Από νωρίς, την 24η Ιουνίου, έγινε σαφές ότι η ψήφος υπέρ του Brexit ήταν εξαιρετικά μεγάλη στα βορειοανατολικά της χώρας, με ποσοστά 70% στο Χαρτλπούλ και 61% στο Σάντερλαντ. Επίσης, η Ουαλία ψήφισε τελικά υπέρ της αποχώρησης, ειδικά στις νότιες περιοχές, όπως για παράδειγμα στο Νιούπορτ.
Του Will Davies
1. Η γεωγραφία αντανακλά την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1970, όχι του 2010
Μια απλή εξήγηση θα μπορούσε να αναζητηθεί στην πολιτική λιτότητας των Συντηρητικών, ως εάν η οργή απέναντι στις ελίτ και τους μετανάστες να είναι απλά αποτέλεσμα των περικοπών των δημοσίων δαπανών της τελευταίας εξαετίας ή –σε μια πιο δομική ανάγνωση– της κατάρρευσης του βρετανικού μοντέλου ανάπτυξης που βασίζεται στον δανεισμό [debt-driven model of growth], το οποίο κυριαρχούσε πριν το 2007.
Χρειάζεται, όμως, να δούμε και την ευρύτερη ιστορία αυτών των περιοχών. Αποτελούν ιστορικά προπύργια των Εργατικών, με ανθρακωρυχεία ή/και γύρω από πόλεις με ναυπηγεία.
Πράγματι, πέραν του Λονδίνου και της Σκωτίας, ήταν ανάμεσα στις λίγες περιοχές που κέρδισαν οι Εργατικοί στις εκλογές του 2015. Και δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι τα εκλογικά αποτελέσματα θα ήταν διαφορετικά αν γίνονταν ξανά εκλογές το φθινόπωρο.
Όμως, στη γλώσσα των μαρξιστών γεωγράφων, οι περιοχές αυτές δεν διέθεταν μια επιτυχημένη «χωρική επίλυση» [spatial fix], μετά την εποχή της κρίσης πληθωρισμού της δεκαετίας του 1970. Ο θατσερισμός τούς αποτελείωσε με το κλείσιμο των ορυχείων και τον μονεταρισμό, χωρίς να δημιουργήσει θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα για να καλύψει το κενό. Οι καινοτόμες επενδύσεις –που οι νεοφιλελεύθεροι πάντοτε πιστεύουν ότι έρχονται– δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.
Η λύση που επιστράτευσαν οι Εργατικοί ήταν να διανείμουν πόρους σε αυτές τις περιοχές, χρησιμοποιώντας τη δημοσιονομική πολιτική: δημόσιες διοικητικές θέσεις μεταφέρθηκαν με στρατηγικό τρόπο στην νότια Ουαλία και τις βορειοανατολικές περιοχές της χώρας, προκειμένου να μειωθούν οι συνέπειες της αποβιομηχανοποίησης. Την ίδια στιγμή, οι φορολογικοί συντελεστές κατέστησαν περισσότερο βιώσιμο τον χαμηλής παραγωγικότητας τομέα των υπηρεσιών.
Αυτό στην πραγματικότητα δημιούργησε ένα σκιώδες κράτος πρόνοιας, που όμως ποτέ δεν συζητιόταν δημόσια και το οποίο συνυπήρχε με μια πολιτική κουλτούρα απαξίωσης της ανεξαρτησίας.
Το γνωστό σχόλιο του Πίτερ Μέντελσον ότι τα προπύργια των Εργατικών είναι αναγκασμένα να ψηφίζουν Εργατικούς «επειδή δεν έχουν πού αλλού να πάνε» αντανακλούσε μια κυρίαρχη στάση. Με τους όρους της Νανσυ Φρέιζερ, οι Νέοι Εργατικοί προσέφεραν «αναδιανομή», αλλά όχι «αναγνώριση».
