Μελετώντας την «αποκλειστική» συνέντευξη του νέου Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στους Times του Λονδίνου και τη γερμανική Bild, μπορεί κάποιος να παρατηρήσει ότι η είδηση δεν είναι τόσο το ζήτημα της βελτίωσης των σχέσεων με την Ρωσία και του περιορισμού των πυρηνικών οπλοστασίων των δύο χωρών μέσω της σύναψης συμφωνιών που εισηγείται ο Τραμπ.
Του Βίκτωρα Χρηστίδη
Θα χρειαστούν περισσότερες και ουσιαστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των Κρεμλίνου και Λευκού Οίκου αν θέλουμε να μιλάμε για πιθανότητα αλλαγής πλεύσης. Άλλωστε, ο εκπρόσωπος του Ρώσου Προέδρου Ντ. Πεσκόφ έσπευσε να δηλώσει ότι δεν υπάρχει κάποια ανάληψη πρωτοβουλιών για τον περιορισμό του πυρηνικού οπλοστασίου, καθώς η επιβολή των κυρώσεων κατά της Ρωσίας βασίζεται σε κατηγορίες άλλων χωρών που το Κρεμλίνο δεν αποδέχεται ότι ευσταθούν.
Μεγάλη, αντίθετα, αναταραχή προκαλούν οι δηλώσεις του Τραμπ, στο πλαίσιο της συνέντευξης, για το ΝΑΤΟ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και πιο συγκεκριμένα για τη Γερμανία. Το ενδιαφέρον στοιχείο δεν είναι εδώ μόνο οι κατηγορίες –που θυμίζουν περισσότερο απειλές– για τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία στις ΗΠΑ, που εντάσσεται στους εμπορικούς και κατ’ επέκταση κεφαλαιακούς ανταγωνισμούς, αλλά η επιλογή μιας πολιτικής ρητορικής στοχοποίησης των προσφύγων-μεταναστών.
Συγκεκριμένα, σε ερώτηση για το δημοψήφισμα στη Βρετανία, ο Τραμπ υποστηρίζει ότι «οι άνθρωποι επιθυμούν να έχουν τη δική τους ταυτότητα και η Βρετανία ήθελε τη δική της ταυτότητα. Eάν δεν είχαν υποχρεωθεί να πάρουν όλους τους πρόσφυγες, με όλα τα προβλήματα που αυτό συνεπάγεται νομίζω ότι δεν θα είχαμε Brexit». Και συνεχίζει, «Πιστεύω πως η Μέρκελ έκανε ένα καταστροφικό λάθος που πήρε όλους αυτούς τους παράνομους, που κανένας δεν ξέρει από πού πραγματικά έρχονται». Ακολούθως υποστήριξε ότι και άλλες χώρες μπορεί να φύγουν, και ότι το να μείνει η ΕΕ ενωμένη δεν είναι κάτι εύκολο όπως πολλοί νομίζουν.
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έσπευσαν, βέβαια, να δώσουν μια άμεση απάντηση στις δηλώσεις του Τραμπ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες εφησυχάζουν ως προς τις πραγματικές διαθέσεις του νέου προέδρου των ΗΠΑ. Το κρίσιμο ερώτημα για τους αναλυτές είναι κατά πόσον η πολιτική των ΗΠΑ θα συμβαδίσει με αυτές τις θέσεις ή αντίθετα τέτοιες δηλώσεις αποτελούν μέρος μιας συγκρουσιακής ρητορικής που δεν πρόκειται όμως να εφαρμοστεί στην πράξη.
Ένας ακόμα παράγοντας ανησυχίας για το Βερολίνο, τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, είναι οι εκλογές που πρόκειται να διεξαχθούν σε ένα πολωμένο περιβάλλον, όπου οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις εκτός από τον μεταξύ τους ανταγωνισμό θα πρέπει να αναμετρηθούν και με ακροδεξιά κόμματα, με αιχμή το ζήτημα του προσφυγικού που απασχολεί έντονα τη γερμανική κοινή γνώμη.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της αποχώρησης της Έρικα Στάινμπαχ από τις τάξεις των Χριστιανοδημοκρατών, η οποία προβλήθηκε εκτενώς από τον γερμανικό Τύπο, επιβεβαιώνοντας ότι η εκλογική πολιτική αντιπαράθεση θα έχει στον πυρήνα της δύο θέματα: το προσφυγικό και την ασφάλεια.
Αυτό που αξίζει να σχολιαστεί στις δηλώσεις του Τραμπ είναι τα πολιτικά χαρακτηριστικά της κριτικής που επιλέγει να απευθύνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση: θέτει στο επίκεντρο το μεταναστευτικό ζήτημα, στοχοποιώντας σε πρώτη φάση τους πρόσφυγες αλλά και τις πολιτικές ανοίγματος της κοινωνίας σε ανθρώπους από εμπόλεμες ζώνες ως πηγή όλων των δεινών, αποσιωπώντας πλήρως από την κριτική του το ζήτημα των πολιτικών λιτότητας.
Με αυτόν τον τρόπο, μοιάζει να ενισχύει την ατζέντα των ακροδεξιών και συντηρητικών δυνάμεων της Ευρώπης, που διεκδικούν το μονοπώλιο «αντισυστημικότητας» ενάντια στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και του Βερολίνου πρωτίστως στη βάση της εναντίωσής τους στην υποδοχή προσφύγων. Σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι που θα πρέπει οι προοδευτικές και Αριστερές δυνάμεις να επιμείνουν και να αντιταχθούν, αναδεικνύοντας ως πραγματικές πηγές της κοινωνικής δυσαρέσκειας τις πολιτικές λιτότητας και όχι το προσφυγικό. Αυτός είναι και ο ουσιαστικός εναλλακτικός χώρος που μπορεί να δημιουργηθεί, προκειμένου να ανατραπεί ως μονόδρομος το διαφαινόμενο από τα λόγια του νέου αμερικανού Προέδρου δίλημμα «ή με τη Μέρκελ-Γιούνκερ ή με τον Τραμπ».