Είναι ο πόλεμος απέναντι σε μια εθνική μειονότητα, είναι η αστυνομία που εισέβαλε στα γραφεία μεγάλης εφημερίδας, είναι οι κατηγορίες για εξοπλισμό του ISIS μέσω των μυστικών υπηρεσιών, είναι η στρατιωτική κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού αεροσκάφους – και παρόλα αυτά η Τουρκία θέλει να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η διολίσθηση της χώρας προς τον δεσποτισμό θέτει ένα ακόμα υπαρξιακό πρόβλημα στη Δύση.
Του Paul Mason
Η εικόνα των ηγετών της Ευρώπης που υποκλίνονται μπροστά στον Πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με την ελπίδα ότι αυτός θα σταματήσει το κύμα των προσφύγων προς την Ελλάδα, είναι αποκρουστική. Αφού τα τουρκικά δικαστήρια ενέκριναν την κατάληψη της εφημερίδας Zaman από την αστυνομία, ρίχνοντας δακρυγόνα στους εργαζόμενους και απολύοντας τους εκδότες της, τα νέα αφεντικά έσπευσαν κατευθείαν να βάλουν στο εξώφυλλο τη χαμογελαστή φωτογραφία του Ερντογάν. Έχει πολλούς λόγους για να χαμογελάει.
Η μεγάλη απήχηση που έχει ο Ερντογάν στην Τουρκία είναι πραγματική. Για τον σκληρό πυρήνα των συντηρητικών, που έβλεπαν για δεκαετίες το Ισλάμ να παραγκωνίζεται μέσα από τη διαδοχή των κοσμικών στρατιωτικών καθεστώτων, ο Ερντογάν έμοιαζε αρχικά να ενσαρκώνει την ιδεώδη στάση. Το φιλελεύθερο, διαδικτυακά ενήμερο, προοδευτικό κομμάτι της Τουρκίας θα άφηνε στην ησυχία του το αντιδραστικό, θρησκευόμενο και πατριαρχικό κομμάτι, και αντιστρόφως. Ο Ερντογάν θα οδηγούσε την Τουρκία προς την ευρωπαϊκή ένταξη, με έναν βηματισμό αρκετά αργό ώστε τα εμφανή ελλείμματα δημοκρατίας να μην γίνονται αντιληπτά.
Όμως όλα πήγαν στραβά για τον ίδιο θεμελιώδη λόγο που κατέρρευσε και το καθεστώς του Άσαντ στη Συρία: την απροθυμία της μορφωμένης νεολαίας να κυβερνάται από αδαείς που διοικούν ένα τάχα «καλοκάγαθο» αστυνομικό κράτος.
Οι εξεγέρσεις που ξέσπασαν στις τουρκικές πόλεις τον Ιούνιο του 2013 πυροδοτήθηκαν από την αδυναμία του Ερντογάν –και της απαρχαιωμένης αντίληψης του για το Ισλάμ– να ανεχτεί βασικές ελευθερίες που διεκδικούσε η νέα γενιά: το δικαίωμα να πίνει αλκοόλ στους χώρους γύρω από το πανεπιστήμιο, το δικαίωμα για μη λογοκριμένα social media, το δικαίωμα να διαδηλώνει ειρηνικά για τα ίδια πράγματα που διαδηλώνει και η νεολαία της Ευρώπης.
Στην περίπτωση του Πάρκου Γκεζί, για παράδειγμα, να διαδηλώνει ενάντια στην απόφαση να ισοπεδωθεί ένας χώρος πρασίνου για να γίνει εμπορικό κέντρο.
Έκτοτε, ο Ερντογάν έχει αντιμετωπίσει όλα αυτά τα εμπόδια. Κατέστειλε τις διαδηλώσεις με την απλή μέθοδο της ρίψης δακρυγόνων αμερικανικής κατασκευής στο πλήθος και επιρρίπτοντας τις ευθύνες στις αστικές περιοχές της κουρδικής μειονότητας, η οποία είχε ενταχθεί στον αγώνα.
Μετά, ο Ερντογάν έκανε τον εαυτό του Πρόεδρο. Και ενώ έχασε για λίγο την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, τον Ιούνιο του 2015, την ξανακέρδισε στο τέλος του χρόνου, μετά από μια πολιτική εκστρατεία που άφησε τα γραφεία του φιλοκουρδικού κόμματος HPD καμένα, σε πολλές πόλεις.
Ταυτόχρονα, ο τουρκικός στρατός διέκοψε την τριετή εκεχειρία με το κουρδικό PKK, εξαπολύοντας στρατιωτικές επιθέσεις σε κουρδικές πόλεις της νότιας Τουρκίας, σε μια κλίμακα που προκάλεσε καταστροφές ακόμα και στις συριακές πόλεις από την άλλη πλευρά των συνόρων.
Όμως όλα αυτά δεν συγκρίνονται με την εξουσία που πρόκειται να ασκήσει τώρα ο Ερντογάν. Με την κατάρρευση ή την επικείμενη κατάρρευση καθεστώτων στο Αφγανιστάν, την Υεμένη, το Ιράκ και τη Συρία, όσο περισσότερο εκπίπτει η τουρκική δημοκρατία, τόσο θα χρειάζεται να τη στηρίξει η Δύση. Και πιο συγκεκριμένα, όσο περισσότερο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατηρεί την ιδέα ότι η Τουρκία μπορεί να ενταχθεί μια μέρα στην ΕΕ, τόσο θα ενδυναμώνονται οι δυνάμεις που θέλουν να εγκαταλείψουν την Ένωση.
