Όταν μια οδική γέφυρα στη Γένοβα κατέρρευσε τον Αύγουστο του 2018, σκοτώνοντας 43 άτομα, αναφορές σύντομα αποκάλυψαν την αμέλεια των ιδιωτικών διαχειριστών της. Σήμερα, η κυβέρνηση επανεθνικοποιεί εν μέρει την εν λόγω εταιρεία συντήρησης δρόμων: ένα μικρό βήμα μακριά από τον νεοφιλελευθερισμό που έχει προκαλέσει άγριους ισχυρισμούς ότι πρόκειται για μια επίθεση «τύπου Βενεζουέλας» κατά των επιχειρήσεων.
Του Lorenzo Zamponi
Μετάφραση: Σάκης Στεργενάκης
Ένα φάντασμα στοιχειώνει τους αυτοκινητόδρομους της Ιταλίας: το φάντασμα του Τσαβισμού. «Εθνικές οδοί: το μοντέλο της Βενεζουέλας νίκησε», ισχυρίστηκε ο δημοσιογράφος Νικόλα Πόρο, σε ένα βίντεο που απευθύνεται στους 700.000 ακόλουθούς του στο Facebook και στους 400.000 στο Twitter.
Ο Πόρο είναι ένα διάσημο πρόσωπο στους τηλεοπτικούς σταθμούς της Mediaset του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και αναπληρωτής αρχισυντάκτης της εφημερίδας του μεγιστάνα Il Giornale. Και μέσα σε λίγες ώρες, η ομιλία του για τη «Βενεζουέλα» είχε υιοθετηθεί από δεκάδες δεξιούς σχολιαστές, αλλά και από ένα μεγάλο κομμάτι του φιλελεύθερου κατεστημένου. Αυτή η οργή δεν ήταν ακριβώς καλά στηριγμένη.
Νωρίτερα τον Ιούλιο, η κυβέρνηση του Τζουζέπε Κόντε αποφάσισε να ανακτήσει ένα μερίδιο δημοσίου 33% στην εταιρεία που διαχειρίζεται τους αυτοκινητόδρομους της Ιταλίας, είκοσι χρόνια μετά την ιδιωτικοποίησή της.
Αυτή ήταν ίσως μια μάλλον χλιαρή κίνηση, δεδομένης της φρικτής –τα τελευταία χρόνια θανατηφόρας– παραμέλησης των αυτοκινητόδρομων που βρίσκονταν υπό ιδιωτική διαχείριση.
Ωστόσο, οι συγκρίσεις με τον Ούγκο Τσάβεζ και τον Νικολά Μαδούρο αφθονούν στα εθνικά μέσα ενημέρωσης, παρουσιάζοντας την κίνηση του Κόντε ως ακραία και παράνομη.
Οι επικριτές του άντλησαν επιχειρήματα από το ήδη εδραιωμένο σχήμα στον δημόσιο λόγο της Ευρώπης και των ΗΠΑ, καταφεύγοντας στον αντικομμουνισμό της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, ακόμη και τώρα, τρεις δεκαετίες μετά την πτώση του Ανατολικού Μπλοκ. Όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με την παραμικρή απόκλιση από τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, οι υπερασπιστές του status quo εκτοξεύουν την κλασική ρητορική της οικονομικής αποτυχίας, της «ξένης ιδεολογίας» και των σχέσεων με «απολίτιστες» μη ευρωπαϊκές χώρες, αναπτύσσοντας αντικομουνισμό ενάντια ακόμη και σε δυνάμεις που απέχουν πολύ από οποιοδήποτε είδος μαρξιστικής πολιτικής.
Κληρονομιά ιδιωτικοποιήσεων
Η απόφαση της ιταλικής κυβέρνησης έχει τις ρίζες της στο 2018, όταν το Ponte Morandi – μια τσιμεντένια γέφυρα στα περίχωρα της Γένοβας – κατέρρευσε, σκοτώνοντας σαράντα τρία άτομα. Αυτή η τραγωδία προκάλεσε έντονες συζητήσεις για την προφανή έλλειψη συντήρησης αυτής της γέφυρας και γενικά της οδικής υποδομής της Ιταλίας. Ιδιαίτερα στο στόχαστρο βρέθηκε η οικογένεια Μπενετόν, ιδιοκτήτες της εταιρείας ρούχων και –κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών– η κατέχουσα την πλειοψηφία των μετοχών της εταιρείας διαχείρισης αυτοκινητοδρόμων Autostrade per l’Italia (ASPI).