Αυτή η πολιτισμική αντίθεση δεν ήταν βιώσιμη, όπως άλλωστε δεν ήταν και οι γεωγραφικές αντιθέσεις. Η «χωρική επίλυση» όχι μόνο ήταν βραχύβια –καθώς βασιζόταν σε φορολογικές μειώσεις στα νοτιοανατολικά και σε μια κεντροαριστερή κυβέρνηση πρόθυμη να ξοδέψει χρήματα (αν και με «διακριτικότητα»)– αλλά επίσης απέτυχε να προσφέρει αυτό που η πλειονότητα των ψηφοφόρων του Brexit αναζητά απεγνωσμένα: την αξιοπρέπεια της αυτάρκειας, όχι απαραίτητα με την νεοφιλελεύθερη έννοια, αλλά σίγουρα με την έννοια της κοινοτικής, οικογενειακής και συλλογικής αυτάρκειας.
2. Οι επιδοτήσεις δεν γεννούν ευγνωμοσύνη
Στην ίδια λογική, είναι απίθανο ότι όσοι ζουν σε αυτές τις περιοχές (ή στην Κορνουάλη ή σε άλλες περιφερειακές οικονομικές ζώνες) θα ένιωθαν «ευγνώμονες» στην ΕΕ για τις επιδοτήσεις. Η αίσθηση ότι η δουλειά, το κτήμα και η οικογένειά σου εξαρτώνται από την ευεργεσία ορισμένων πλούσιων φιλελεύθερων δύσκολα μπορεί να δημιουργήσει ικανοποίηση (βλ. Τo πρόσφατo κείμενο του James Meek στο London Review of Books για τους Ευρωφοβικούς αγρότες που λαμβάνουν επιδοτήσεις από την ΕΕ).
Με εντελώς παράδοξο τρόπο, φαίνεται ότι οι περιοχές που έχουν τους στενότερους οικονομικούς δεσμούς με την ΕΕ γενικά, και όχι αναγκαστικά μόνο μέσω των επιδοτήσεων, είναι πιθανότερο να ψηφίζουν υπέρ της αποχώρησης.
Είναι ένα πράγμα για έναν τραπεζικό επενδυτή να λέει ότι «κάποιοι επωφελούνται από την ΕΕ» και άλλο πράγμα να προτρέπεις φτωχούς και πολιτισμικά περιθωριοποιημένους ανθρώπους να αισθάνονται ευγνωμοσύνη απέναντι σε ελίτ από τις οποίες εξαρτώνται για να επιβιώσουν μέσω επιδομάτων, μήνα τον μήνα. H πικρία γεννιέται όχι παρά αυτού του είδους τη «γενναιοδωρία», αλλά εξαιτίας της. Αυτό δεν σημαίνει απαξίωση κάθε απόπειρας της ΕΕ για αναδιανομή, αλλά δείχνει ότι η έμφαση στις επιδοτήσεις είναι, πολιτικά και ψυχολογικά, μια αφελής βάση για να υποστηρίξει κανείς την παραμονή στην ΕΕ.
Σε αυτό το πλαίσιο, το σύνθημα «να ξαναπάρουμε τον έλεγχο» ήταν μια πολιτικά ιδιοφυής έμπνευση. Δούλεψε σε όλο το ενδιάμεσο φάσμα ανάμεσα στο μακρο-οικονομικό και το ψυχαναλυτικό επίπεδο.
Ας σκεφτούμε τι σημαίνει σε προσωπικό επίπεδο το να ανακτάς τον έλεγχο. Το να μην έχεις τον έλεγχο σημαίνει ότι μπορεί να γίνεις αντικείμενο χλευασμού ή να εκτεθείς δημοσίως. Δυνάμει μειώνει την ανεξαρτησία ενός ατόμου.
