Πόλεμοι της Συρίας: οι νέες δυναμικές




H αεροπορική επίθεση του Ισραήλ εναντίον ιρανικών και καθεστωτικών στόχων, στις 10 Φεβρουαρίου, ενισχύει την ανησυχία ότι ανοίγει ένα νέο μέτωπο στις πολύπλευρες συγκρούσεις της Μέσης Ανατολής.


Του Paul Rogers


O κίνδυνος μιας ευθείας σύγκρουσης του Ισραήλ και του Ιράν έχει αυξηθεί, την ώρα που τουρκικές, ρωσικές, κουρδικές και αμερικανικές δυνάμεις εμπλέκονται σε επιχειρήσεις στον Βορρά της Συρίας. Το γεγονός ότι τόσοι μαχητές, με διαφορετική ατζέντα, εμπλέκονται στην περιοχή σημαίνει ότι η περαιτέρω κλιμάκωση των συγκρούσεων είναι απολύτως πιθανή.

Οι λεπτομέρειες του επεισοδίου ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν δείχνουν πόσο ασταθής είναι η κατάσταση αυτή τη στιγμή.

Το επεισόδιο ξεκίνησε όταν το «Σώμα Επαναστατικής Φρουράς του Ιράν» (IRGC) απογείωσε ένα drone από την αεροπορική βάση Τίγιας, που βρίσκεται 100 χιλιόμετρα ανατολικά από την πόλη Χομς της κεντρο-δυτικής Συρίας.

Το drone εντοπίστηκε στα ισραηλινά σύνορα και καταρρίφθηκε από τις ισραηλινές αεροπορικές δυνάμεις (ΙΑF), σε μια επιχείρηση με ελικόπτερο. Σχεδόν αμέσως, οκτώ ισραηλινά μαχητικά κατέστρεψαν το κέντρο επιχειρήσεων στο εσωτερικό της Συρίας ως αντίποινα. Στη συνέχεια ένας συριακός αντιαεροπορικός πύραυλος χτύπησε ένα από τα ισραηλινά F-16, την ώρα που επέστρεφε στο Ισραήλ, τραυματίζοντας σοβαρά ένα μέλος του πληρώματος.

Είναι η πρώτη φορά που οι στρατιωτικές αεροπορικές δυνάμεις του Ισραήλ παραδέχονται ότι έχασαν ένα μαχητικό αεροσκάφος από την εποχή της μεγάλης εισβολής στον Λίβανο, στην «Επιχείρηση Ειρήνη στη Γαλιλαία», το 1982. Το γεγονός αυτό πυροδότησε την απόφαση του Ισραήλ να πραγματοποιήσει πολλαπλές επιθέσεις στο σύστημα αεράμυνας της Συρίας.

Παρ’ όλα αυτά οι συγκεκριμένες επιθέσεις ήταν ηπιότερες από τη συνήθη πολιτική μαζικών αντιποίνων που εφαρμόζει το Ισραήλ απέναντι σε οποιαδήποτε επίθεση: μια πολιτική που συχνά παρουσιάζεται ως απόδειξη ότι το Ισραήλ είναι «απόρθητο μέσα στην επισφάλειά του». Πρόκειται για την αναπαράσταση μιας στρατιωτικής υπερδύναμης που περιβάλλεται από εχθρούς στην περιοχή, και συνεπώς χρειάζεται να απαντά με σιδερένια γροθιά.

Για ποιους λόγους, λοιπόν, η απάντηση του Ισραήλ ήταν –σχετικά– συγκρατημένη αυτή τη φορά;

Μια ενήμερη πηγή, που αναφέρεται σε άρθρο των New York Times, επικαλείται ως εξήγηση την οργισμένη παρέμβαση του Βλαντιμίρ Πούτιν. Οι επιχειρήσεις του Ισραήλ πραγματοποιήθηκαν επικίνδυνα κοντά στις ρωσικές δυνάμεις. Αυτό ήταν το μήνυμα που μετέφερε ο Πούτιν στον πάλαι ποτέ σύμμαχό του, τον ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου.

Το ευρύτερο κίνητρο του Πούτιν είναι αρκετά εμφανές. Η Ρωσία έχει επωφεληθεί σε μεγάλο βαθμό από την υποστήριξή της στο καθεστώς Άσαντ, αλλά ένας γενικευμένος πόλεμος θα έβαζε σε κίνδυνο τα κεκτημένα της. Είναι ξεκάθαρο ότι η Ρωσία θέλει να αποφύγει τη διεύρυνση του χάους στη Μέση Ανατολή.

Οι αναμνήσεις από τις μεγάλες απώλειες του Κόκκινου Στρατού στον πόλεμο του Αφγανιστάν, τη δεκαετία του 1980, είναι ακόμα ζωντανές. Επίσης, η Μόσχα βίωσε ως ακριβό το τίμημα της Κριμαίας και της ανατολικής Ουκρανίας, επομένως δεν θέλει να διευρύνει την εμπλοκή της στη Συρία. Ο Πούτιν, άλλωστε, πρέπει να διαχειριστεί το ζήτημα των επικείμενων εκλογών, επαγρυπνώντας για πιθανές εκρήξεις εσωτερικής δυσαρέσκειας.