Τότε, ο Κοντέ ήταν επικεφαλής ενός συνασπισμού μεταξύ του λαϊκιστικού Κινήματος των Πέντε Αστέρων και της σκληρής δεξιάς Lega και η έκκληση για την ανάκληση της παραχώρησης στην οικογένεια Μπενετόν άρχισε να σημειώνει πρόοδο.
Αυτή ήταν μια σημαντική αντιστροφή σε μια δημόσια συζήτηση που κυριαρχούσε για πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα, σχετικά με το πώς ο «αποτελεσματικός» ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να αντικαταστήσει κάθε άμεση κρατική διαχείριση, δίνοντας ώθηση σε ένα κύμα ιδιωτικοποιήσεων απαράμιλλο εκτός του παλιού ανατολικού μπλοκ.
Η ASPI δημιουργήθηκε το 1950 ως μέρος του Ινστιτούτου Βιομηχανικής Ανασυγκρότησης (IRI, η τότε τεράστια δημόσια βιομηχανική εταιρεία χαρτοφυλακίου) και ήταν μια βασική δύναμη στην οικονομική άνθηση της δεκαετίας του 1960.
Η οικοδόμηση ενός από τα πυκνότερα δίκτυα αυτοκινητόδρομων στον κόσμο που ταιριάζει απόλυτα σε ένα μοντέλο ανάπτυξης βασισμένο στον χάλυβα (δημόσιο, τότε), το πετρέλαιο (επίσης σε δημόσια χέρια) και τα αυτοκίνητα (τότε, όπως τώρα, υπό το ιδιωτικό, οιονεί μονοπώλιο της FIAT).
Η ιδιωτικοποίηση της ASPI, μαζί με την IRI και πολλές άλλες δημόσιες επιχειρήσεις, ήρθε τη δεκαετία του 1990: η πλέον θριαμβευτική νεοφιλελεύθερη ιδεολογία το απαίτησε, καθώς και οι δεσμεύσεις που θεσπίστηκαν με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992, την ιδρυτική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία, μεταξύ άλλων, ανάγκασε την Ιταλία να μειώσει το δημόσιο χρέος της μέσω πωλήσεων δημόσιων περιουσιακών στοιχείων.
Η ASPI ιδιωτικοποιήθηκε το 1999 και το 2002 η οικογένεια Μπενετόν είχε τον πλειοψηφικό έλεγχο. Έκτοτε, οι μέτοχοι έχουν αντλήσει τεράστια κέρδη, καθώς τα διόδια αυξάνονται συνεχώς ενώ οι επενδύσεις στη συντήρηση πλησιάζουν το μηδέν.
Οι ίδιοι οι αυτοκινητόδρομοι παρέμειναν δημόσια ιδιοκτησία: αυτό που ιδιωτικοποιήθηκε ήταν η διαχείρισή τους και η τραγωδία του Ponte Morandi αύξησε την πιθανότητα να αποσυρθεί η παραχώρηση. Ωστόσο, δεν ήταν σαφές εάν θα ανατεθεί σε κάποιον άλλο ιδιωτικό ιδιοκτήτη ή εάν το κράτος θα αναλάβει άμεσα τον έλεγχο.
Καθώς αυτό ήταν ακόμη υπό συζήτηση, ήρθε μια ασυνήθιστη αλλαγή κυβέρνησης. Το καλοκαίρι του 2019, η σκληρή δεξιά Lega του Ματέο Σαλβίνι αποσπάστηκε από τη συμμαχία με το Κίνημα Πέντε Αστέρων, το οποίο με τη σειρά του σχημάτισε έναν νέο συνασπισμό μαζί με τους κεντροαριστερούς Δημοκρατικούς. Παρά την αναταραχή αυτή, ο ανεξάρτητος δικηγόρος Τζουζέπε Κόντε παρέμεινε πρωθυπουργός.
Οι Δημοκρατικοί αντιμετώπισαν ιδιαίτερα προβλήματα στο να επιτρέψουν την εθνικοποίηση. Αυτό το κόμμα, στην πραγματικότητα, είναι ο κληρονόμος των πολιτικών δυνάμεων που οδήγησαν τις ιδιωτικοποιήσεις της δεκαετίας του 1990, ενσωματώνοντας πλήρως το παράδειγμα του προοδευτικού νεοφιλελευθερισμού.
