Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στο στόχαστρο των μυστικών υπηρεσιών

Στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο της El País, ο ανταποκριτής της στο Μεξικό, David Marcial Pérez, αναλύει τα προσφάτως αποχαρακτηρισμένα αρχεία της μεξικανικής υπηρεσίας κατασκοπείας, η οποία ακολουθούσε τα βήματα του Κολομβιανού νομπελίστα από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, την πιο δραστήρια πολιτικά εποχή του.


Της Μάγδας Φυτιλή


Οι θερμές σχέσεις του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες με την Κούβα και τις υπόλοιπες κυβερνήσεις και τα αντάρτικα της λατινοαμερικανικής Αριστεράς ανησυχούσαν ιδιαιτέρως την μεξικανική Ομοσπονδιακή Διεύθυνση Ασφάλειας (DFS), την υπηρεσία πολιτικής κατασκοπείας του μονολιθικού καθεστώτος του Θεσμικού Επαναστατικού Κόμματος (PRI), το οποίο παρέμεινε στην εξουσία για 71 χρόνια. Οι αμερικανικές αρχές ενδιαφέρονταν εξίσου για τον Μάρκες. Η μεξικανική υπηρεσία κατασκοπείας ιδρύθηκε την ίδια χρονιά με τη CIA, το 1947, και οι στενές σχέσεις μεταξύ των δύο έχουν τεκμηριωθεί, αποκαλύπτοντας άλλο ένα από τα παράδοξα του καθεστώτος PRI, το οποίο από τη μία υποκινούσε τον αντι-αμερικανικό λόγο της εποχής, και από την άλλη υποκλινόταν στην Ουάσιγκτον.

Ο φάκελος του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες καλύπτει την περίοδο από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, λίγο αφότου εγκαταστάθηκε στο Μεξικό, έως το 1985, το τελευταίο έτος της μεξικανικής μυστικής υπηρεσίας μετά το σχετικό «άνοιγμα» του καθεστώτος. Ο φάκελός του περιέχει αναφορές στις δημόσιες και ιδιωτικές συναντήσεις του Γκαρσία, φωτογραφίες της πόρτας του σπιτιού του όταν δεχόταν καλεσμένους και μια εξαντλητική καταγραφή των ταξιδιών του στην Κούβα από το 1975 και μετά, όταν ο συγγραφέας αναθέρμανε τις σχέσεις του με τον Κάστρο μετά από μια περίοδο αποστασιοποίησης.

Ο Μάρκες έφτασε για πρώτη φορά στην Αβάνα λίγες μέρες μετά τον θρίαμβο της επανάστασης, τον Ιανουάριο του 1959. «Πριν από την Επανάσταση δεν είχα ποτέ την περιέργεια να γνωρίσω την Κούβα. Οι Λατινοαμερικάνοι της γενιάς μου θεωρούσαμε την Αβάνα ένα θορυβώδες μπορντέλο για γκρίνγκο», έγραφε ο Μάρκες, αφηγούμενος το πρώτο του ταξίδι στην Αβάνα, σε ένα από τα δημοσιογραφικά του κείμενα. [1]