Μια επιπλέον ανησυχία είναι ότι οι απώλειες της Ρωσίας στη Συρία αυξάνονται. Το Associated Press αναφέρει τον θάνατο τεσσάρων Ρώσων εργολάβων, που σκοτώθηκαν σε επιχείρηση που πραγματοποιήσαν αμερικανικές δυνάμεις για να προστατεύσουν συριακές πολιτοφυλακές εναντίον του Άσαντ, που απειλούνταν από καθεστωτικές ομάδες.

Κάποια δυτικά μέσα ενημέρωσης ισχυρίζονται ότι οι απώλειες της Ρωσίας σε στρατιωτικό και εργολαβικό προσωπικό αγγίζουν τις εκατοντάδες. Μια πιο προσεκτική καταγραφή του Reuters υποστηρίζει ότι τουλάχιστον σαράντα Ρώσοι έχουν σκοτωθεί τους τελευταίους μήνες στη Συρία.

Οι στρατηγικοί υπολογισμοί της Μόσχας στη Μέση Ανατολή περιλαμβάνουν επίσης μυστικές πληροφορίες για την ταχεία αλλά κρυφή ανάπτυξη αμερικανικών βάσεων στο Ιράκ, την Ιορδανία και κυρίως τη Συρία.

Ο εντοπισμός της τοποθεσίας τους βασίζεται στις καταγραφές μιας εφαρμογής smartphone καλής φυσικής κατάστασης, που χρησιμοποιείται από αμερικανούς στρατιωτικούς εκπαιδευτές στην περιοχή και η οποία είναι εύκολα προσβάσιμη.

Το Jane’s Defence Weekly επιστρατεύει αυτά τα δεδομένα για να αποκαλύψει δεκατρείς κρυφές βάσεις: δύο στη Συρία, τέσσερις στο Ιράκ και επτά στην Ιορδανία εκ των οποίων οι δύο είναι στα σύνορα με τη Συρία.

Η Ιορδανία έχει οικονομικά προβλήματα που συμπίπτουν με αυτά της Ρωσίας. Η μείωση της οικονομικής υποστήριξης από τις χώρες του Κόλπου σημαίνει ότι οι αρχές αντιμετωπίζουν 700 εκατομμύρια δολάρια έλλειμμα στον προϋπολογισμό της χώρας. Απέναντι σε αυτά τα προβλήματα διάλεξαν τον βαθιά αντιλαϊκό δρόμο της αύξησης των φόρων σε βασικά τρόφιμα, όπως το ψωμί, μια αύξηση που κυμαίνεται από 50-100%.

Στο Ισραήλ, επίσης, τα εσωτερικά προβλήματα –στα οποία περιλαμβάνονται οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο Νετανιάχου για διαφθορά– είναι ένα στοιχείο των περιφερειακών περιπλοκών που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ένας πολεμοχαρής πρωθυπουργός θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρήσει ότι μια κρίση με το Ιράν θα συνιστούσε ευκαιρία για αντιπερισπασμό.

Οι πολιτικές επιλογές της Ιορδανίας είναι πιο περιορισμένες, αλλά η φωνή των πολιτών της δεν μπορεί να παρακαμφθεί.

Αυτές οι εσωτερικές δυναμικές, όσο περιφερειακές προς τους κεντρικούς ανταγωνισμούς κι αν φαίνονται, μπορεί να έχουν συνέπειες. Αυτή τη στιγμή δύο πιο κεντρικές πραγματικότητες τις επισκιάζουν.

Η μία είναι είναι γνωστή: ο βαθύς ισραηλινο-ιρανικό ανταγωνισμός. Η άλλη είναι σχετικά καινούργια: ο βαθμός διείσδυσης των ρωσικών και αμερικανικών δυνάμεων στις λιγότερο σταθερές γωνίες της περιοχής.

Αυτή η διείσδυση oδηγεί σε συγκρούσεις που φέρνουν σχεδόν αντιμέτωπες τις συγκεκριμένες δυνάμεις. Μια ιρανο-ισραηλινή διαμάχη που θα ξεσπούσε στη Συρία θα μπορούσε γρήγορα να εκτραπεί, φέρνοντας άμεσα αντιμέτωπες τη Μόσχα και τη Ουάσιγκτον. Σε σύγκριση με ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το περιστατικό της 10ης Φεβρουαρίου θα έμοιαζε απλώς αψιμαχία.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Opendemocracy, στις 15 Φεβρουαρίου 2018.

Για τον συγγραφέα

Ο Paul Rogers είναι καθηγητής στο Τμήμα Σπουδών για την Ειρήνη του Bradford University. Eίναι σύμβουλος του Open Democracy σε θέματα που αφορούν τη διεθνή ασφάλεια.