Σκέψεις για την ιστορική πρόταση μομφής στην Ισπανία




Μολονότι ο συναισθηματικός ίλιγγος που προκαλεί η ξαφνική αλλαγή κυβέρνησης στην Ισπανία μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολικές τοποθετήσεις, η πρόταση μομφής που έφερε την άμεση αλλαγή της κυβέρνησης είναι μια ιστορική στιγμή στην Ισπανία και η εξέλιξή της ενδέχεται να αποβεί καθοριστική.


Της Cristina Flesher Fominaya


Στο πλαίσιο της ισπανικής πολιτικής, είναι μόλις η τέταρτη πρόταση μομφής που έχει κατατεθεί προς ψήφιση σε καθεστώς δημοκρατίας, και η πρώτη που εγκρίνεται. Είναι επίσης η πρώτη φορά που το πρόσωπο το οποίο αναλαμβάνει επικεφαλής της κυβέρνησης –ο Πέδρο Σάντσεθ– δεν είναι μέλος της Βουλής.

Η διαδρομή του Σάντσεθ προς την πρωθυπουργία είναι αξιοσημείωτη και θα μπορούσε από μόνη της να αποτελέσει αντικείμενο ενός ντοκιμαντέρ. Το 2016, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με την πιθανότητα –κάποιοι θα έλεγαν με την αδυναμία– να σχηματίσει κυβέρνηση, έχασε την ιστορική του ευκαιρία και οι προοπτικές του καταρρακώθηκαν.

Εκδιώχθηκε από την ηγεσία του κόμματος από μια εσωκομματική ομάδα, παραιτήθηκε από την έδρα του στη Βουλή και ξεκίνησε περιοδεία στις πόλεις της Ισπανίας, χτίζοντας ομάδες υποστήριξης από τη βάση και επιχειρώντας να συνδεθεί άμεσα με το εκλογικό σώμα.

Οι προσπάθειές του καρποφόρησαν όταν τα μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSOE) τον ψήφισαν ως αρχηγό του κόμματος τον Μάιο του 2017, αψηφώντας την ηγεσία του κόμματος. Παρ’ όλα αυτά καμία δημοσκόπηση δεν θα μπορούσε να προβλέψει την ανέλιξή του στην πρωθυπουργία της χώρας. Αντίθετα, ήταν το δεξιό εθνικιστικό κόμμα Ciudadanos αυτό που συγκέντρωνε το 28,7% στην πρόθεση ψήφου, σύμφωνα με μια έρευνα του Gabinet d’Estudis Socials i Opinió Pública (GESOP), τον Απρίλιο του 2018. Στην ίδια έρευνα, το Λαϊκό Κόμμα (PP) κατέγραφε 21%, το PSOE 20,5% και οι Unidos Podemos 18%.

Όμως η προοπτική του Σάντσεθ άλλαξε δραματικά όταν η πρόταση μομφής κατατέθηκε με ταχείες διαδικασίες από το PSOE –το οποίο δεν διαβουλεύθηκε με κανένα άλλο κόμμα– προσγειώνοντάς τον στη θέση του πρωθυπουργού.

Διαφθορά, διαφθορά, διαφθορά

Τι πυροδότησε αυτές τις εξελίξεις;

Η «υπόθεση Γκιουρτέλ» αποτελεί την πρώτη απόφαση που αφορά ένα ευρύτατο σύστημα διαφθοράς. Πρόκειται για μια από τις πιο σημαντικές αποφάσεις στη δημοκρατική ιστορία της χώρας, σύμφωνα με την οποία καταδικάστηκαν 29 από τους 37 κατηγορούμενους σε συνολικά 351 χρόνια κάθειρξης.

Η απόφαση καταδίκασε το κυβερνών Λαϊκό Κόμμα ότι επωφελήθηκε από συστηματική θεσμική διαφθορά και αποδείχθηκε για πρώτη φορά δικαστικά η ύπαρξη του «Κονδυλίου Β» του κόμματος, μέσω του οποίου πραγματοποιούνταν παράνομες πληρωμές σε μέλη του κόμματος.

Οι αποδείξεις προέκυψαν από τα διαβόητα «Bárcenas papers», ένα σύνολο εγγράφων που παρέδωσε ο πρώην ταμίας του Λαϊκού Κόμματος Λουίς Μπάρσενας, ο οποίος καταδικάστηκε σε 33 χρόνια φυλάκιση. Τα έγγραφα περιέχουν λεπτομέρειες για τα ονόματα και τις πληρωμές που έγιναν, κάνοντας αναφορά και σε κάποιον «Μ. Ραχόι». Η απόφαση, έκτασης 1.700 σελίδων, περιγράφει ένα σύνθετο και ευρύ σύστημα θεσμικής διαφθοράς, αθέμιτου πλουτισμού και εξαγοράς επιρροής.

