O Danilo Mandić είναι ερευνητής στο Harvard και οι έρευνές του εστιάζουν στο πεδίο της μετανάστευσης. Η πρόσφατη μελέτη που διεξήγαγε περιλαμβάνει συνεντεύξεις με Σύρους πρόσφυγες αλλά και ειδικούς από πέντε χώρες (Ιορδανία, Τουρκία, Ελλάδα, Σερβία και Γερμανία) πάνω στο ζήτημα των «παράνομων διακινητών» [smugglers]. Τα συμπεράσματα της έρευνάς του αποδομούν σε μεγάλο βαθμό την κυρίαρχη ρητορική περί «παράνομης διακίνησης», και αναδεικνύουν τους κινδύνους που αντιπροσωπεύουν οι ίδιες οι κρατικές πολιτικές για τους πρόσφυγες.
Του Danilo Mandić
Πριν από ενάμιση χρόνο, η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας έκλεισε τον Βαλκανικό Διάδρομο για τους πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή. Κι ενώ η συγκεκριμένη συμφωνία δεν περιποιεί τιμή, οι ευρωπαίοι πολιτικοί εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι η καταστολή των παράνομων διακινητών γύρω από την Τουρκία είναι μια επιτυχία.
Υποτιθέμενοι θρίαμβοι ενάντια στη λαθραία διακίνηση και «μαθήματα» από τον Βαλκανικό Διάδρομο χρησιμοποιούνται στερεοτυπικά ως πρότυπα για τη διαχείριση που θα πρέπει να γίνει και στην περίπτωση της –επείγουσας σήμερα– διαδρομής Λιβύη-Ιταλία. Καταδίκες εναντίον των διακινητών συχνά αντικαθιστούν αναλύσεις για το πώς λειτουργούν τα παράνομα δίκτυα, πώς δημιουργούνται και τι ρόλο διαδραματίζουν. Αντί να αναγνωρίζουν ως αιτίες τους καταστροφικούς πολέμους και τα ελαττωματικά τους νομικά συστήματα, πολλές κυβερνήσεις έχουν αναγάγει σε ύψιστη προτεραιότητά τους την πάταξη της «λαθραίας διακίνησης».
Όπως, όμως έχουν δείξει επανειλημμένα οι ερευνητές στο πεδίο, οι διακινητές είναι ένα σύμπτωμα και όχι η αιτία.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής –στην Ευρώπη και αλλού– έχουν παρανοήσει σε σοβαρό βαθμό τη δυναμική μεταναστών-διακινητών. Μαζί με συναδέλφους στο Boston Consortium for Arab Region Studies (BCARS), ήμουν επικεφαλής μιας ερευνητική ομάδας σε πέντε χώρες του Βαλκανικού Διαδρόμου, από τον οποίο πέρασαν στην Ευρώπη πάνω από ένα εκατομμύριο μετανάστες την περίοδο 2014-2016. Διεξαγάγαμε 150 εις βάθος συνεντεύξεις με Σύρους πρόσφυγες που μετακινήθηκαν μέσα από δίκτυα διακινητών και 75 συνεντεύξεις με ειδικούς σε πέντε χώρες (Ιορδανία, Τουρκία, Ελλάδα, Σερβία, Γερμανία).
Συγκεντρώσαμε στοιχεία από δεκάδες επίσημα, ανεπίσημα και ημι-μόνιμα στρατόπεδα διαμονής μεταναστών, από αστικούς χώρους, συνοριακά περάσματα και αγροτικές εγκαταστάσεις. Η μελέτη του πώς η καταστολή των διακινητών στην ουσία βλάπτει τους Σύρους πρόσφυγες και ο χαρακτήρας των σχέσεων μεταναστών και διακινητών, οδηγεί σε τρία συμπεράσματα που αμφισβητούν τις παραδεδεγμένες αντιλήψεις.
Πρώτον: ο τρόπος με τον οποίο οι πρόσφυγες αντιλαμβάνονται τους διακινητές είναι σε πλήρη αντίθεση με το πώς τους αντιμετωπίζουν οι κυβερνήσεις, τα μίντια και η κυρίαρχη κουλτούρα.
Οι αξιωματούχοι τούς αντιλαμβάνονται ως στυγνούς εκμεταλλευτές του ανθρώπινου πόνου: εγκληματίες, εμπόρους ανθρώπινων ζωών, αρπακτικά. Πολλοί, μάλιστα, αξιωματούχοι μοιάζει να υποστηρίζουν ότι αν εξολοθρευθούν οι διακινητές, η προσφυγική κρίση θα επιλυθεί. Η κυρίαρχη κουλτούρα –ακόμα και μέσα από οσκαρικά ντοκιμαντέρ– εξυμνεί την ελληνική και ιταλική ακτοφυλακή, καθώς και άλλες υπηρεσίες ενάντια στην «παράνομη διακίνηση», ως λυτρωτές από τις μηχανορραφίες των διαβολικών διακινητών.
