Στις 4 Δεκεμβρίου, διεξάγεται στην Ιταλία το κρίσιμο δημοψήφισμα που θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την πορεία της χώρας βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα. Οι ιταλοί πολίτες καλούνται να ψηφίσουν υπέρ ή κατά της πρότασης της κυβέρνησης Ρέντσι για αναθεώρηση του Συντάγματος της χώρας.
Η πρόταση για συνταγματική αναθεώρηση αφορά την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας, ένα επίμαχο ζήτημα σε μια χώρα που έχει δύο νομοθετικά σώματα: τη Βουλή και τη Γερουσία. Το συγκεκριμένο δημοψήφισμα είναι συνταγματικό και σύμφωνα με το ιταλικό σύνταγμα δεν είναι απαραίτητη η συμμετοχή άνω του 50% των ψηφοφόρων, προκειμένου να θεωρηθεί έγκυρο.
H πρόταση για συνταγματική αναθεώρηση Ρέντσι-Μπόσκι προβλέπει: μείωση του αριθμού των γερουσιαστών, κατάργηση του θεσμού του ισόβιου γερουσιαστή, αναβάθμιση του Προέδρου της Βουλής σε δεύτερο τη τάξει αξίωμα του κράτους και νέα μεταρρύθμιση του άρθρου V του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία επιστρέφουν στο κράτος αρμοδιότητες σε τομείς όπως της ενέργειας, των υποδομών και της πολιτικής προστασίας. Επίσης, προβλέπει ότι μόνο η Βουλή θα μπορεί να παρέχει πλέον ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση και ότι η Γερουσία θα έχει πλήρη νομοθετική εξουσία μόνο στα θέματα που την αφορούν και σε συνταγματικά θέματα.
Η πρόταση της αναθεώρησης αποβλέπει στη διευκόλυνση σχηματισμού σταθερότερων κυβερνήσεων, καθώς θα απαιτείται η ψήφος εμπιστοσύνης μόνο του ενός εκ των δύο νομοθετικών σωμάτων. Στην ίδια επιχειρηματολογία αποφυγής των αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων, άλλωστε, στηρίχτηκε και ο νέος εκλογικός νόμος, που ψηφίστηκε τον Μάιο του 2015, και προβλέπει μεγάλο πριμ εδρών στον συνδυασμό που θα έρθει πρώτος σε ψήφους σε εθνικό επίπεδο.
Το δίλημμα είναι από τη μια πλευρά μεταξύ ενός πολυφωνικού κοινοβουλίου, γεγονός που, σύμφωνα με ορισμένες αναλύσεις, ταλαιπώρησε την ιταλική πολιτική ζωή διαχρονικά λόγω του σχηματισμού εύθραυστων πολυκομματικών κυβερνήσεων και της πελατειακής νομής της εξουσίας, και από την άλλη της κυβερνησιμότητας, εις βάρος του πλουραλισμού.
Τα βιώματα του παρελθόντος αλλά και οι κομματικές σκοπιμότητες του παρόντος θα παίξουν τον ρόλο τους σε μια αναμέτρηση που γίνεται αφορμή γόνιμου προβληματισμού.
Του Carlo Clericetti
Πρόλογος, Μετάφραση: Σάκης Στεργενάκης
Μόνο αυτό μάς έλειπε. Ο Ματέο Ρέντσι έκανε έκκληση προς την «σιωπηρή πλειοψηφία», η οποία, είπε, «είναι μαζί μας». Στην πολιτική οι λέξεις έχουν σημασία και τα σύμβολα ακόμη περισσότερο. Και ο όρος «σιωπηρή πλειοψηφία» έχει συμβολική αξία, τουλάχιστον για όσους είναι πάνω από τα πενήντα και για όσους γνωρίζουν την πρόσφατη ιστορία μας.
Έτσι ονομάστηκε ένα κίνημα που ιδρύθηκε στο Μιλάνο το 1971, με πρόθεση να οργανώσει μαζικές κινητοποιήσεις σε αντίστιξη με εκείνες της Αριστεράς και των συνδικάτων, που ήταν πολύ δραστήρια εκείνη την εποχή, μετά το 1968 και το «καυτό φθινόπωρο» του 1969.