Έχει επίσης πολύ στενούς δεσμούς με χρηματοοικονομικούς ομίλους, όπως οι Μπενετόν, που θεωρούνται κορυφαίοι φάροι της φωτισμένης, προοδευτικής αστικής τάξης, παρά τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές παραβάσεις τους στη Λατινική Αμερική.
Ωστόσο, ο νέος ηγέτης των Δημοκρατικών Νικόλα Τζινγκαρέτι εκλέχθηκε το 2019 με μια πλατφόρμα, αν όχι ρήξης τύπου Κόρμπιν, τουλάχιστον οπισθοχώρησης από τις Μπλερικές εμμονές των προηγούμενων ετών. Πράγματι, θα ήταν περίεργο για το θεωρητικά πιο «σοσιαλδημοκρατικό» από τα μεγάλα κόμματα της Ιταλίας να είναι το μόνο που αντιτίθεται στην ανάκληση της παραχώρησης.
Αντιμέτωπη με μια λαϊκή απαίτηση να «κάνει κάτι» για να τιμωρήσει τους Μπενετόν, που θεωρούνται έμμεσα υπεύθυνοι για τους σαράντα τρεις θανάτους –αν όχι να εθνικοποιήσει άμεσα τους αυτοκινητόδρομους– η κυβέρνηση παγιδεύτηκε επίσης από την ανάγκη της να μην εμφανιστεί υπερβολικά «αντι-επιχειρηματική», σε ένα διεθνές πλαίσιο όπου δεν μπορούσε να φανταστεί άλλη οικονομική στρατηγική εκτός από την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων. Πρόσθετη επιπλοκή προήλθε από τη ζούγκλα των κανόνων που διέπουν αυτές τις συμφωνίες εξωτερικής ανάθεσης.
Όποιος και αν είναι ο μύθος του «κράτους-ρυθμιστή» των ιδιωτικών επιχειρήσεων, αυτοί οι κανόνες ευνοούν σταθερά τον παραχωρισιούχο, προβλέποντας πρόστιμα δισεκατομμυρίων ευρώ εις βάρος του ίδιου του κράτους, εάν πάρει πίσω τους αυτοκινητόδρομους από την ιδιωτική διαχείριση.
Παρεμβατικό κράτος;
Η ιστορία ξεκίνησε στις 15 Ιουλίου όταν η κυβέρνηση και η ASPI ανακοίνωσαν την συμφωνία. Η κρατική χρηματοοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου Cassa Depositi e Prestiti (σ.μ. Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων) πρόκειται να αγοράσει το 33% των μετοχών της ASPI (με κόστος χαμηλότερο από τις όποιες πιθανές κυρώσεις), ενώ ένα άλλο 22% θα παραχωρηθεί σε θεσμικούς επενδυτές που απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης της κυβέρνησης.
Στη συνέχεια, η εταιρεία θα μεταφερθεί στο χρηματιστήριο και το μερίδιο των Μπενετόν θα πέσει κάτω από το 10%. Αυτό απέχει πολύ από την αναγκαστική εθνικοποίηση –κάτι που το ιταλικό σύνταγμα επιτρέπει, στην πραγματικότητα– αλλά αποτελεί έναν χειρισμό εντός της αγοράς, που συμφωνήθηκε με τους σημερινούς ιδιοκτήτες, οι οποίοι θα δουν το κράτος να παρεμβαίνει ως απλός μέτοχος (αν και μεγάλος) σε μια ιδιωτική εταιρεία.
Υπάρχει όμως μια σαφής αλλαγή: το κράτος πρόκειται να επιστρέψει ως οικονομικός παράγοντας, παίρνοντας πίσω μέρος αυτού που ιδιωτικοποιήθηκε πριν από είκοσι χρόνια. Αν το 2018 η οικονομολόγος Μαριάννα Ματζουκάτο, θεωρητική ενός νέου κρατικού παρεμβατισμού, έγραψε ένα άρθρο για την κορυφαία εφημερίδα La Repubblica (μαζί με τον σύντροφό μας Σιμόνε Γκασπερίν) με τίτλο «Αυτοκινητόδρομοι: Η εθνικοποίηση δεν είναι ταμπού», σήμερα η ίδια είναι οικονομική σύμβουλος του πρωθυπουργού Κόντε.