Το ευφυές στοιχείο στον λόγο της καμπάνιας της αποχώρησης ήταν ότι μιλούσε ακριβώς σε αυτό το αίσθημα ανεπάρκειας και ντροπής, δίνοντας την υπόσχεση ότι θα το εξαλείψει. Η υπόσχεση δεν είχε να κάνει με την οικονομία και την πολιτική, αλλά με την ψυχολογική γοητεία της αυτονομίας και του αυτοσεβασμού. Η πολιτική στρατηγική του Φάρατζ ήταν να δείξει ότι παίρνει στα σοβαρά κοινότητες που θεωρούνταν δεδομένες τα τελευταία πενήντα χρόνια.
Η στάση αυτών των κοινοτήτων δεν χρειάζεται απαραίτητα να μεταφραστεί με όρους εθνικιστικής περηφάνειας ή ρατσισμού (αν και αυτό είναι πιθανό), αλλά σίγουρα βασίζεται στην επιθυμία να μην αποτελούν πλέον αντικείμενο κοροϊδίας. Η αποφασιστικότητα του Φάρατζ να ανεχτεί το περιφρονητικό γέλιο των φιλελεύθερων της μητρόπολης (για παράδειγμα μέσα από τις συχνές εμφανίσεις του στην εκπομπή Have I Got News For You) πιθανότατα τον έκανε να μοιάζει γενναίος στα μάτια ορισμένων ψηφοφόρων του Brexit. Δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι κάθε αλαζονικό, φιλελεύθερο, σνομπ καρφί, που έριχνε ο Ίαν Χίσλοπ στο ολοένα και πιο απεχθές πρόγραμμά του, διασφάλιζε ότι η εκδίκηση θα ήταν πολύ μεγαλύτερη στο τέλος. Αλλά και το χαχανητό του Μπόρις Τζόνσον, που τόσο πολύ επωφελήθηκε, πρέπει να σταματήσει.
3. Το Brexit δεν τροφοδοτήθηκε από ένα όραμα για το μέλλον
Ένα από τα πιο διορατικά πράγματα που παρακολούθησα την περίοδο πριν από το δημοψήφισμα ήταν ένα βίντεο του Adam Ramsey και του Anthony Barnett από το openDemocracy, όπου συζητούν την επίσκεψή τους στο Ντονκάστερ: άλλη μια περιοχή προσκείμενη στους Εργατικούς. Επέλεξαν τη συγκεκριμένη περιοχή, επειδή στην πρόθεση ψήφου κατέγραφε υψηλά ποσοστά υπέρ της αποχώρησης και ήθελαν να καταλάβουν ποιοι είναι οι λόγοι πίσω από αυτό.
Το κρίσιμο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν είναι ότι σε αντίθεση με το σκωτσέζικο κίνημα υπέρ της παραμονής, το Brexit δεν τροφοδοτούνταν από την ελπίδα για ένα διαφορετικό μέλλον. Αντίθετα, πολλοί ψηφοφόροι του Brexit δεν θεωρούσαν ότι η αποχώρηση από την ΕΕ θα άλλαζε ριζικά τα πράγματα, αλλά παρόλα αυτά ήθελαν να το κάνουν.
Εδώ και καιρό υποψιάζομαι ότι τα πράγματα μπορεί να είναι ακόμα πιο σύνθετα: η αυτό-καταστροφικότητα του Brexit είναι πιθανόν να αποτελούσε στοιχείο της γοητείας του. Πλέον, καταγράφεται ότι πολλοί από τους ψηφοφόρους της αποχώρησης είναι έντρομοι για την επιλογή τους, σαν να μην είχαν ποτέ την πρόθεση να προκαλέσουν με τις πράξεις τους τα συγκεκριμένα αποτελέσματα.
Αυτή η συνθήκη αντανακλά μια ευρύτερη πολιτισμική και πολιτική δυσφορία, που φαίνεται να τροφοδοτεί και την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ. Στους ανθρώπους που τελικά εγκαταλείπουν την ελπίδα, αυτού του είδους τα πολιτικά κινήματα δεν χρειάζεται να υποσχεθούν επιθυμητές και ρεαλιστικές αλλαγές.
