Ο Κερέμ Σάμμπεργκερ θέλει να ασχοληθεί με την έρευνα: θέλει να εξετάσει πώς εργάζονται οι ελεύθεροι επαγγελματίες δημοσιογράφοι παγκοσμίως, στην Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική· θέλει να εξακριβώσει τον τρόπο με τον οποίο τα Μέσα ενημέρωσης αναπαριστούν τον κόσμο και αναλύουν τους κυρίαρχους λόγους. Όλα αυτά ο Κερέμ Σάμμπεργκερ θα τα έκανε ευχαρίστως. Δεν μπορεί όμως, γιατί είναι κομμουνιστής.
Του Jakob Wetzel
Μετάφραση: Δήμητρα Αλιφιεράκη
Ψυχροπολεμικός αέρας φυσάει στο Πανεπιστήμιο Ludwig-Maximilian του Μονάχου (LMU). Όχι ότι το ίδιο το πανεπιστήμιο έχει πρόβλημα με τα φρονήματα του Σάμμπεργκερ: ο Μίχαελ Μέγιεν, καθηγητής στο Ινστιτούτο Επικοινωνιολογίας του LMU, προτίθεται να προσλάβει τον τριαντάχρονο. Προβλέπεται να λάβει μια θέση ημιαπασχόλησης ως υποψήφιος διδάκτορας, να διδάσκει μιάμιση ώρα την εβδομάδα στο πρώτο έτος και κυρίως να κάνει έρευνα. Στην πραγματικότητα, θα ξεκινούσε ήδη από την 1η Οκτώβρη. Ωστόσο, μεταξύ του ιδίου και της εργασίας του στέκεται εμπόδιο η Κρατιδιακή Υπηρεσία Ελέγχου Συνταγματικής Νομιμότητας (Verfassungsschutz, στο εξής ΚΥΕΣΝ).
Το LMU είναι μεν αυτό που αποφασίζει για το ποιον/α θα προσλάβει. Επειδή, όμως, ο Σάμμπεργκερ είναι κομμουνιστής, πρέπει προηγουμένως η ΚΥΕΣΝ να πάρει θέση: αυτή η πρόβλεψη ανάγεται στη διαμάχη Ανατολικής-Δυτικής Γερμανίας (Ost-West-Konflikt) και βασίζεται, μεταξύ άλλων, στη Διάταξη για τους Ριζοσπάστες (Radikalenerlass), του 1972.
Το πανεπιστήμιο, έχοντας υπόψη του τη διάταξη, απευθύνθηκε στην ΚΥΕΣΝ ήδη από τον Ιούλιο. Ωστόσο, η απόφασή της εκκρεμεί εδώ και μήνες κι έτσι η θέση έχει παγώσει. Ο Σάμμπεργκερ προσέλαβε ως δικηγόρο του την πρώην Ομοσπονδιακή Υπουργό Δικαιοσύνης Χέρτα Ντόιμπλερ-Γκμέλιν, η οποία αναφέρει ότι ο χειρισμός της ΚΥΕΣΝ είναι «οπωσδήποτε αντιδεοντολογικός», καθώς και ότι έχει προγραμματιστεί να τεθεί το θέμα και πάλι στην ημερήσια διάταξη του κρατιδιακού Κοινοβουλίου.
Όμως, για τον Σάμμπεργκερ κάθε εβδομάδα που περνάει είναι κρίσιμη. Κρίσιμο είναι επίσης και το βασικό ερώτημα του κατά πόσον κάποιος/α σαν αυτόν μπορεί γενικά να γίνει επιστήμονας. Όποιος θέλει να κάνει καριέρα, δύσκολα θα αποφύγει το κράτος-εργοδότη. Για αυτόν τον λόγο, ο Σάμμπεργκερ κάνει λόγο για de facto απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος.
Η στοιχειοθέτηση της κατηγορίας απαιτεί λεπτούς χειρισμούς, ωστόσο το Σύνταγμα εγγυάται το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής επαγγέλματος για κάθε Γερμανό και Γερμανίδα. Ο Σάμμπεργκερ καταλογίζει στην ΚΥΕΣΝ εσκεμμένη καθυστέρηση στην πρόσληψη.
Το κρατιδιακό Κοινοβούλιο δεν παίρνει θέση επί του ζητήματος: η συγκεκριμένη περίπτωση υπόκειται στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, αναφέρει. Η ΚΥΕΣΝ υποστηρίζει ότι η διάρκεια της διαδικασίας απάντησης στο εκάστοτε ζήτημα ποικίλει. Εάν απαιτείται «πληθώρα δικαστικών κρίσεων», τότε η απόφαση διαρκεί εξ ορισμού παραπάνω.
