To Brexit θυμίζει τον κύβο του Ρούμπικ: όσο περισσότερο προσπαθείς να καλύψεις τις προϋποθέσεις για την μία πλευρά, τόσο περισσότερο χαλάνε όλες οι υπόλοιπες. Η εξίσωση για την επίτευξη συμφωνίας οποιασδήποτε μορφής έχει κάνει αναλυτές και πολιτική τάξη να σηκώσουν τα χέρια ψηλά. Κοινός παρονομαστής είναι το γεγονός ότι ο βρετανικός λαός θα πληρώσει πέρα από τα λάθη, και την ανεπάρκεια των πολιτικών κομμάτων να διαχειριστούν τη μεγαλύτερη πολιτική κρίση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Γιατί;
Του Στέλιου Φωτεινόπουλου
Αρχικά γιατί η επιλογή εξόδου από την ΕΕ έγινε χωρίς σχέδιο και πρόβλεψη, και κατά δεύτερο γιατί στο τιμόνι αυτής της διαδικασίας υπάρχει μια πολιτική δύναμη, η οποία θεωρεί λίγο πολύ την ΕΕ ως έναν προστατευτικό παράδεισο των εργαζομένων και άρα ως ένα εκ προοιμίου εμπόδιο στην απελευθέρωση της εθνικής οικονομίας. Ο συνδυασμός των παραπάνω δεν μπορεί παρά να προμηνύει αρνητικές εξελίξεις για τον κόσμο της εργασίας και για εκείνους που διαχρονικά είναι οι χαμένοι σε τέτοια οικονομικά μοντέλα.
Τα νέα δεν είναι καλά είτε η Βρετανία βρεθεί εκτός Ένωσης είτε παραμείνει εντός. Τον περασμένο Νοέμβριο, ο ΟΗΕ δημοσίευσε ειδική έκθεση για τη Βρετανία, μιλώντας για 14 εκατομμύρια ανθρώπους που ζουν σε κατάσταση φτώχειας (το 1/5 του πληθυσμού), ενώ η παιδική φτώχεια αναμένεται μέσα στην επόμενη δεκαετία να φτάσει το 40%.
Το Δημόσιο Σύστημα Υγείας υποφέρει από την έλλειψη πόρων και την μερική ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών, οι ουρές στις τράπεζες τροφίμων έχουν αυξηθεί, ενώ οι περικοπές στους προϋπολογισμούς των περιφερειών και δήμων αγγίζει το 50% με αποτέλεσμα δημόσιες υπηρεσίες και δομές αλληλεγγύης να καταρρέουν κυριολεκτικά.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η πολιτική κρίση που διανύουμε δεν είναι το σύμπτωμα της λιτότητας, άλλα μάλλον το αποτέλεσμα. Λαμβάνοντας τα παραπάνω υπόψη του, πριν από δυόμιση χρόνια ο βρετανικός λαός αποφάσισε με 51.8% την αποχώρησή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η εκτίμηση ότι το ερώτημα που τέθηκε για παραμονή ή έξοδο από την ΕΕ τελικά αποτύπωνε δύο ανταγωνιστικές στρατηγικές της ίδιας της βρετανικής αστικής τάξης, επιβεβαιώνεται διαρκώς.
Οι καμπάνιες του Remain άλλα και του Βrexit αφορούν μέχρι και σήμερα τη σκοπιά που έχουν μερίδες της βρετανικής «αριστοκρατίας» και τις συνθήκες που θέλουν σταδιακά να δομήσουν, ώστε να ισχυροποιήσουν την θέση τους έναντι των υπολοίπων.
Δεν είναι τυχαίο ότι η καμπάνια του Βrexit στηρίχθηκε από πλήθος εργοδοτικών ενώσεων και μεγαλοεπιχειρηματιών, οι οποίοι έκριναν ότι η πολυπλοκότητα της γραφειοκρατίας και του “προστατευτισμού” της ΕΕ αποτελούν εμπόδιο στην άνευ όρων ανάπτυξη των συμφωνιών ελευθέρου εμπορίου τις οποίες οραματίζονται. Όπως αντίστοιχα και το Remain αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί μονόδρομο για εκείνους τους κολοσσούς που για την κερδοφορία τους είναι βασική προϋπόθεση η συμμετοχή στην Ενιαία Αγορά.