Η επιχείρηση φέρει επίσης τα τυπικά χαρακτηριστικά αυτής της κυβέρνησης και της ηγεσίας του Κόντε, μια πράξη εξισορρόπησης μεταξύ του προοδευτικού νεοφιλελευθερισμού της ιταλικής «κεντροαριστεράς» των τελευταίων είκοσι πέντε ετών και της ανάγκης να δοθεί ένα διαφορετικό είδος απάντησης σε μια κοινωνική-οικονομική κατάσταση στην οποία τέτοιες συνταγές έχουν καταστεί μη βιώσιμες.
Η κυβέρνηση του Κόντε δεν είναι σοσιαλιστική και δεν έχει κάποιο πρόγραμμα εθνικοποιήσεων. Η συμφωνία για τους αυτοκινητόδρομους είναι απολύτως εσωτερική στους μηχανισμούς της οικονομίας της αγοράς. Όμως, το γεγονός ότι, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, ο ρόλος του ιταλικού κράτους σε έναν τομέα της οικονομίας αυξάνεται αντί να μειώνεται, σίγουρα δείχνει ένα παράθυρο ευκαιριών. Αυτή είναι μια ρωγμή στη μονολιθική νεοφιλελεύθερη συναίνεση – και η Αριστερά θα έκανε καλά να προσπαθήσει να διευρύνει αυτή τη ρωγμή κι άλλο.
O Μπαμπούλας της Βενεζουέλας
Την ημέρα μετά τη συμφωνία, το φάντασμα του μπολιβαριανισμού έκανε την τρομακτική του εμφάνιση στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. “Autostrade per l’Italia: μια κρατικοποίηση που θυμίζει τη Βενεζουέλα” ισχυρίστηκε ο Λούτσιο Μαλάν του κόμματος Forza Italia του Μπερλουσκόνι στη Γερουσία. Ο κεντροδεξιός βουλευτής Μαουρίτσιο Λούπι συμφώνησε: «Η απαλλοτρίωση από τους Μπενετόν είναι σοκαριστική, δεν είμαστε Βενεζουέλα». Ο δημοφιλής υπέρμαχος της ελεύθερης αγοράς YouTuber Rick DuFer παραπονέθηκε ότι «η Βενεζουέλα είναι κοντά».
Αυτού του είδους η ρητορική διαδόθηκε επίσης και στον φιλελεύθερο τύπο. «Εάν η Ιταλία γίνει Βενεζουέλα, ποιος θα επενδύσει;», ρώτησε ο πρώην υπουργός Οικονομίας Τζιοβάνι Τρία στη Huffington Post Italia. Ο εκδότης της, Ματτία Φέλτρι πρόσθεσε: «αυτός δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο μια κυβέρνηση επιλύει θέματα με ιδιωτικές επιχειρήσεις – εκτός από τη Βενεζουέλα». Ένας αρθρογράφος της La Repubblica βρήκε τη σύγκριση με τη Βενεζουέλα λίγο υπερβολική, αλλά συμφώνησε με το «στιγματισμό μιας συγκεκριμένης μετακίνησης προς το νεοκρατισμό all’italiana». Στις 20 Ιουλίου, ο υπουργός οικονομίας Ρομπέρτο Γκουαλτιέρι ρωτήθηκε από έναν δημοσιογράφο της Corriere della Sera: «Η κυβέρνηση εμφανίζει ένα πρόσωπο διευθυντισμού, λίγο Βενεζουελάνικο. Γιατί ένας ξένος επενδυτής να διακινδυνεύσει τα κεφάλαιά του στην Ιταλία;»
Υπάρχει ένας άλλος άμεσος λόγος για αυτό το ξαφνικό ενδιαφέρον για τη Βενεζουέλα. Τον Ιούνιο, λίγες εβδομάδες πριν από τη συμφωνία ASPI, η συντηρητική ισπανική εφημερίδα ABC ανέφερε την υποτιθέμενη χρηματοδότηση της Βενεζουέλας από το Κίνημα Πέντε Αστέρων (M5S), το οποίο στηρίζει την κυβέρνηση του Κόντε.
Η κατηγορία ήταν αβάσιμη, αλλά απέκτησε απήχηση στη δεξιά αντιπολίτευση, η οποία συνήθως (και ψευδώς) παρουσιάζει το Κίνημα των Πέντε Αστέρων ως μια ριζοσπαστική αριστερή δύναμη, σε μια προσπάθεια να διαβρώσει την υποστήριξη που έχει από συντηρητικά τμήματα του εκλογικού σώματος. Ο ηγέτης της Λέγκα Σαλβίνι, ο ίδιος σε συνεργασία με το M5S μόλις πριν από δώδεκα μήνες, ισχυρίστηκε τον Ιούνιο ότι «η κυβέρνηση τώρα είναι ένα μείγμα της CGIL [συνδικαλιστική ομοσπονδία] και της Βενεζουέλας».
