Κλισέ και αργό, απλοϊκές λέξεις για «μεγάλα νοήματα», αποσπασματικές επικλήσεις ποιητών και φιλοσόφων, υπερφίαλες δεσμεύσεις σε «ατακαριστές» φράσεις, προτάσεις διανθισμένες από αμέτρητες παρενθέσεις, πολύς «Θεός» και πολλή «πατρίδα». Όσο ήταν ένας… απλός μεγιστάνας, η γλωσσική του επάρκεια δεν απασχολούσε πολλούς. Τώρα, ωστόσο, έπαψε να είναι πια μόνο μεγιστάνας. Και παρότι η άρτια χρήση της γλώσσας θεωρείται αναγκαίο εργαλείο για την κατανόηση ενός προέδρου και της πολιτικής του, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν αποτελεί προεδρικό «προαπαιτούμενο».
Της Κατερίνας Αγριμανάκη
«Πόσο χαμηλά είχε πέσει ο πρόεδρος Ομπάμα ώστε να παρακολ(λ)ουθεί τα τηλέφωνά μου κατά την ιερή προεκλογική διαδικασία. Αυτό είναι Νίξον/Γουότεργκεϊτ. Κακός (ή άρρωστος) τύπος!», κατήγγειλε στις αρχές Μαρτίου στο (αγαπημένο του) Twitter o Τραμπ, γράφοντας το ‘tapp’ με δύο αντί για ένα p. Αυτό ήταν το τελευταίο γραμματικό ολίσθημα σε μια μακρά λίστα σολοικισμών και βαρβαρισμών που έκανε συχνά πυκνά τον πρόεδρο στόχο χλεύης και θυμηδίας στα social media. Χαρακτήρισε την Μέριλ Στριπ ‘over – rated’ (αντί για overrated), τα περί ρωσικών διασυνδέσεων ‘non – sense’ (αντί για nonsence) και την κατάσχεση αμερικανικού υποβρύχιου drone από την Κίνα «άνευ προεδρευομένου» (unpresidented) αντί άνευ προηγουμένου (unprecedented). Όμως, όλα αυτά μάλλον είναι γλωσσικά πταίσματα μπροστά σε άλλα.
«Ο Ντόναλντ Τραμπ μιλά σαν μαθητής της τρίτης δημοτικού», έγραφε κιόλας από τον Αύγουστο του 2015 ο Jack Shafer του POLITICO για το εκφραστικό στυλ τού Ντόναλντ Τραμπ. Η εντελώς sui generis χρήση της γλώσσας του νέου προέδρου βασίζεται στην κουλτούρα του προφορικού λόγου και περιλαμβάνει πολλά ‘very’ ‘great’, ‘losers’, και ‘I’ – ιδίως όταν μιλά χωρίς σκριπτ. Οι ομιλίες του έχουν παρόρμηση, χειρονομίες, θεατρινισμό, υπερβολή, όλα όσα χρησιμοποιεί, δηλαδή, κάποιος που στοχεύει στο θυμικό του ακροατή του, στον εύκολο εντυπωσιασμό.
«Για να το θέσουμε απλά, είναι ο χειρότερος εφιάλτης αυτών που καταγράφουν τις ομιλίες του: Σοβαρά ακατάληπτος – αν και είναι σημαντικό να γίνει κατανοητός. Τα εγκλήματα κατά της σαφήνειας του Τραμπ είναι πολυεπίπεδα: Συχνά εκφράζεται μέσω μεγάλων φράσεων, συνδέει κύριες προτάσεις χωρίς προφανή σημεία στίξης και προσθέτει πολλές παρενθετικές έννοιες. Σταματά πριν από δευτερεύουσες προτάσεις. Επικαλείται λεγόμενα ανθρώπων που στην πραγματικότητα δεν έχουν ειπωθεί. Επαναλαμβάνει λέξεις και φράσεις με μικρές παραλλαγές μέσα στην ίδια φράση», συνοψίζει ο Dan Libit, αναλυτής του CNBC.
Κι επιπλέον, οι μεταφραστές σε ολόκληρο τον κόσμο δίνουν μάχη να αποδώσουν το μοναδικό προφορικό στυλ του νέου προέδρου. Σύμφωνα με την ιαπωνική εφημερίδα Japan Times, για τους Ιάπωνες διερμηνείς γίνεται ακόμη πιο «εφιαλτικό», όπως οι ίδιοι το περιγράφουν: «Έχει υπερβολική αυτοπεποίθηση κι, όμως, δεν πείθει. Οι μεταφραστές φίλοι μου κι εγώ συχνά αστειευόμαστε πως αν τον μεταφράζαμε θα καταλήγαμε να γελοιοποιηθούμε», λέει η Chikako Tsuruta, καθηγήτρια του πανεπιστημίου του Τόκιο που δουλεύει ως μεταφράστρια για CNN, ABC και CBS. Ενώ η Miwakko Hibi, διερμηνέας με πάνω από 20 χρόνια εμπειρίας, θυμάται τον επινίκιο λόγο του Ντόναλντ Τραμπ, τα ξημερώματα της 9ης Νοεμβρίου, όταν από τον Ράινς Πρίμπους ξαφνικά μεταφέρθηκε στον Σεκρετέριατ: «Αναρωτιόμουν ποιος ήταν ο Σεκρετέριατ και έκανα λάθος στη μετάφραση, νομίζοντας πως ο Τραμπ να αναφερόταν στον Πρίμπους. Πού να φανταστώ πως επρόκειτο για άλογο κούρσας… Είναι πραγματικά δύσκολο να ακολουθήσεις τον ειρμό της σκέψης του».
«Δεν φημίζεται για την ευγλωττία του ή την επιδεξιότητά του», σημειώνει στο Newsweek η Alina Cincan, μεταφράστρια και διερμηνέας από τη Ρουμανία και προσθέτει: «Είτε θα μεταφράσεις ακριβώς ό,τι λέει – που σημαίνει πως θα μπεις στη διαδικασία των επαναλήψεων και κάποιες φορές των ασυναρτησιών – ή θα προσπαθήσεις να τον κάνεις κατανοητό και να ‘εξωραΐσεις’ τα λεγόμενά του. Αν επιλέξεις το πρώτο, κάποιοι θα κρίνουν τις μεταφραστικές σου ικανότητες φτωχές. Αν επιλέξεις το δεύτερο, θα τον κάνεις να ακούγεται καλύτερος».
Σύμφωνα, πάντως, με μια έρευνα που διεξήγαγε το Πανεπιστήμιο Carnegie Mellon της Πενσυλβάνια όταν ακόμη ο Τραμπ ήταν υποψήφιος, ο «πλούτος του λεξιλογίου του» ήταν στο χαμηλότερο επίπεδο, σε σχέση με τους συνυποψηφίους του.