Προσκεκλημένος από τον Κάστρο ως ανταποκριτής της Prensa Latina, του επίσημου κουβανικού πρακτορείου ειδήσεων που είχε συνιδρύσει πρόσφατα ο συγγραφέας, ο Κολομβιανός δημοσιογράφος πέρασε έξι μήνες στο νησί. Μετά το πρώτο ειδύλλιο, ο έλεγχος που ασκούσε το Κομμουνιστικό Κόμμα στο πρακτορείο και η οριστική παράδοση του Κάστρο στην αγκαλιά της Μόσχας ψύχρανε τις σχέσεις τους. Αυτή η παρένθεση συνέπεσε με τα χρόνια του Κολομβιανού συγγραφέα στη Βαρκελώνη, μαζί με άλλα μεγάλα ονόματα της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας που είχαν ήδη απογοητευτεί από το κουβανικό όνειρο, όπως ο Μάριο Βάργας Λιόσα.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του, ωστόσο, στην Ευρώπη τον συγκλόνισε ένα νέο γεγονός, το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1973 στη Χιλή κατά του Σαλβαδόρ Αλιέντε. «Ήταν ένα σημείο καμπής. Επιβεβαίωσε μία περίοδο πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης που τον έφερε πίσω στην Κούβα για να αφοσιωθεί στη μαχητική δημοσιογραφία. Έφτασε στο σημείο να πει ότι δεν θα ξαναέγραφε λογοτεχνία μέχρι να πέσει ο Πινοτσέτ», αναφέρει στην El País ο Χάιμε Αμπέλο, προσωπικός του φίλος. Μέχρι τότε είχε ήδη γράψει το Εκατό χρόνια μοναξιάς και η δημοτικότητά του ολοένα και αυξανόταν. Το 1975, εν μέσω της μαχητικής του στροφής, δημοσίευσε ένα ενθουσιώδες ρεπορτάζ για την Κούβα του Κάστρο στο κολομβιανό περιοδικό Alternativas, το οποίο είχε ιδρύσει ο ίδιος ως εργαλείο πολιτικής αφύπνισης.

Αυτή είναι και η περίοδος, όπου η παρακολούθηση του Μάρκες από την μεξικανική υπηρεσία κατασκοπείας εντάθηκε.

Εκτός από την επανάληψη των ταξιδιών του στην Αβάνα, οι εκθέσεις καταγράφουν πράξεις υποστήριξης των Σαντινίστας στη Νικαράγουα και τη μεσολάβησή του, υπό τον όρο της ανωνυμίας, για τη προβολή από τη μεξικανική τηλεόραση της συνέντευξης τεσσάρων στρατιωτικών ηγετών των ανταρτών στο Ελ Σαλβαδόρ. Υπάρχουν επίσης πληροφορίες για τις συναντήσεις του με τον Régis Debray, τον Γάλλο επαναστάτη συναγωνιστή του Τσε Γκεβάρα και μετέπειτα σύμβουλο του προέδρου Φρανσουά Μιτεράν.

Ωστόσο, όπως υποστηρίζει ο David Marcial Pérez, η παρακολούθηση του Μάρκες ήταν «ήπιας» μορφής και όχι μια «σκληρή κατασκοπεία», όπως εκείνη του Οκτάβιο Παθ, του οποίου τα εισοδήματα και τα χρέη βρίσκονταν υπό ενδελεχή έλεγχο, και του Χούλιο Κορτάσαρ, του οποίου η ιδιωτική αλληλογραφία είχε υποκλαπεί.

Τα χρόνια της μέγιστης πολιτικοποίησης του Μάρκες συνέπεσαν με την πιο σκληρή περίοδο καταστολής στο Μεξικό. Από τη δεκαετία του 1970 και μετά, μια εγκληματική συμμαχία μεταξύ του στρατού και της αστυνομίας οδήγησε σε μία συστηματική και δολοφονική δίωξη των ανταρτών ή οποιουδήποτε αντιφρονούντα.

Αυτή η κρατική καταστολή εφαρμόστηκε τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Συνιστά μια ιστορική περίοδο που εξακολουθεί μέχρι σήμερα να καλύπτεται από την ατιμωρησία και τη λήθη και η οποία καταδεικνύει, επίσης, τις εκλεπτυσμένες αντιφάσεις του καθεστώτος του PRI· ενώ άνοιγε την αγκαλιά του στους πολιτικούς πρόσφυγες από τις δικτατορίες της Χιλής ή της Αργεντινής, στο εσωτερικό του κατέστειλε σιωπηλά κάθε απόπειρα κοινωνικής αμφισβήτησης. Το αποχαρακτηρισμένο αρχείο του συγγραφέα δεν εμπεριέχει, ωστόσο, καμία καταγραφή κριτικής του Μάρκες απέναντι σε αυτές τις σκοτεινές δραστηριότητες στο Μεξικό.