Η Βρετανία βρίσκεται σε μια διαρκή πολιτική κρίση την οποία παλεύει να διαχειριστεί, ενώ η ΕΕ απολαμβάνει τη σχετικά σταθερή και ασφαλή συναίνεση στο εσωτερικό της, στοιχείο κρίσιμο σε μια διαπραγμάτευση.
Τα κοινοβουλευτικά κόμματα έχουν αφήσει προ πολλού την κομματική πειθαρχία, της οποίας τη θέση έχουν πάρει εσωκομματικές συγκρούσεις φιλοευρωπαίων και αντιευρωπαίων, οι οποίοι συγκυριακά σχηματίζουν κοινοβουλευτικές ομαδοποιήσεις με βουλευτές άλλων κομμάτων, με τους οποίους έχουν κοινή άποψη στο θέμα της Ευρώπης.
Χαρακτηριστικό της κρίσης εκπροσώπησης που επικρατεί είναι ότι η κοινωνική πλειοψηφία (έστω και οριακή) είναι υπέρ της εξόδου, ενώ αντίθετα η πλειοψηφία των βουλευτών συνεχίζει να είναι υπέρ της παραμονής.
Ήδη από τη δεκαετία του 1970, τα δύο μεγάλα κόμματα είχαν διαμορφώσει εσωτερικές ομαδοποιήσεις αναφορικά με το ερώτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο δημοψήφισμα του 1975, το οποίο έθεσε ο Εργατικός Πρωθυπουργός Harold Wilson ενώπιον του βρετανικού λαού, τόσο οι Συντηρητικοί όσο και οι Εργατικοί είχαν ήδη διαμορφωμένες ισχυρές εσωτερικές αντιευρωπαϊκές τάσεις στο εσωτερικό τους. Το ιστορικό στέλεχος της Εργατικής Αριστεράς Tony Benn μιλούσε ήδη εδώ και χρόνια για αντίσταση απέναντι στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και για έναν σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της οικονομίας απέναντι σε ό,τι περιέγραφαν οι Ευρωπαϊκές ντιρεκτίβες της εποχής.
Το χάσμα και στα δύο κόμματα είναι περισσότερο ιστορικό όσον αφορά την ΕΕ παρά συγκυριακό.
Αυτές οι δυνάμεις βρίσκονταν σε ύπνωση για πάνω από 30 χρόνια. Το δημοψήφισμα έφερε στην επιφάνεια την εμπειρία του 1985 όταν η Θάτσερ πάλεψε απέναντι στην ΕΕ για να κερδίσει επιστροφή βρετανικών χρημάτων από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, ξαναζωντάνεψε τα διλήμματα του 1975 άλλα και την Βρετανική αντι-ΕΕ Αριστερά, καθώς και μεγάλη μερίδα των Εργατικών που στην ΕΕ έβλεπε ένα νεοφιλελεύθερο διευθυντήριο και απώλεια της οικονομικής κυριαρχίας.
Οι τελευταίοι 4 μήνες
Το κείμενο που συμφωνήθηκε στις 14 Νοεμβρίου μεταξύ ΕΕ και Βρετανικής Κυβέρνησης, παρουσιάστηκε από την Μέι στη Βουλή των Κοινοτήτων ως η μοναδική δυνατή λύση που σέβεται το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Ωστόσο, η επικύρωση αυτής της συμφωνίας είναι ένα σενάριο, το πιο αδύναμο, από τα πολλά που συζητιούνται.
Η πραγματικότητα είναι ότι η Κυβέρνηση Mέι είναι εντελώς αδύναμη στο εσωτερικό της, οι παραιτήσεις κορυφαίων Υπουργών μόνο κατά τον τελευταίο χρόνο είναι δεκάδες, και τα μόνα της στηρίγματα είναι οι δηλώσεις που κατά καιρούς τής προσφέρουν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι.
Η συζήτηση και στα μέσα ενημέρωσης άλλα και στη Βουλή των Κοινοτήτων αφορά ελάχιστα το περιεχόμενο της Συμφωνίας, το οποίο οι περισσότεροι συνομολογούν ότι είναι από κακό έως πολύ κακό. Πλέον η συζήτηση έχει αναχθεί σε ζήτημα στρατηγικής για τα δύο μεγάλα κόμματα.
