν. Τότε που μαζί με την απελευθέρωση της κυκλοφορίας των ποδοσφαιριστών, απελευθερώθηκαν αμοιβές, μεταγραφικά κόστη, προμήθειες μεσαζόντων, τηλεοπτικά δικαιώματα. Εκείνη η γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου τον Δεκέμβριο του 1995 έριξε με πάταγο κάποια σύνορα, που για να πούμε την αλήθεια, είχαν ήδη σαθρές βάσεις. Μόνο που αυτό, δεν φαινόταν. Τουλάχιστον σε όλους.
Του Χρήστου Χαραλαμπόπουλου
Τα χρόνια που ακολούθησαν κατέδειξαν ότι οι κύριες επιπτώσεις της ποδοσφαιρικής παγκοσμιοποίησης που “προκάλεσε” η απόφαση Μποσμάν ήταν οικονομικές. Αποτέλεσαν, μάλιστα την απαραίτητη προσαρμογή του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου στις απαιτήσεις λειτουργίας της ενιαίας αγοράς του ευρώ.
Η παγκοσμιοποίηση, όμως, στο ποδόσφαιρο ήταν μια πραγματικότητα πολύ πριν τη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας που αποκάλυψε η απόφαση Μποσμάν. Από τα τέλη της δεκαετίας του 20, όταν οι ιταλικές ομάδες άλλαζαν την υπηκοότητα αργεντινών-κυρίως- ποδοσφαιριστών για να ισχυροποιηθούν και, κατά συνέπεια, να δυναμώσουν την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου που θα χρησιμοποιούσε για την προπαγάνδα του ο ιταλικός φασισμός στο παγκόσμιο κύπελλο του 1934. Ή αργότερα στη δεκαετία του 50 όταν οι δύο μεγάλοι του ισπανικού ποδοσφαίρου κυνηγούσαν ποδοσφαιριστές από την Λατινική Αμερική ή φυγάδες από την Ανατολική Ευρώπη. Ο Κουμπάλα, ο Ντι Στέφανο και ο Πούσκας είναι τρεις από τις χαρακτηριστικότερες.
Υπάρχει, βέβαια, την ίδια στιγμή ένα κύμα ανθρώπων που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο, κυρίως ως προπονητές που αλλάζουν χώρες και ηπείρους, μεταφέροντας ιδέες νέες και επαναστατικές στους τόπους που εγκαθίστανται, επηρεάζοντας καθοριστικά τη φυσιογνωμία και την εξέλιξη του παιχνιδιού. Ρέινολντς, Χόγκαν, Γκουντμαν τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις.
Η παγκοσμιοποίηση είναι δομικό χαρακτηριστικό του ποδοσφαίρου. Είναι στην φύση αυτού του παγκοσμιότερου όλων των παιχνιδιών και ενισχύεται από την σοφία της απλότητάς του. Δύο πέτρες για δοκάρια και ένα κονσερβοκούτι για μπάλα –ή οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να θυμίζει μπάλα– είναι αρκετά.
Σήμερα, φυσικά, το βλέπουμε πως οι εικόνες που μας δίνει το ποδόσφαιρο είναι πρώτα λαμπερά στιγμιότυπα ενός λαιφστάιλ εκατομμυρίων, με όλα όσα το συγκροτούν, και κατόπιν εικόνες της δραστηριότητας που συντηρεί τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του παιχνιδιού, σε έναν παρανομαστή που όσο πάει και ελαχιστοποιείται.
Σε αυτό το περιβάλλον, πολύ λίγο και –μάλλον– ελάχιστους θα εξέπληξε η είδηση σύμφωνα με την οποία, η εθνική Κίνας ποδοσφαίρου κάτω των 20, από την νέα περίοδο θα αγωνίζεται στην τέταρτη κατηγορία της Μπουτενσλίγκα, παίρνοντας αποζημίωση 15 χιλιάδες ευρώ για κάθε παιχνίδι από την Γερμανική ποδοσφαιρική Ομοσπονδία.
Η εξέλιξη αυτή, έρχεται ως συνέπεια της Σινο-γερμανικής συμφωνίας συνεργασίας στο ποδόσφαιρο και δείχνει πόσο σχηματικό εμπόδιο γίνονται τα σύνορα.
Το γεγονός αυτό μπορεί κάποιος να το αντιμετωπίσει με δύο τρόπους. Ο ένας να πει “εντάξει, δεν έγινε και τίποτε…θα αποκτήσουν ποδοσφαιρικές παραστάσεις οι Κινέζοι”.
Ο άλλος είναι λίγο πιο σύνθετος. Θα άξιζε να δει κάποιος το ειδικό βάρος αυτής της συμφωνίας στις Σινο-γερμανικές σχέσεις –ειδικά και γενικά– αλλά και την πολιτική διεθνοποίησης του γερμανικού ποδοσφαίρου, στην οποία συνεργάζονται σύλλογοι και ομοσπονδία.
Οι γερμανικές ομάδες αποκτούν πρόσβαση σε μία τεράστια αγορά και οι Κινέζοι παραστάσεις, πρόσβαση και τεχνογνωσία από την καλύτερα οργανωμένη και αναπτυγμένη τεχνολογικά, ποδοσφαιρικά χώρα του κόσμου. Ελπίζουν με αυτό τον τρόπο να βοηθήσουν την ανάπτυξη του ποδοσφαίρου –σε αγωνιστικό και οικονομικό επίπεδο– στην πιο πολυάνθρωπη χώρα του κόσμου, ώστε πρώτα να οργανώσουν ένα παγκόσμιο κύπελλο και ύστερα να το κατακτήσουν.
Η πόρτα που ρίχνει τελείως τα σύνορα, ανοίγει ακόμη περισσότερο, αλλά επειδή η ζωή δεν κινείται ευθύγραμμα, κανείς μας δεν μπορεί να μαντέψει τι βρίσκεται από πίσω.