Η απόφαση είναι πιο αυστηρή από όλες τις ανάλογες υποθέσεις που έχουν εκδικαστεί μέχρι στιγμής, ενώ κάποιες εκκρεμούν ακόμη, όπως η υπόθεση Πούνικα και η υπόθεση Λέθο.

Όταν η υπόθεση άνοιξε το 2009 από τον δικαστή Μπαλτάσαρ Γκαρθόν, ο Μαριάνο Ραχόι δήλωσε «δεν πρόκειται για μια δολοπλοκία του Λαϊκού Κόμματος, αλλά για μια δολοπλοκία εναντίον του Λαϊκού Κόμματος» – μια τοποθέτηση την οποία ο Ραχόι διατήρησε μέχρι σήμερα.

Την εποχή που ο Ραχόι έκανε τη συγκεκριμένη δήλωση, ήταν περιστοιχισμένος από ηγετικές μορφές του κόμματος όπως ο πρώην πρόεδρος της Βαλένθια Φρανθίσκο Καμπς, η πρώην υπουργός Υγείας Άνα Μάτο, και η πρώην δήμαρχος της Μαδρίτης Εσπεράνσα Αγκίρε: όλοι τους εμπλέκονται έμμεσα ή άμεσα σε κατηγορίες διαφθοράς.

Η απόφαση Γκιουρτέλ αμφισβητεί την αφήγηση του Λαϊκού Κόμματος ότι πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις που δεν σχετίζονται με ολόκληρο το κόμμα.

Παρ’ όλα αυτά το Λαϊκό Κόμμα έμοιαζε φαινομενικά άφθαρτο, περνώντας από το ένα σκάνδαλο στο άλλο και εξασφαλίζοντας πάλι τις περισσότερες ψήφους στις τελευταίες εκλογές. Δεν ήταν, λοιπόν, η διαφθορά από μόνη της εκείνη που οδήγησε στην έκπτωσή τους από την εξουσία.

Οι ακριβείς υπολογισμοί που οδήγησαν το PSOE στην πρόταση μομφής δεν είναι γνωστοί, ωστόσο η αλλαγή θέσης του PNV, του συντηρητικού βάσκικου εθνικιστικού κόμματος, έδωσε 5 κρίσιμες ψήφους που άλλαξαν το αποτέλεσμα προς όφελος του Σάντσεθ, ενώ οι 180 ψήφοι των υπόλοιπων κομμάτων οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στη δουλειά που έκαναν τα κοινωνικά κινήματα και τα προοδευτικά κόμματα ώστε να αλλάξει η παθητική αποδοχή της διαφθοράς ως συστατικού στοιχείου της πολιτικής, προς μια διαφορετική στάση που λέει: «Ναι μπορούμε, πρέπει να τους διώξουμε».

Η ομιλία του Σάντσεθ κατά τη διάρκεια της πρότασης μομφής παρέπεμπε σε μεγάλο βαθμό στις αφηγήσεις και τα σχήματα λόγου που έχουν αναπτύξει κατά κόρον τα τελευταία χρόνια οι Podemos και άλλα κόμματα και συμμαχίες όπως το Ahora Madrid, το Barcelona en Comú και το Compromís.

Αυτά τα επιχειρήματα αντλούνται σε μεγάλο βαθμό από το κίνημα των Αγανακτισμένων που κατέλαβε τις πλατείες και τους δρόμους της Ισπανίας το 2011, με το αίτημα για «Αληθινή Δημοκρατία Τώρα!» και ενάντια στην πολιτική της λιτότητας.

Αυτά τα κινήματα κατέστησαν δυνατή την ανάδυση των προαναφερόμενων κομμάτων και εκλογικών συνασπισμών, των οποίων η ύπαρξη δεν θα ήταν εφικτή χωρίς την υποστήριξη των κινημάτων, όχι μόνο από την πλευρά των προγραμματικών μηνυμάτων και των διεκδικήσεων, αλλά και από την πλευρά των οργανωτικών δομών που τα συγκρότησαν.

Ενώ οι Podemos υιοθέτησαν μια σχετικά πιο κλασική κομματική μορφή, τα «δημοτικά κινήματα για την αλλαγή», όπως αποκαλούνται στην Ισπανία, διατήρησαν μια πιο στενή σχέση με τις αυτόνομες παραδόσεις βάσης από τις οποίες αναδύθηκαν. Και με την ικανότητα να διοικούν μερικές από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ισπανίας, όπως η Μαδρίτη και η Βαρκελώνη, απέδειξαν ότι μπορούν να το κάνουν αποτελεσματικά.