Το βασικό χαρακτηριστικό των τελευταίων μηνών είναι η συμπίεση της πολιτικής συζήτησης ανάμεσα στις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες αντιλήψεις περί Ευρώπης. Από την μία την αντι-ΕΕ συζήτηση την οδηγούν οι hard brexiteers, οι οποίοι με αφορμή τη χλιαρή στάση της Mέι απέναντι στους Ευρωπαίους και ειδικά στο θέμα των συνόρων μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας-Ιρλανδίας, όχι μόνο έχουν ανεβάσει τους τόνους σε διακηρυκτικό επίπεδο, άλλα έφτασαν μάλιστα στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς να καταθέσουν πρόταση μομφής εναντίον της Πρωθυπουργού της κυβέρνησής τους.
Η πρόταση μομφής παρότι ηττήθηκε στα νούμερα, κατάφερε να συγκροτήσει το αντι-ΕΕ στρατόπεδο των Τόρις σε υπολογίσιμη δύναμη (Jacob Rees-Mogg, David Davies, Boris Johnson etc), να τους δώσει συγκεκριμένη εσωκομματική ατζέντα, ενώ φάνηκε να κερδίζει ιδιαίτερα έδαφος στους backbenchers, δηλαδή τους απλούς βουλευτές του κόμματος οι οποίοι δεν κατέχουν θέση στην Κυβέρνηση.
Αποτελεί ένα πολιτικό φαινόμενο προς μελέτη το πώς οι Συντηρητικοί κατάφεραν μέσα σε δύο χρόνια να μετατραπούν από ένα μεγάλο φιλοευρωπαϊκό κόμμα σε ένα κόμμα, του οποίου το μισό ως κυβέρνηση υλοποιεί το Brexit, και το άλλο μισό περίπου αγωνίζεται για μια ακόμη πιο σκληρή εκδοχή του, με τους remainers να έχουν οπισθοχωρήσει πλήρως.
Από την άλλη υπάρχει το αντιπολιτευτικό μπλοκ, το οποίο περιλαμβάνει σκληρούς φιλό-Ευρωπαίους, όπως η πλειοψηφία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Εργατικών, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες, το Σκωτσέζικο Κόμμα, οι Πράσινοι κ.λπ. Το μπλοκ αυτό σύσσωμο ζητά ανατροπή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, με το επιχείρημα ότι η συμφωνία με την ΕΕ είναι καταστροφική και άρα την τελική επικύρωση πρέπει να τη δώσει ο βρετανικός λαός με δεύτερο δημοψήφισμα.
Οι Εργατικοί
Ο Κόρμπιν, διαρκής πολέμιος και κριτικός του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος ήδη από τις αρχές του 1980, προκειμένου να κρατήσει το κόμμα ενωμένο καταβάλλει προσπάθειες ώστε να γεφυρώσει την άποψη των ριζοσπαστικών κομματικών μελών με εκείνη που έχει η πλειοψηφία της Κοινοβουλευτικής του Ομάδας, η οποία είναι απόλυτα υπέρ της παραμονής.
Στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο ηγέτης των Εργατικών είναι εγκλωβισμένος ανάμεσα στις εξής πλευρές.
Από τη μια, οι παραδοσιακοί εσωκομματικοί του αντίπαλοι, οι οποίοι πίνουν νερό στις “χρυσές” ημέρες του Μπλερ και του Τρίτου δρόμου. Από την άλλη, σημαντική μερίδα των μελών και των στελεχών που αφενός τον στηρίζουν, αφετέρου όμως θεωρούν ότι η ατζέντα ενός συντηρητικού Brexit θα καταστρέψει την όποια προοπτική σοσιαλιστικής κυβέρνησης μπορεί να υπάρξει στο μέλλον.
Στην πραγματικότητα, και οι δύο πλευρές έχουν βασικά προβλήματα γιατί, πέρα από τα πολιτικά ζητήματα που προκύπτουν, καμία τους δεν μπορεί να καταρτίσει μακρόπνοο σχέδιο για το μέλλον. Και αυτό το γνωρίζει ο Κόρμπιν, ο οποίος στο ερώτημα μιας επιλογής ανάμεσα στο δεύτερο δημοψήφισμα και τις εκλογές, λέει ναι και στα δύο.