Ας το επαναλάβουμε: αυτή ήταν μια μερική εθνικοποίηση, με όρους αγοράς, που πραγματοποιήθηκε από μια πολύ μετριοπαθή κεντροαριστερή κυβέρνηση με φιλελεύθερα και λαϊκιστικά χαρακτηριστικά. Η ρητορική κίνηση να συσχετίσουμε αυτού του είδους την πολιτική με τη Βενεζουέλα είναι νέα για την Ιταλία, δεδομένου του πόσο λίγο ακόμη και αόριστα σοσιαλιστικό χρώμα υπάρχει στην πολιτική της .
Αλλού αυτή η σύγκριση είναι καθιερωμένη, ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου εδώ και χρόνια η Βενεζουέλα παρουσιάζεται ως το αρχέτυπο του αυταρχισμού και της οικονομικής κατάρρευσης που υποτίθεται ότι οφείλεται στις σοσιαλιστικές πολιτικές.
Και ακόμη περισσότερο στην Ισπανία, της οποίας τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι πολύ πιο επιμελή όταν παρακολουθούν τα γεγονότα της Βενεζουέλας, και όπου ο Τσαβισμός βρίσκεται συχνά στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Πράγματι, η δεξιά κυβέρνηση του Χοσέ Μαρία Αθνάρ κατηγορήθηκε ότι υποστήριξε την απόπειρα πραξικοπήματος στο Καράκας το 2002 τόσο από τον επόμενο σοσιαλιστή πρωθυπουργό Χοσέ Λουίθ Ροντρίγκεζ Θαπατέρο, όσο και από τον ίδιο τον Τσάβες.
Ακόμα θρυλικό στην ισπανική πολιτική είναι ένα περιστατικό του 2007 όπου, αντιμετωπίζοντας τις συνεχείς διακοπές του Τσάβες σε μια ομιλία του Θαπατέρο σε σύνοδο κορυφής στη Χιλή (με στόχο ακριβώς την εξαπόλυση επιθέσεων εναντίον του Αθνάρ), ο τότε βασιλιάς της Ισπανίας Χουάν Κάρλος φώναξε στον πρόεδρο της Βενεζουέλας: «Γιατί δεν βγάζεις τον σκασμό;»
Η άνοδος των Podemos στη δεκαετία του 2010 τροφοδότησε την εμμονή της ισπανικής δεξιάς με τη Βενεζουέλα, κυρίως καθώς οι ιδρυτές του κόμματος Πάμπλο Ιγκλέσιας και Ινίγκο Ερεχόν είχαν εμπειρία ως πολιτικοί σύμβουλοι που εργάζονταν για αριστερές-λαϊκίστικές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής.
Εδώ και χρόνια, η Δεξιά κατηγόρησε τους Podemos ότι χρηματοδοτήθηκαν με πετροδόλαρα της Βενεζουέλας, αν και χωρίς να έχουν βρεθεί αποδεικτικά στοιχεία.
Διαιωνίζοντας τον Αντικομμουνισμό
Αλλά γιατί η Βενεζουέλα; Εάν ένα μεγάλο μέρος της ριζοσπαστικής Αριστεράς καταδίκασε διεθνώς την απόπειρα πραξικοπήματος του Χουάν Γκουαϊδό και την ιμπεριαλιστική παρέμβαση στη χώρα αυτή, ο Μπολιβαριανισμός δύσκολα απολαμβάνει την απήχηση που είχε πριν από δεκαπέντε χρόνια, όταν ο Τσάβες μπορούσε να καυχηθεί ότι άνοιξε τον δρόμο για τη «ροζ παλίρροια» σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική.
Η εντύπωση είναι ότι αυτή η σύγκριση με τη Βενεζουέλα είναι τόσο επιτυχής γιατί ανταποκρίνεται σε έναν καθιερωμένο κανόνα: τον αντικομμουνισμό του Ψυχρού Πολέμου.