Φαίνονται πιο παρήγορα και αξιόπιστα, ισχυρίζονται ότι το μέλλον είναι υπεράνω διάσωσης και αυτό εναρμονίζεται συχνά με τις προσωπικές εμπειρίες των ανθρώπων. Η ανακάλυψη του φαινομένου «Case Deaton» στις ΗΠΑ, που αφορά μη αναμενόμενη άνοδο της θνησιμότητας στη λευκή εργατική τάξη, συνδέεται με αυξημένα ποσοστά κατάχρησης αλκοόλ και οποιούχων, καθώς και με αύξηση των αυτοκτονιών. Ταυτόχρονα, υπάρχει μια ισχυρή γεωγραφική συσχέτιση με περιοχές που καταγράφουν υψηλά ποσοστά υποστήριξης στον Τραμπ. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιο αντίστοιχο παράδειγμα στη Βρετανία, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι πέρα από τη ρητορική περί «Μεγάλης Βρετανίας» και «δημοκρατίας», το Brexit δεν αρθρώθηκε ως βιώσιμη πολιτική, αλλά ως καταστροφική παρόρμηση, για την οποία ορισμένοι σήμερα νιώθουν ένοχοι που της έδωσαν διέξοδο.
Η Θάτσερ και ο Ρήγκαν εξασφάλισαν την εξουσία, υποσχόμενοι ένα καλύτερο μέλλον, το οποίο δεν υλοποιήθηκε ποτέ, παρά μόνο για μια μειοψηφία που είχε πρόσβαση σε υψηλή εκπαίδευση και κεφάλαιο.
Η σύγχρονη λαϊκιστική υπόσχεση ότι η Αγγλία ή η Αμερική θα γίνει «και πάλι σπουδαία» δεν είναι φτιαγμένη από τα ίδια υλικά. Δεν εμπεριέχει δέσμευση ή πολιτική πλατφόρμα. Δεν μπορεί να αξιολογηθεί με όρους αποτελεσμάτων.
Όταν οικοδομείται από ανθρώπους σαν τον Μπόρις Τζόνσον, δεν είναι καν σαφές αν το εννοούν στα σοβαρά. Είναι περισσότερο μια πρόσκληση για μια συλλογική παραίσθηση σε πραγματικό χρόνο, που δίνει την ικανοποίηση ενός video game.
Η καμπάνια της παραμονής εξακολουθούσε να βασίζεται σε προβλέψεις, προειδοποιήσεις και προγνώσεις, ελπίζοντας ότι τελικά οι άνθρωποι δεν θα το ρισκάρουν. Όμως για αυτούς που έχουν ήδη εγκαταλείψει την ελπίδα για το μέλλον, αυτή η καμπάνια ήταν απλώς πολιτική ρητορική. Σε κάθε περίπτωση, η πρακτική αναπαράστασης του μέλλοντος με όρους «ρίσκου» έχει συνολικά χάσει σε αξιοπιστία, όπως άλλωστε φαίνεται και από τη μείωση της αξιοπιστίας των σφυγμομετρήσεων κοινής γνώμης ως εργαλείου πολιτικού ελέγχου.
[…]
μτφ. Β. Κωνσταντοπούλου
Ολόκληρο το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Political Economy Research Center, στις 24 Ιουνίου 2016.
Για τον συγγραφέα
Ο Will Davies είναι πολιτικός οικονομολόγος, με ειδικά ενδιαφέροντα τον νεοφιλελευθερισμό, την οικονομική ιστορία και την οικονομική κοινωνιολογία. Διερευνά τον τρόπο με τον οποίο η οικονομία επηρεάζει την κατανόησή μας για την πολιτική, την κοινωνία και τον εαυτό, θέματα τα οποία αναπτύσσει στα βιβλία του The Happiness Industry: How the government & big business sold us wellbeing (Verso, 2015) και The Limits of Neoliberalism: Authority, sovereignty & the logic of competition (Sage, 2014). Συν-διευθύνει το Κέντρο Έρευνας Πολιτικής Οικονομίας (Political Economy Research Centre).