Για αυτό και η στρατηγική του ακουμπάει σε δύο πυλώνες. Πρώτον, συσπειρώνει το κόμμα του και ζητάει εκλογές, ώστε να διαπραγματευτεί νέα συμφωνία εξόδου με λαϊκό πρόσημο, την οποία όμως θα θέσει σε δημοψήφισμα μαζί με επιλογή την παραμονή τελικά στην ΕΕ. Δεύτερον, αποσυνδέει την έκβαση του brexit από τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα, για τα οποία ανεβάζει τους τόνους, ειδικά στα θέματα της εγχώριας ατζέντας (εθνικοποιήσεις, επίθεση απέναντι στην οικονομική ελίτ, ισχυροποίηση της εργατικής νομοθεσίας, αναδιανομή του πλούτου και της εξουσίας σε μεγάλες επιχειρήσεις).
Η σημαδεμένη τράπουλα και τα πιθανά σενάρια
Οι Κοινοβουλευτικές Ομάδες όλων των υπόλοιπων κομμάτων έχουν σπάσει και πλέον κανείς δεν μιλάει για κομματική πειθαρχία. Το γεγονός αυτό από μόνο του έχει «χαρίσει» στην Mέι μεγάλες κοινοβουλευτικές ήττες, άλλα ταυτόχρονα αποτυπώνει κάτι πιο έντονα από ποτέ.
Κανένα από τα σενάρια που υπάρχουν στο τραπέζι δεν φαίνεται να έχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η επιμονή της Πρωθυπουργού ότι η Συμφωνία θα περάσει, δεν φαίνεται να πείθει ούτε καν το Υπουργικό της Συμβούλιο.
Η καθυστέρηση της περιβόητης ψηφοφορίας για την τελική συμφωνία παίρνει συνεχείς αναβολές εδώ και 5 εβδομάδες, γεγονός διόλου τυχαίο. Η κρίσιμη ψηφοφορία σύμφωνα με τις μέχρι τώρα πληροφορίες κατά πάσα πιθανότητα θα λάβει χώρα στις 15 Ιανουαρίου, δεν αποκλείεται όμως να πάρει και άλλη καθυστέρηση.
Τι συμβαίνει όμως μετά?
Σενάριο 1 – Η συμφωνία δεν περνάει, η Mέι δεν παραιτείται, άλλα φέρνει την συμφωνία στον λαό. Τα υπέρογκα ποσά που έχουν επενδυθεί από το People´s Vote για να αλλάξουν οι κοινωνικοί συσχετισμοί υπέρ του remain δεν έχουν καρποφορήσει ιδιαίτερα. Παρά τις πραγματικά πολύ έντονες πολιτικές πιέσεις που ασκούν, οι δημοσκοπήσεις δίνουν ένα φτωχό και εύθραυστο ποσοστό 51% στο Remain σε περίπτωση νέου δημοψηφίσματος. Με άλλα λόγια, είναι πολύ πιθανό αυτό το σενάριο να επιβεβαιώσει τη δυναμική του Brexit και να χρησιμοποιηθεί από την Mέι ως μέσο πίεσης στη Βουλή των Κοινοτήτων.
Σενάριο 2 – Η συμφωνία δεν περνάει, η Mέι δεν παραιτείται και αποφασίζει να υλοποιήσει έξοδο χωρίς συμφωνία. Να τονίσουμε ότι μόλις πριν λίγες ημέρες πριν, η Mέι υπέστη σαρωτική ήττα σε ψηφοφορία που αφορούσε τη δυνατότητα της Κυβέρνησης να ενεργοποιήσει έκτακτες οικονομικές συνθήκες σε περίπτωση εξόδου χωρίς συμφωνία. Αυτό από μόνο του καθιστά την έξοδο χωρίς συμφωνία αρκετά ριψοκίνδυνο σενάριο, το οποίο εν μία νυκτί θα ακύρωνε κανόνες, ρυθμίσεις και εμπορικές συμφωνίες τις οποίες η Βρετανία απολάμβανε ως μέλος της Ένωσης.
Σενάριο 3 – Η συμφωνία δεν περνάει, η Mέι πλέον χάνει τη στήριξη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της, παραιτείται και καλεί σε γενικές εκλογές. Βασικός στόχος των εκλογών είναι η ανάδειξη νέας πλειοψηφίας στη Βουλή, η οποία θα είναι σε θέση να διαπραγματευτεί εκ νέου με την ΕΕ, υπό την προϋπόθεση ότι θα δοθεί αναβολή της ημερομηνίας εξόδου για 3 μήνες. Σε αυτό το σενάριο προσβλέπει ο ηγέτης των Εργατικών, ο οποίος όμως για να δημιουργήσει συμπαγή και ομογενοποιημένη ΚΟ, θα πρέπει πρώτα να κυριαρχήσει έναντι της παλιάς φουρνιάς Μπλερικών Βουλευτών του και να υλοποιήσει επιτέλους ένα σύστημα δημοκρατικής επιλογής των ψηφοδελτίων από τη βάση του κόμματος. Κάτι τέτοιο θα επέτρεπε να ευθυγραμμιστεί η σύνθεση της ΚΟ με τη βάση του κόμματος, μια συνθήκη που από το 2015 δεν έχει επιτευχθεί.