Μιλάμε για τον αντι-κομμουνισμό πολύ λίγο στη Δύση, παρά τον τρομερό ρόλο της αντι-«κόκκινης» προπαγάνδας σε μεγάλο μέρος του κόσμου στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Ήταν ένα από τα όπλα που κατέστρεψαν την Αριστερά στις ΗΠΑ, από τον Μακαρθισμό και μετά: ο αντικομουνισμός αποφάσισε την έκβαση εκλογών και βαθιά διαμόρφωσε τη δημόσια συζήτηση σε πολλές χώρες.
Η παρουσία, στην Ιταλία, του μεγαλύτερου Κομμουνιστικού Κόμματος της Δύσης από το 1943 έως το 1991 δημιούργησε ένα μάλλον διαφορετικό πλαίσιο σε σύγκριση με χώρες όπως η Βρετανία και η (Δυτική) Γερμανία, όπου ο αντικομμουνισμός έχει καταστρέψει οτιδήποτε βρίσκεται στα Αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας. Αλλά άφησε το σημάδι του και στην Ιταλία.
Πέρα από το φολκλόρ του Don Camillo και του Peppone (ο ιερέας του χωριού και ο τοπικός κομμουνιστής, στο επίκεντρο ενός διάσημου συνόλου συντηρητικών ταινιών και βιβλίων μετά το 1945) η αντικομμουνιστική ρητορική της Χριστιανοδημοκρατίας στη σαράντα χρόνια της μεταπολεμικής ηγεμονίας της έχει αφήσει βαθιά ίχνη. Δεν είναι τυχαίο που ακόμη και μετά τη διάλυση του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος το 1991 –που σύντομα ακολούθησε μετριοπαθείς καθολικούς ηγέτες της κεντροαριστεράς, όπως ο Ρομάνο Πρόντι– στη δεκαετία του 1990 και του 2000, ο Μπερλουσκόνι χαρακτηρίζει συνεχώς όλους τους αντιπάλους του «κομμουνιστές», συμπεριλαμβανομένων προσώπων όπως ο Πρόντι.
Αυτό ήταν το θέμα από τη στιγμή που ο δισεκατομμυριούχος μεγιστάνας ανακοίνωσε θεαματικά ότι εισέρχεται στην πολιτική το 1994: στην δεύτερη γραμμή της τηλεοπτικής ομιλίας του δήλωσε ότι «αποφάσισα να μπω στο πεδίο και να ασχοληθώ με τις δημόσιες υποθέσεις, γιατί δεν θέλω να ζω σε μια ανελεύθερη χώρα που κυβερνάται από ανώριμες δυνάμεις και ανθρώπους διπλά συνδεδεμένους με ένα πολιτικά και οικονομικά αποτυχημένο παρελθόν».
Στην προσπάθεια να απονομιμοποιηθεί οποιαδήποτε αόριστα προοδευτική πρόταση –οποιαδήποτε απόκλιση από την ορθοδοξία της ελεύθερης αγοράς– η επίκληση της κομμουνιστικής «οικονομικής αποτυχίας» είναι ένα ισχυρό όπλο. Έτσι, όχι τυχαία, η Βενεζουέλα μπαίνει στο παιχνίδι. Το θέμα δεν είναι αν ο Μαδούρο αντιπροσωπεύει πραγματικά έναν φάρο για τους σοσιαλιστές διεθνώς, αλλά μάλλον ότι η οικονομική κρίση που έπληξε αυτήν τη χώρα θα υπενθυμίζει σε πολλούς Δυτικούς τα στερεότυπα για τις ελλείψεις σε πρώην χώρες του Ανατολικού Μπλοκ. Η κρατική παρέμβαση σημαίνει κομμουνισμό, ο κομμουνισμός σημαίνει φτώχεια.
Αλλά η ρητορική για τη Βενεζουέλα δεν βασίζεται μόνο στο οικονομικό στοιχείο του αντικομμουνισμού του Ψυχρού Πολέμου. Επίσης θεμελιώδης είναι η ιδέα των ξένων δεσμών και ακόμη και της χρηματοδότησης.
Τα «ρούβλια της Μόσχας» που χρηματοδότησαν το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και άλλα δυτικά κόμματα είναι πανταχού παρόντα στα αντικομμουνιστικά στερεότυπα και, πίσω από αυτό, η βαθύτερη ιδέα του κομμουνιστή ως προδότη.
