Νησί Ναούρου: Η “χωματερή του καπιταλισμού”




To Νησί Ναούρου, η μικρότερη ανεξάρτητη δημοκρατία στον κόσμο –μια κουκίδα στον χάρτη του Ειρηνικού Ωκεανού– μπορεί δίκαια να χαρακτηριστεί ένα από τα πιο τραγικά παραδείγματα «χωματερών της παγκοσμιοποίησης», όπως ονομάζει ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν τους σύγχρονους τόπους καταστροφής και εκδίωξης. Στην ελάχιστη έκτασή του, με τους 10.000 κατοίκους, η ανεπανόρθωτη οικολογική καταστροφή διασταυρώνεται με τον εγκλεισμό και την αδιανόητη μεταχείριση των προσφύγων που απωθούνται ως «αναλώσιμοι» από τις αρχές της Αυστραλίας.


Της Βασιάννας Κωνσταντοπούλου


Τόπος διαδοχικών αποικιοκρατικών κατακτήσεων από τη Γερμανία, την Αυστραλία, τη Μεγάλη Βρετανία και την Ιαπωνία, το Ναούρου διέθετε πλούσια κοιτάσματα φωσφορικού άλατος –ορυκτό πολύτιμο για τον αγροτικό τομέα– τα οποία οι αποικιοκρατικές διοικήσεις εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο μέσω εξορύξεων.

Το 1968, το νησί κερδίζει την ανεξαρτησία του και η βιομηχανία εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων εθνικοποιείται. Όπως εξηγεί η Ναόμι Κλάιν, στο βιβλίο της Αυτό Αλλάζει τα Πάντα: Καπιταλισμός εναντίον Κλίματος, από τη δεκαετία του 1970 αρχίζει η δεύτερη φάση της οργιώδους εξόρυξης, αυτή τη φορά από την κυβέρνηση του νησιού και στο όνομα της ανάπτυξης.

Τα χρήματα από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων επενδύονται στην κατανάλωση και σε παροχές, με τους κατοίκους να αποκτούν ένα επίπεδο υπερπολυτελούς διαβίωσης και το νησί να μετατρέπεται σε «παράδεισο» πλουτισμού. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, το Ναούρου καταλαμβάνει, λόγω των εσόδων του από τις εξορύξεις, τη θέση της δεύτερης πλουσιότερης χώρας μετά τη Σαουδική Αραβία βάσει του ΑΕΠ ανά κάτοικο.

Μέχρι τη δεκαετία του 1990, τα αποθέματα φωσφορικού άλατος έχουν εξαντληθεί και οι μακρόχρονες δραστηριότητες εκσκαφής αφήνουν το 80% της έκτασης του νησιού αποψιλωμένο από τους φυσικούς του πόρους και μη κατοικίσιμο.

Οι δραστηριότητες εκμετάλλευσης των φυσικών κοιτασμάτων του Ναούρου μετέτρεψαν το μεγαλύτερο μέρος του νησιού σε σεληνιακό τοπίο

Η αδυναμία των εθνικών βιομηχανιών να διαχειριστούν οικονομικά τούς εναπομείναντες πόρους οδήγησε σε χρεωκοπία τη χώρα. Προς αναζήτηση ρευστού το Ναούρου σταδιακά μετατρέπεται σε φορολογικό «παράδεισο» και «πλυντήριο» μαύρου χρήματος.

Ωστόσο, η έκταση του νησιού δεν εκχωρείται μόνο για offshore επιχειρηματικές δραστηριότητες αλλά και για την «υπεράκτια διαχείριση» των μεταναστευτικών ζωών. Με αυτόν τον όρο, η κυβέρνηση της Αυστραλίας περιγράφει την ακραία αντι-μεταναστευτική πολιτική της, επιχειρώντας να την εξωραΐσει.

Σύμφωνα με την έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας του 2016, το Ναούρου έχει σταδιακά μετατραπεί σε αυταρχικό κράτος, με την κυβέρνηση να παραβιάζει συστηματικά την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και να επιχειρεί με διάφορα μέσα να περιορίσει τη δραστηριότητα αντιπολιτευόμενων κομμάτων.

Ταυτόχρονα, παρότι τύποις ανεξάρτητο κράτος, η χώρα διατηρεί μια «πελατειακή» σχέση εξάρτησης με την Αυστραλία. Σε αυτό το πλαίσιο, οι δύο χώρες υπογράφουν δύο συμφωνίες, το 2012 και το 2013, οι οποίες αφορούν την «υπεράκτια επεξεργασία» [offshore processing] της μετανάστευσης από την Αυστραλία.