Ο Μάρκες είχε φτάσει στο Μεξικό το 1961, αφού εγκατέλειψε το γραφείο του ανταποκριτή της Prensa Latina στη Νέα Υόρκη. Απογοητευμένος από την πολιτική δημοσιογραφία, στόχος του ήταν πλέον να δοκιμάσει την τύχη του στον κόσμο του κινηματογράφου. Οι πρώτες αναφορές των μυστικών υπηρεσιών ξεκινούν μόλις το 1968, την χρονιά των μεγάλων εξεγέρσεων, οι οποίες έφτασαν και στην πρωτεύουσα με τη διαμαρτυρία στην πλατεία Tlatelolco, η οποία κατέληξε σε μαζική σφαγή των φοιτητών από την αστυνομία.

Τον Δεκέμβριο εκείνης της ταραχώδους χρονιάς, ο φάκελος του DFS καταγράφει τη δημιουργία του Ιδρύματος Habeas, ένα προσωπικό σχέδιο του Μάρκες.

Επρόκειτο περί μιας οργάνωσης για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με ιδιαίτερη έμφαση στους πολιτικούς κρατούμενους.

Ο πληροφοριοδότης της μεξικανικής υπηρεσίας κατασκοπείας συνόψιζε τους στόχους του ιδρύματος ως εξής: «Οικονομική και νομική υποστήριξη ατόμων με μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία, τα οποία, λόγω της συμμετοχής τους σε αντάρτικες και τρομοκρατικές ομάδες, προστατεύονται με την έννοια των πολιτικά διωκόμενων ατόμων».

Το Habeas κινητοποιήθηκε ενάντια σε δικτατορίες κάθε είδους (από την Αργεντινή και τη Χιλή μέχρι τον Παναμά), ακόμη και ενάντια σε δημοκρατίες, όπως η γενέτειρά του, η Κολομβία, που βρισκόταν εν μέσω ανταρτοπόλεμου. Ο Μάρκες επικρίθηκε για την υποτιθέμενη χλιαρότητα με την οποία ανέλυε τις καταγγελίες του κουβανικού καθεστώτος και την καταστολή κατά τη διάρκεια του 1968 στο Μεξικό. Ο Οκτάβιο Παζ, ο οποίος είχε έρθει σε ρήξη με το PRI, τον κατηγορούσε με χλευασμό πως είχε ανταλλάξει τον «μαγικό ρεαλισμό με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό».

Ο Μάρκες παραχώρησε όλα τα δικαιώματα του Χρονικού ενός προαναγγελθέντος θανάτου στην κυβέρνηση της Κούβας, σύμφωνα με έγγραφο της μεξικανικής υπηρεσίας κατασκοπείας, με ημερομηνία 17 Μαρτίου 1982. Ο πληροφοριοδότης κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, εκτός από φιλοκουβανός και σοβιετικός, είναι και πράκτορας προπαγάνδας στην υπηρεσία της Διεύθυνσης Πληροφοριών της χώρας αυτής».

Η DFS κατέγραψε, επίσης, την είδηση της απονομής του βραβείου Νόμπελ στον Μάρκες στις 21 Οκτωβρίου 1981. Λίγες ημέρες αργότερα, ο συγγραφέας έλαβε το Τάγμα του Αετού των Αζτέκων, ένα τιμητικό βραβείο από τη μεξικανική κυβέρνηση. Στην ευχαριστήρια ομιλία του, ο συγγραφέας τόνισε, απευθυνόμενος στον μεξικανικό πρόεδρο, ότι «αυτή η διάκριση από την κυβέρνησή σας τιμά, επίσης, όλους τους εξόριστους που έχουν βρει καταφύγιο στο Μεξικό». Ο πρόεδρος του Μεξικού τότε ήταν ο José López Portillo, ο οποίος, ενώ υποδεχόταν εξόριστους που δραπέτευαν από δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής, κατασκόπευε το νέο νομπελίστα και στήριζε τον «βρώμικο πόλεμο» στη χώρα του.

[1] Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Το σκάνδαλο του αιώνα, μτφρ. Μ. Παλαιολόγου, Αθήνα: Ψυχογιός, 2021, σ. 225.

Πληροφορίες για το παρόν άρθρο αντλήθηκαν από το ρεπορτάζ του David Marcial Pérez, στην El País.