Οι ηγέτες αυτού του κινήματος ήταν ο δεξιός χριστιανοδημοκράτης Μάσιμο ντε Κάρολις, που στη συνέχεια αποδείχτηκε ότι ήταν –τι σύμπτωση– μέλος της στοάς P2, αρκετά μέλη της νεο-φασιστικής Δεξιάς, ακόμη και μοναρχικοί στο γραφείο των οποίων έγινε η επίσημη πράξη της ίδρυσης του κινήματος.
Είχαν την υποστήριξη της εφημερίδας Giornale, που μόλις είχε ιδρυθεί από τον Ίντρο Μοντανέλλι, ο οποίος εγκατέλειψε την Corriere della Sera αφού είχε έρθει σε σύγκρουση σε με τον διευθυντή της Πιέρο Οτόνε. Ο Οτόνε, προοδευτικών φιλελεύθερων πεποιθήσεων, είχε ανανεώσει και κάνει πιο πλουραλιστική την εφημερίδα της λομβαρδικής αντιδραστικής αστικής τάξης και για αυτό θεωρήθηκε «κομμουνιστής» ή τουλάχιστον υποστηρικτής των ανατρεπτικών: άφηνε ακόμα και τον Παζολίνι να γράφει στην εφημερίδα!
Η Σιωπηρή Πλειοψηφία είχε κάποιες σύντομες στιγμές δόξας, καταφέρνοντας να οργανώσει μερικές πολυπληθείς διαδηλώσεις, σε ορισμένες από τις οποίες, όμως, οι ακροδεξιοί προκάλεσαν ταραχές που σίγουρα δεν ταίριαζαν με το σύνθημα «νόμος και τάξη» του κινήματος.
Όταν έγινε προσπάθεια αποστασιοποίησης από αυτά τα στοιχεία, όμως, αποδείχθηκε ότι οι πλατείες άδειασαν, αποδεικνύοντας ότι οι πρώτες επιτυχίες οφείλονταν στην κινητοποίηση των νεοφασιστών. Η απόπειρα αυτή έσβησε τόσο γρήγορα όσο γεννήθηκε, αφήνοντας πίσω της μόνο την ετικέτα ενός κινήματος της αντιδραστική Δεξιάς να συνδέεται με το όνομά της.
Το να γίνεται λοιπόν έκκληση προς την «σιωπηρή πλειοψηφία» δεν είναι ένα γεγονός πολιτικά ουδέτερο. Μπορεί, όμως, επίσης να εξηγηθεί –τουλάχιστον εν μέρει– και με έναν άλλο τρόπο.
Η «αλλαγή» που υποστηρίζεται από τον Ρέντσι συνεπάγεται επίσης μια σαφή διαγραφή της μνήμης, της μνήμης των αλλαγών που συνέβησαν στην Ιταλία μετά τον πόλεμο έως την δεκαετία του ’70 και ήταν προς την κατεύθυνση της παροχής μεγαλύτερης προστασίας και δικαιωμάτων στους εργαζόμενους, της οικοδόμησης ενός συστήματος κοινωνικής προστασίας που στόχευε να φτάσει εκείνα που ήδη υπήρχαν σε άλλες προηγμένες χώρες, της χρησιμοποίησης της παρέμβασης του δημοσίου στην οικονομία, χάρη στην οποία η χώρα, ισοπεδωμένη από τον πόλεμο, κατάφερε να γίνει η έκτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Πράγματα που εδώ και αρκετά χρόνια τώρα σταδιακά διαγράφονται και που όλοι καλά θα κάνουν να θυμούνται μπροστά στην ωραιοποίηση του «νέου που προχωρά». Και ειδικά όταν θα πάτε να ψηφίσετε για ένα δημοψήφισμα που υπόσχεται να επιταχύνει τις αλλαγές προς αυτή την κατεύθυνση.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στη Republicca, στις 16 Νοεμβρίου 2016.
Για τον συγγραφέα
Ο Carlo Clericetti είναι δημοσιογράφος και συνεργάζεται με τη Republicca.