Αυτό βασίζεται σε πολλά αντισημιτικά μοτίβα, με τα οποία, πράγματι, συχνά συνδέεται: οι κομμουνιστές, όπως οι Εβραίοι, θεωρείται ότι είναι πιο πιστοί στους διεθνείς δεσμούς τους από ό,τι με τη χώρα τους, ότι έρχονται σε αντίθεση με την πατρίδα τους και, ως εκ τούτου, είναι πιθανοί προδότες. «Αυτός ο τύπος δεν είναι πραγματικά ένας από εμάς: πληρώνεται από το εξωτερικό και ο σκοπός των ριζοσπαστικών ιδεών του είναι να μας βλάψει».
Στις “Βενεζουελάνικες” εκδοχές της, αυτή η ρητορική βασίζεται επίσης στην αντικομμουνιστική ιδέα ότι ο κομμουνισμός είναι κάτι μη ευρωπαϊκό και ουσιαστικά ξένο – που συχνά σημαίνει, κάτι το χαρακτηριστικό των μη λευκών, «απολίτιστων», αποικισμένων λαών, από τους Κινέζους έως τους Βιετνάμέζους και τους Κουβανούς, τόσοι πολλοί βάρβαροι Κοζάκοι που ετοιμάζονται να εισβάλουν στην πολιτισμένη Ευρώπη μας. Και είναι εύκολο να προσδιορίσετε τη βαθιά σχέση μεταξύ της «ροζ παλίρροιας» στη Λατινική Αμερική και των αυτόχθονων κινημάτων της ηπείρου, ακόμη και απλώς κοιτάζοντας τις προσωπικές βιογραφίες πολλών κορυφαίων προσωπικοτήτων της Αριστεράς.
Μυλόπετρα γύρω από τους λαιμούς μας
Όχι τυχαία, στις 28 Φεβρουαρίου –στο αποκορύφωμα του αγώνα του στις προκριματικές εκλογές για το χρίσμα για την προεδρία– ο ίδιος ο Μπέρνι Σάντερς δέχτηκε επίθεση για παρόμοιους λόγους, καθώς μια βίαιη στήλη στους New York Times τον κατηγόρησε ότι βρισκόταν στη λάθος πλευρά κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
Αυτό το άρθρο είχε πολλά ενοχλητικά χαρακτηριστικά, ιδίως όταν επιτέθηκε στον Σάντερς με την αιτιολογία ότι «Ο τύπος που είχε θυμώσει για την πτώση του μαρξιστικού καθεστώτος του Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή το 1973 εξακολουθεί να είναι θυμωμένος για αυτό και σήμερα». Ο συγγραφέας ξέχασε να αναφέρει ότι αυτό το «μαρξιστικό καθεστώς» ήταν μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Η «πτώση» της, ένα φασιστικό στρατιωτικό πραξικόπημα.
Στην ιταλική περίπτωση, το ξαφνικό ενδιαφέρον για τα ζητήματα «Βενεζουέλας» φαίνεται συνεπώς να μην έχει παρά ελάχιστη σχέση με τις πολιτικές του Μαδούρο, που πράγματι κανείς δεν τις δείχνει ως πρότυπο για να ακολουθήσει ή ως ηγεσία ενός διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος. Αντίθετα, φαίνεται να συνδέεται με βαθύτερα χαρακτηριστικά της κυρίαρχης κουλτούρας στη φιλελεύθερη Δύση.
Ένα καθιερωμένο ρεπερτόριο αντικομμουνιστικών επιθέσεων μπορεί να κληθεί να κηλιδώσει όποιον προσπαθεί να αμφισβητήσει την ορθοδοξία της ελεύθερης αγοράς, ακόμη και –όπως στην περίπτωση των ιταλικών αυτοκινητοδρόμων– με τους πιο διφορούμενους και άτολμους τρόπους.
Ο Ψυχρός Πόλεμος έληξε το 1989, αλλά η πολιτισμική του κληρονομιά είναι πολύ πιο έντονη από ό,τι φανταζόμαστε συχνά. Και είναι σαφές ότι κανείς στην Αριστερά δεν μπορεί να ελπίζει να κερδίσει ευρεία υποστήριξη, χωρίς να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει αυτού του είδους τη ρητορική.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Jacobin, στις 31 Ιουλίου 2020.
Για τον συγγραφέα
O Lorenzo Zamponi είναι υπότροφος ερευνητής στην κοινωνιολογία και την πολιτική επιστήμη στη Scuola Normale Superiore της Φλωρεντίας.