Ο Κερέμ Σάμμπεργκερ είναι πράγματι γνωστός στον αριστερό χώρο. Είναι εκπρόσωπος της Ομάδας του Μονάχου του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (DKP), υπήρξε παλιότερα εκπρόσωπος της Σοσιαλιστικής Γερμανικής Εργατικής Νεολαίας (Sozialistische Deutsche Arbeitsjugend) και τάσσεται υπέρ της οργάνωσης «Κόκκινη Βοήθεια» (Rote Hilfe), όπως και της «Οργάνωσης Διωχθέντων-Διωχθεισών του Ναζιστικού Καθεστώτος-Σύνδεσμος Αντιφασιστριών και Αντιφασιστών» (“Vereinigung der Verfolgten des Naziregimes – Bund der Antifaschistinnen und Antifaschisten”).
Και οι τέσσερις οργανώσεις τελούν υπό καθεστώς παρακολούθησης από την ΚΥΕΣΝ. Από το 2010 έως το 2012, η Υπηρεσία αναφέρει το όνομα του Σάμμπεργκερ στις εκθέσεις της. Το μαρξιστικο-λενινιστικό Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το πάλαι ποτέ αυτόνομο από την ανατολικογερμανική SED (Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας), αναφέρει ότι αυτή τη στιγμή στο Μόναχο υπάρχουν διαμάχες για τη γραμμή του.
Βάσει του κομματικού του προγράμματος, ωστόσο, εξακολουθεί να προσβλέπει σήμερα, όπως και άλλοτε, στην καθιέρωση του Σοσιαλισμού ή του Κομμουνισμού (βλ. για το σχετικό θέμα στο αρχείο της Süddeutsche Zeitung: Kommunismus).
Οι κομμουνιστές θεωρούνταν άλλοτε επικίνδυνοι, σήμερα όμως…;
Ο Σάμμπεργκερ επιχειρεί να κατεβάσει τους τόνους: το πρόγραμμα του ΓΚΚ αποτελεί ένα συμβιβαστικό καταστατικό που προέκυψε μέσα από μακροχρόνιες διαφωνίες, αναφέρει. Το κόμμα έχει αλλάξει. Ο ίδιος είναι μέλος του κόμματος από το 2003 και ανήκει στην ομάδα εκείνη που τάσσεται υπέρ της διεύρυνσης. Όπως λέει: «Στο παλιό ΓΚΚ, πριν το 1989, δε θα έμπαινα». Σήμερα, το κόμμα έχει στο Μόναχο περίπου 140 μέλη και ασχολείται επί της ουσίας με οικολογικά ζητήματα, τάσσεται εναντίον της TTIP και της CETA ή για παράδειγμα εναντίον της Συνδιάσκεψης για την Ασφάλεια (Sicherheitskonferenz).
Ο ίδιος απορρίπτει τον μαρξισμό-λενινισμό ως σταλινικό. Δεν έχει προηγούμενες ποινές και αναγνωρίζει εξ ολοκλήρου τη φιλελεύθερη-δημοκρατική συνταγματική τάξη, καθώς και την άμιλλα των κομμάτων. «Αυτό που δε με βρίσκει σύμφωνο στην παρούσα συνθήκη είναι η εξίσωση της δημοκρατίας με τον καπιταλισμό», λέει ο Σάμμπεργκερ, «δεν χρειάζεται καμία δημοκρατία σύμφωνη προς την αγορά, αλλά μια αγορά σύμφωνη προς τη δημοκρατία».
Πειστικός ως επιστήμονας, αλλά κομμουνιστής
Ο Μίχαελ Μέγιεν είναι πεπεισμένος για τις ικανότητες του Σάμμπεργκερ ως επιστήμονα. Ήταν εξαιρετικός φοιτητής, αναφέρει ο καθηγητής. Στα δεκαπέντε χρόνια της καριέρας του στο LMU σπάνια έχει τέτοιους φοιτητές, λέει με ενθουσιασμό. Ο Σάμμπεργκερ δεν είναι μόνο πλήρως καταρτισμένος στο αντικείμενό του, αλλά έχει επίσης εμπλουτίσει τη ζωή του ινστιτούτου, λέει ο Μέγιεν. Πριν από τις σπουδές του, ο Σάμμπεργκερ είχε εκπαιδευτεί στο επάγγελμα του μάνατζερ εκδηλώσεων. Με βάση αυτές τις γνώσεις του διοργάνωνε ομιλίες με υψηλή επισκεψιμότητα, χωρίς ποτέ ωστόσο να προπαγανδίζει σε αυτές υπέρ του ΓΚΚ.