Σενάριο 4 – Η συμφωνία δεν περνάει και σχηματίζεται κυβέρνηση εθνικής ενότητας με Βουλευτές από όλα τα κόμματα και με βασικό σκοπό να απενεργοποιηθεί το άρθρο 50 και η έξοδος από την ΕΕ, κάτι που νομικά είναι δυνατό. Αυτό το σενάριο αναμένεται να ξεσηκώσει μεταξύ άλλων και κοινωνικές αντιδράσεις μιας και μια τέτοια κυβέρνηση θα βρίσκεται σε απόλυτη αναντιστοιχία με την κοινωνία και με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2016.
Το κρυφό σενάριο 5 –αναλυτές υποστηρίζουν και –ίσως έχουν δίκιο– ότι ενδεχομένως το καλύτερο σενάριο, ακόμα και για μία Κυβέρνηση των Εργατικών, είναι το μοντέλο της Νορβηγίας. Με αυτό το σενάριο η Μεγάλη Βρετανία, ακολουθώντας το παράδειγμα των μελών που είναι στην Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο άλλα όχι στην ΕΕ, θα παρέμενε μόνο στην Κοινή Αγορά και την τελωνειακή ένωση χωρίς να είναι κράτος-μέλος. Αυτό από μόνο του δεν είναι ιδιαίτερα θετικό, όπως εξάλλου και τα υπόλοιπα σενάρια.
Σε αντίθεση, όμως, με τα υπόλοιπα τέσσερα σενάρια, το συγκεκριμένο θα έλυνε το βασικότατο ζήτημα των συνόρων με την Βόρεια Ιρλανδία, και θα έδινε επίσης στη Βρετανία την ευκαιρία να αποκτήσει τον έλεγχο των πολιτικών της σε μια σειρά από κομβικούς τομείς, όπως η δικαιοσύνη, η αλιεία, η αγροτική πολιτική και εν μέρει η οικονομία. Επιπλέον, αυτό το σενάριο θα έδινε τη δυνατότητα σε μια ενδεχόμενη μελλοντική Σοσιαλιστική Κυβέρνηση να προωθήσει σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσει, χωρίς αυτές να εμποδίζονται από το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο.
Όμως είπαμε, το Βrexit είναι σαν τον κύβο του Ρούμπικ. Ποτέ δεν ολοκληρώνεται εξ ολοκλήρου αν προηγουμένως δεν έχει δοθεί ταυτόχρονη λύση σε όλες τις πλευρές του.
Όλα τα παραπάνω αφορούν την επίτευξη της συμφωνίας εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά αυτό δεν είναι το τέλος. Αυτό που ακολουθεί είναι μια μεγάλη συζήτηση για τη δεύτερη μεγάλη συμφωνία της Μεγάλης Βρετανίας με την ΕΕ αναφορικά με την μελλοντική τους σχέση και τους κανόνες που θα τη διέπουν.
Ένα ερώτημα όμως είναι σίγουρα κρίσιμο: Αν σε πέντε χρόνια από τώρα ο βρετανικός λαός θα ζει στο δυστοπικό περιβάλλον ενός Τραμπικού καθεστώτος, το οποίο γλυκοκοιτάζει τον Μπολσονάρο και τον Όρμπαν, ή αν θα είναι συμμέτοχος σε μια πλατιά διαδικασία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στην κοινωνία και την οικονομία. Την απάντηση θα καθορίσουν, σε μεγάλο βαθμό, οι εξελίξεις του επόμενου εξαμήνου.
Εντός, εκτός ή επί τα αυτά της ΕΕ, η πραγματικότητα είναι πως είτε ευρωπαϊκή είτε βρετανική λιτότητα, οι συνέπειές της προμηνύονται ίδιες για την εργατική τάξη.
Για τον συγγραφέα
Ο Στέλιος Φωτεινόπουλος είναι πολιτικός αναλυτής.