Βάσει των συγκεκριμένων συμφωνιών, το Ναούρου αναλαμβάνει την εξέταση των αιτήσεων ασύλου και την εγκατάσταση σε κέντρα κράτησης των μεταναστών που απωθεί η Αυστραλία, ενώ η τελευταία αναλαμβάνει εξολοκλήρου το κόστος της «διαδικασίας».  Εκείνοι που αποκτούν την ιδιότητα του πρόσφυγα απελευθερώνονται από το κέντρο κράτησης, είναι όμως υποχρεωμένοι να παραμείνουν στο νησί. Αυτή τη στιγμή στο Ναούρου βρίσκονται 1.159 πρόσφυγες, 410 εντός του στρατοπέδου και 749 εκτός αυτού.

Η σκληρή αντι-μεταναστευτική πολιτική της Αυστραλίας, την οποία η χώρα εφαρμόζει από το 2001, με το όνομα «Ειρηνική Λύση» [Pacific Solution] –κατά ένα κυνικό γεωγραφικό λογοπαίγνιο– συμπυκνώνεται στο δόγμα: «απαγορεύεται να πατήσει στο έδαφός μας όποιος δεν έχει βίζα».

Αφίσα της κυβέρνησης της Αυστραλίας για τους μετανάστες

Εφαρμόζει τη συγκεκριμένη πολιτική με επικίνδυνες για τη ζωή των προσφύγων θαλάσσιες απωθήσεις πλοιαρίων και βαρκών, καθώς και με ανάλογες συμφωνίες «υπεράκτιας διαχείρισης» με άλλα παρακείμενα μικρά κράτη, όπως η Παπούα Νέα Γουινέα.

Την πολιτική αυτή υπερασπίστηκε σθεναρά σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Politico, ένας από τους βασικούς εμπνευστές της, o αυστραλός στρατηγός Τζιμ Μόλαν, υποστηρίζοντας ότι αυτή θα πρέπει να αποτελέσει πρότυπο πολιτικής ασύλου και για την Ευρώπη, προκειμένου η ήπειρος να αναχαιτίσει τη μετανάστευση.

Τον Αύγουστο του 2016, η εφημερίδα Guardian δημοσιεύει τον «Φάκελο Ναούρου»  που περιέχει 2.100 μαρτυρίες εργαζομένων στο κέντρο κράτησης προσφύγων του νησιού, σύμφωνα με τις οποίες οι συνθήκες στο στρατόπεδο είναι εξαιρετικά επικίνδυνες, με αποστέρηση βασικών αγαθών, εξουθένωση, ψυχικό και σωματικό τραυματισμό των προσφύγων, ανάμεσα στους οποίους υπάρχουν και παιδιά.

Επιβεβαιώνοντας τις καταγγελίες, τον Οκτώβριο του 2016 η Διεθνής Αμνηστία δημοσιεύει έκθεση-κόλαφο για το στρατόπεδο κράτησης του Ναούρου, το οποίο χαρακτηρίζει ως «Νησί της απελπισίας».

Σύμφωνα με όσα κατέγραψε η οργάνωση στην επιτόπια έρευνά της, οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των προσφύγων είναι κατάφωρες, με μορφές άσκησης βίας που ισοδυναμούν με βασανισμό, και με άρνηση εκπαίδευσης και προστασίας για τα παιδιά.

Ταυτόχρονα, στην έκθεση επισημαίνεται ότι οι συνθήκες εντός του στρατοπέδου κρατούνται επιμελώς μυστικές, χωρίς δυνατότητα πρόσβασης των δημοσιογράφων και των διεθνών φορέων. Σύμφωνα με μαρτυρίες που περιλαμβάνει η έκθεση, ακόμα και μετά την απελευθέρωσή τους από το στρατόπεδο, οι πρόσφυγες που έχουν εξασφαλίσει άσυλο παραμένουν σε κατάσταση «εξορίας» από την κοινότητα του νησιού, δεχόμενοι επιθέσεις και αποκλεισμό από τους κατοίκους που τους κρίνουν ανεπιθύμητους.

Η έκθεση εγκαλεί την κυβέρνηση της Αυστραλίας για την πολιτική ασύλου που εφαρμόζει, η οποία ισοδυναμεί με εναπόθεση ανθρώπινων ζωών σε κράτη-εταίρους χωρίς μέριμνα για την προστασία της ζωής και της αξιοπρέπειας των προσφύγων, καταπατώντας ουσιαστικά διεθνείς συμβάσεις από τις οποίες δεσμεύεται η χώρα.

Την ώρα που η κυβέρνηση της Αυστραλίας υπερασπίζεται πλήρως την πολιτική της, αρνούμενη να εξετάσει τις καταγγελίες, η δημοσιοποίηση των συνθηκών κράτησης στο Ναούρου προκάλεσαν κινητοποιήσεις σε ορισμένες πόλεις της Αυστραλίας, ενώ στις 12 Ιανουαρίου 2017 δημοσιεύτηκε και η έκθεση του Human Rights Watch που καταγγέλλει την Αυστραλία για το έτερο στρατόπεδο κράτησης προσφύγων στο Νησί Μανούς της Παπούα Νέα Γουινέα, με την οποία η Αυστραλία έχει συνάψει ανάλογη συμφωνία.