Το πανεπιστήμιο εμποδίζει προς το παρόν την πρόσληψη του Σάμμπεργκερ. Ο Μέγιεν θέλει να ταξιδέψει τον Νοέμβρη με τον Σάμμπεργκερ και άλλους δέκα φοιτητές στη Μόσχα, προκειμένου να εξετάσουν, στο πλαίσιο ενός σεμιναρίου από κοινού με το Πανεπιστήμιο Λομονόσσοφ, το κατά πόσο τα Μέσα ενημέρωσης στη Ρωσία μπορούν να δουλέψουν αυτόνομα. Θεωρεί δεδομένο ότι ο Σάμμπεργκερ θα συμμετάσχει. Ίσως προκύψει πρόβλημα με τα έξοδα του ταξιδιού, επιτρέπεται ωστόσο να τα καλύψει ο ίδιος στην περίπτωση αυτή.
Η υποχρέωση αφοσίωσης στο Σύνταγμα κάθε υπαλλήλου δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να εκπληρώνεται μέσω της στάσης του προς τη φιλελεύθερη-δημοκρατική συνταγματική τάξη: έτσι ορίζουν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας των δημόσιων υπηρεσιών των κρατιδίων.
Στη Βαυαρία κάθε αιτών οφείλει, επομένως, να συμπληρώσει ένα «ερωτηματολόγιο για την απόδειξη της αφοσίωσής του στο Σύνταγμα» (Fragebogen zur Prüfung der Verfassungstreue). Ο αιτών πρέπει, μεταξύ άλλων, να δηλώσει στο σχετικό έγγραφο εάν είναι μέλος ή υποστηρικτής «εξτρεμιστικών ή επηρεασμένων από εξτρεμιστικές οργανώσεις οργανώσεων».
Σε αυτές συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων το Εθνικοδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (ΝPD), η Αλ-Κάιντα, το απαγορευμένο στη Γερμανία Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) και το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Εάν ο/η υποψήφιος σταυρώσει το σχετικό κουτάκι, ζητείται η παρέμβαση της ΚΥΕΣΝ.
Ο κανονισμός έλκει την καταγωγή του από τη διαμάχη Ανατολικής-Δυτικής Γερμανίας: από τη δεκαετία του 1950, ειδικά όμως από την κατοχύρωση της λεγόμενη Διάταξης για τους Ριζοσπάστες, υπό την καγκελαρία του Σοσιαλδημοκράτη Βίλλυ Μπράντ το 1972, οι αιτήσεις θέσεων στη Γερμανία, και ειδικά οι θέσεις σε δημόσιες υπηρεσίες, εξετάζονται από την ΚΥΕΣΝ.
Στόχος αυτού του κανονισμού ήταν προπαντός ο εντοπισμός ακροαριστερών, οι οποίοι θα μπορούσαν να υπονομεύσουν το κράτος «δια της προέλασής τους μέσω των θεσμών», σύμφωνα με τα λόγια του Ρούντι Ντούτσκε.
Εντούτοις, όταν η εις βάθος εξέταση των αιτήσεων δέχτηκε κριτική ως δυσανάλογη, οι κρατιδιακές κυβερνήσεις υποχώρησαν σταδιακά. Από το 1991 και εξής, στη Βαυαρία, η διαδικασία εξέτασης των υποψηφιών από την ΚΥΕΣΝ τίθεται σε ισχύ μόνο εάν ο αιτών/η αιτούσα συμπληρώσει σχετικά στοιχεία στο ερωτηματολόγιο. Το 2015 τέθηκε σε ισχύ 634 φορές, ενώ από τον Ιανουάριο μέχρι τον Αύγουστο του 2016 έγιναν 537 έλεγχοι. Εξαίρεση αποτελούν οι δικαστικοί: εδώ και κάποιο καιρό έχει επανατεθεί σε ισχύ η διαδικασία ελέγχου της αφοσίωσής όλων των αιτούντων στο Σύνταγμα. Αφορμή εν προκειμένω στάθηκε ένας ακροδεξιός δικαστής και όχι ένας κομμουνιστής.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Süddeutsche Zeitung, στις 21 Οκτωβρίου 2016.