Σύμφωνα με έγγραφα που διέρρευσαν σε ελληνικό σάιτ τον προηγούμενο μήνα, ο Ερντογάν απειλούσε ανοιχτά την Ευρώπη με ανεξέλεγκτη ροή προσφύγων, αν δεν εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση και η γρήγορη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Μολονότι τα συγκεκριμένα έγγραφα θεωρήθηκαν γνήσια από ορισμένα ειδησεογραφικά πρακτορεία, έχουν τον χαρακτήρα της μαύρης προπαγάνδας στην οποία επιδίδεται ο τελευταίος εχθρός του Ερντογάν, οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες. Σε κάθε περίπτωση –αληθινά ή κατασκευασμένα– τα συγκεκριμένα έγγραφα δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα: Η Ευρώπη ήδη κάνει τα στραβά μάτια απέναντι στην αποσάθρωση της δημοκρατίας, τη συνεργασία με διακινητές ανθρώπων και τις στρατιωτικές επιθέσεις απέναντι σε αμάχους.
Για όσα θα συμβούν στη συνέχεια χρειάζεται ψυχραιμία και αναλογικότητα.
Οι πολίτες της ΕΕ έχουν καταρχάς δικαίωμα να διεκδικήσουν ειλικρίνεια από τις κυβερνήσεις τους και από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η «Έκθεση προόδου» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Νοέμβριο υπήρξε μια άσκηση υποκρισίας: αν και επεσήμαινε τη διολίσθηση προς τον δεσποτισμό, τη λογοκρισία και τη βία, η έκθεση εκθείαζε την Τουρκία για την οικονομική της πρόοδο.
Φανταστείτε τι μπορεί να έγραφε μια τέτοια έκθεση για το αίτημα ένταξης της Ιταλίας του Μουσολίνι.
Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι «αν μπορούν 75 εκατομμύρια μουσουλμάνοι να ενταχθούν στην Ευρώπη», όπως διατυμπανίζουν οι ρατσιστές της ανατολικής Ευρώπης. Είναι «αν ένα κράτος που βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με τα Κριτήρια της Κοπεγχάγης για την ευρωπαϊκή ένταξη μπορεί να παραμένει σε μια τέτοια είδους διαδικασία;». Η απάντηση πρέπει να είναι όχι και η ΕΕ έχει υποχρέωση να εξασφαλίσει ένα πρόγραμμα υποστήριξης των κοσμικών δημοκρατικών δυνάμεων της χώρας, προκειμένου να συνεχιστούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Δεν μπορώ να φανταστώ, άλλωστε, ότι η Επιτροπή –που δεν δίστασε τον Ιούλιο του 2015 να υποδείξει στους Έλληνες με ποιο τρόπο να ψηφίσουν στο δημοψήφισμα– θα έχει αντίρρηση να υποστηρίξει τις προοδευτικές δυνάμεις της Τουρκίας απέναντι στις αντιδραστικές (!).
Κάτι τέτοιο θα έφερνε τον Ερντογάν στρατηγικό αδιέξοδο, Αλλά, δεν θα έλυνε αυτομάτως και την κατάσταση στο Αιγαίο. Κάτι τέτοιο, θα προϋπέθετε την ενδυνάμωση της στρατηγικής δέσμευσης της Ευρώπης απέναντι στην Ελλάδα, με ενίσχυση, ελάφρυνση χρέους, βοήθεια και αλληλεγγύη.
Για εκείνους μέσα στην Ευρώπη που θέλουν να δείξουν σε μια Αγγλία «που αποχαιρετά» ότι χρειαζόμαστε την ΕΕ, δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη ευκαιρία. Είναι μια ευκαιρία για ξεκάθαρη καταγγελία της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για έμπρακτη υποστήριξη της Ελλάδας, ως μέλους της Ένωσης. Μια ευκαιρία για σχεδιασμένη πολιτική για τους πρόσφυγες, ενάντια στις απειλές που εκτοξεύει ο Ερντογάν.
Αυτή η προοπτική φαντάζει απογοητευτική στις κεντρώες εκείνες πολιτικές δυνάμεις που συνέβαλαν στη δημιουργία αυτού του χάους. Τις φέρνει αντιμέτωπες με μια επιλογή που δεν θέλουν να κάνουν: οι δημοκρατικές αξίες πάνω από τη λογική της αγοράς, η ηθική αποφασιστικότητα πάνω από την ψευδαίσθηση ότι όλα θα πάνε καλά.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Guardian και αναδημοσιεύτηκε από το Roarmag, στις 7 Μαρτίου 2016.
Για τον συγγραφέα
Ο Paul Mason είναι συγγραφέας και παρουσιαστής πάνω σε ζητήματα οικονομίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Τα τελευταία του βιβλία είναι τα PostCapitalism: Α Guide to our Future (2015) και Why It’s Kicking Off Everywhere? (2013).