Οι Σύροι πρόσφυγες έχουν διαφορετική άποψη. Οι πρόσφυγες με τους οποίους μιλήσαμε βλέπουν τους διακινητές ως οδηγούς και συμμάχους, ως πρόσωπα που τους βοηθούν να φύγουν από ένα θανατηφόρο μέρος.
Δεδομένης της νομικής υποδομής, οι διακινητές γίνονται αντιληπτοί –όχι εσφαλμένα– ως το μοναδικό μέσο για να φτάσουν σε μέρη όπου μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους στο άσυλο, να αναζητήσουν ασφάλεια και οικογενειακή επανένωση.
Η δίωξη των διακινητών, επιπλέον, βλάπτει πρωτίστως τους Σύρους πρόσφυγες, και όχι τους διακινητές. Αυτό που εντόπισε η έρευνά μας είναι ότι οι διακινητές προσαρμόζονται στην αυξανόμενη καταστολή, εκθέτοντας τους πρόσφυγες σε πιο δαπανηρές, επικίνδυνες και θανατηφόρες διαδρομές.
Δεύτερον: οι εμπειρίες εμπορίας ανθρώπων (trafficking) ήταν σχετικά σπάνιες ανάμεσα στις εμπειρίες διακίνησης (οι “traffickers” είναι διακινητές που χρησιμοποιούν βία, εξαναγκασμό και εξαπάτηση).
To σύστημα επιβολής του νόμου ταυτίζει τους διακινητές και τους εμπόρους ανθρώπινης ζωής. Τόσο ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης, όσο και η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες αναγνωρίζουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Σύρων προσφύγων (>90%) ήρθαν στην Ευρώπη μέσω δικτύων παράνομης διακίνησης. Λιγότερο από το 10% του δείγματός μας βίωσε εξαναγκασμό και πάνω από το 75% του δείγματος εκφράζεται θετικά για τους διακινητές του. Οι εις βάθος συνεντεύξεις υποδεικνύουν ότι οι “traffickers” αντιπροσώπευαν ένα πολύ μικρό, περιθωριακό ποσοστό στο συνολικό φαινόμενο της διακίνησης στον Βαλκανικό Διάδρομο.
Τρίτον, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι κυβερνήσεις, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις και άλλοι επίσημοι φορείς σχετιζόμενοι με τη μετανάστευση έχουν σοβαρό έλλειμμα εμπιστοσύνης στα μάτια των προσφύγων.
Οι πρόσφυγες εμπιστεύονται τους διακινητές –βασίζονται σε αυτούς για πληροφορίες και άλλα κρίσιμα ζητήματα– πολύ περισσότερο από ό,τι εμπιστεύονται τους υπευθύνους στους προσφυγικούς καταυλισμούς, τους κυβερνητικούς αξιωματούχους, τις ΜΚΟ και τους παρόχους επίσημης βοήθειας.
Το γεγονός αυτό δημιουργεί μια επικίνδυνη δυναμική, καθώς τα παράνομα δίκτυα έχουν μονοπώλιο στην πληροφορία που λαμβάνουν οι Σύροι πρόσφυγες και στο τι τελικά αποφασίζουν και πράττουν. Υπάρχει ξεκάθαρος λόγος για αυτό.
Στον κατάλογο των κρίσιμων γεγονότων που συμβαίνουν κατά τη μετανάστευση, οι πρόσφυγες αναφέρουν εμπειρίες όπως οι βυθίσεις, οι αναγκαστικές κρατήσεις, οι αναγκαστικοί χωρισμοί οικογενειών, βίαιοι τραυματισμοί. Καταθέτουν επίσης περιστατικά εξαπάτησης και εκμετάλλευσης. Σε συντριπτικό βαθμό, οι «ιστορίες τρόμου» συνέβησαν στα χέρια κρατικών αξιωματούχων: αστυνομικών, φυλάκων, τελωνειακών υπαλλήλων, στρατιωτών (κυρίως Τούρκων και Ούγγρων).
Αντίστοιχες «ιστορίες τρόμου» στα χέρια των διακινητών ήταν σπάνιες και πολύ χαμηλότερης έντασης, σύμφωνα με τους συνεντευξιαζόμενους μας. Είναι πολύ απλά παραπλανητικό να θεωρείται ότι το μεγαλύτερο μέρος των κινδύνων για τη ζωή και την υγεία των προσφύγων εκπορεύεται από τους διακινητές.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Forced Migration Forum, στις 8 Οκτωβρίου 2017.
Για τον συγγραφέα
Ο Danilo Mandić είναι Harvard College Fellow.