Οι Podemos από την πλευρά τους, διαδραμάτισαν έναν κρίσιμο ρόλο ως προς την άσκηση πίεσης στην κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος και στα κόμματα που τη διατηρούσαν στην εξουσία μέχρι σήμερα, εκφράζοντας την αγανάκτηση που ένιωθαν χιλιάδες Ισπανοί με τα ατελείωτα σκάνδαλα διαφθοράς, στα οποία εμπλέκονται όχι μόνο κάποια μέλη του Λαϊκού Κόμματος, αλλά, σύμφωνα με την απόφαση Γκιουρτέλ, το Λαϊκό Κόμμα εξολοκλήρου.

Μετά από τη συγκεκριμένη δικαστική απόφαση, οι Podemos και πολιτικά πρόσωπα όπως η δήμαρχος της Βαρκελώνης Άντα Καλάου, έκαναν κάλεσμα για την υπεράσπιση της αξιοπρέπειας του θεσμού της δημοκρατίας ως κινητήριου μοχλού κοινής δράσης κομμάτων με διαφορετικούς ιδεολογικούς προσανατολισμούς. Το μήνυμα της Άντα Κολάου είχε ως εξής:

«Η διαφθορά αποδυναμώνει τους θεσμούς μας. Δεν είναι σοβαρό μόνο επειδή ληστεύονται δημόσια κονδύλια, τα οποία είναι αναγκαία για την ιατρική περίθαλψη, την παιδεία […], για τις συντάξεις που είναι ένα κρίσιμο ζήτημα αυτή τη στιγμή. [….] Αν επιτρέψουμε να μείνει ατιμώρητη η διαφθορά, να εγκατασταθεί στους θεσμούς μας, τους απαξιώνουμε, τους απονομιμοποιούμε, στέλνουμε στο κοινό το μήνυμα ότι είναι κάτι συνηθισμένο, […] ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν από ένα πολιτικό κόμμα για να πλουτίσει με όσα ανήκουν σε όλους. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε κάτι τέτοιο από την πλευρά της δημοκρατίας. Σε άλλες εδραιωμένες ευρωπαϊκές δημοκρατίες, τα σκάνδαλα διαφθοράς του Λαϊκού Κόμματος θα αρκούσαν για να παραιτηθούν όλοι και να αντιμετωπίσουν σοβαρές συνέπειες. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να κανονικοποιηθεί αυτό το μόνιμο καθεστώς διαφθοράς, και για αυτόν τον λόγο η συγκεκριμένη πρόταση μομφής είναι πολύ σημαντική. Τα πολιτικά κόμματα πρέπει να βάλουν στο πλάι (εκλογικές σκοπιμότητες) και να στηρίξουν αυτήν την πρόταση».

Αυτή η αφήγηση υιοθετήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Σάντσεθ στην ομιλία του, μαζί με την υπόσχεση για μια προοδευτική ατζέντα, η οποία επίσης παραπέμπει στα κεντρικά σημεία που ανέπτυξαν ο Πάμπλο Ιγκλέσιας και οι Unidos Podemos στις τοποθετήσεις τους.

Αυτός ο θεσμικός πολιτικός ακτιβισμός προέρχεται από τις διαρκείς μαζικές κινητοποιήσεις στους δρόμους της Ισπανίας: οι στιβαρές διαδηλώσεις χιλιάδων συνταξιούχων τους τελευταίους μήνες, οι οποίοι διεκδικούν αξιοπρεπείς συντάξεις, η μαζική κατακραυγή για την πατριαρχική δικαστική απόφαση που δεν αναγνώριζε τον βιασμό μιας γυναίκας, φεμινιστικές κινητοποιήσεις ενάντια στην έμφυλη βία και πορείες ενάντια στην επισφάλεια, μεταξύ πολλών άλλων παραδειγμάτων.

[…]

Βάζοντας προς το παρόν στο πλάι τις σκέψεις περί εκλογών, πολλοί από εκείνους που πολέμησαν τόσο σκληρά για να έρθει αυτή η μέρα νιώθουν ανακουφισμένοι που μπόρεσαν να διώξουν το Λαϊκό Κόμμα. Ένα συναίσθημα που αποτυπώνεται στο tweet του Ινίγο Ερεχόν: “Αντίο Ραχόι. Αντίο Λαϊκό Κόμμα. Αντίο στην υπεροψία σας, την ατιμωρησία σας, την αλαζονεία, τη λεηλασία, την κληρονομική μεταχείριση των θεσμών, τις πολιτικές σας που ευνοούν τους πλούσιους και είναι απάνθρωπες για τους φτωχούς. Τώρα είναι ώρα να περπατήσουμε».

Απόσπασμα από το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Opendemocracy, την 1η Ιουνίου 2018.

Για τη συγγραφέα

Η Cristina Flesher Fominaya είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας από το Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ και αναπληρώτρια Καθηγήτρια Κοινωνικής Πολιτικής και Μέσων Επικοινωνίας στο Loughborough University.