Καναδάς: Περιμένοντας τους βαρβάρους




Στις 19 Οκτωβρίου, οι καναδοί ψηφοφόροι εξέλεξαν νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση, οδηγώντας σε αποχώρηση το Συντηρητικό Κόμμα, με επικεφαλής τον Στίβεν Χάρπερ, που υπήρξε πρωθυπουργός από το 2006. Οι εκλογές έδωσαν και πάλι την εξουσία στο κεντρώο Φιλελεύθερο Κόμμα, με ηγέτη τον Τζάστιν Τριντό, γιό του χαρισματικού πρώην πρωθυπουργού Πιέρ Τριντό, ο οποίος κυβέρνησε τον Καναδά από το 1968 έως το 1984,  με μια σύντομη μόνο διακοπή το 1979.


Του Ian Ward


 

Η προεκλογική καμπάνια διήρκησε 11 εβδομάδες, διάστημα πολύ μεγάλο για τα δεδομένα του σύγχρονου Καναδά, και συγκέντρωσε το ενδιαφέρον τόσο των αγγλόφωνων, όσο και των γαλλόφωνων μέσων.

Η αποχή έφτασε στο 68%: το μεγαλύτερο ποσοστό σε ομοσπονδιακές εκλογές από το 1997, που παραμένει, ωστόσο, στα γνωστά επίπεδα της μακρόχρονης απαξίωσης των εκλογών στον Καναδά και σε άλλες πλούσιες δημοκρατίες.

Για τον υπόλοιπο δημοκρατικό κόσμο, τα κυριότερα χαρακτηριστικά αυτών των εκλογών –εναλλαγή μεταξύ παραδοσιακών κομμάτων, δίκτυα των ελίτ που πλαισιώνουν δυναστειακές πολιτικές οικογένειες και ύφεση της εκλογικής συμμετοχής των ψηφοφόρων– μπορεί να μοιάζουν συνηθισμένα και ότι ενδιαφέρουν μόνο τους Καναδούς και μια μικρή ομάδα ακαδημαϊκών και πολιτικών αναλυτών στο εξωτερικό.

Υπάρχει, όμως, ένα σημείο της προεκλογικής καμπάνιας που τράβηξε τη διεθνή προσοχή: το μέχρι πρότινος κυβερνών Συντηρητικό Κόμμα πρότεινε τη δημιουργία τηλεφωνικής γραμμής άμεσης επικοινωνίας, όπου οι πολίτες θα μπορούν να αναφέρουν «βάρβαρες πολιτισμικές πρακτικές».

Η συγκεκριμένη πρόταση παραπέμπει και σε μια από τις τελευταίες, προεκλογικές νομοθετικές πράξεις των Συντηρητικών, την Πράξη Μηδενικής Ανοχής απέναντι στις Βάρβαρες Πολιτισμικές Πρακτικές, που ποινικοποιούσε την πολυγαμία, τον εξαναγκασμό σε γάμο και τα εγκλήματα τιμής, τη στιγμή που αυτά ήταν ήδη παράνομα στο Καναδικό Δίκαιο.
Η στιγμή και το περιεχόμενο της νομοθεσίας και της πρότασης, καθώς και το γεγονός ότι ο νόμος υποστηρίχτηκε δημόσια κυρίως από τον υπουργό Μετανάστευσης και όχι από τον Γενικό Εισαγγελέα, δημιούργησαν την ανησυχία ότι οι Συντηρητικοί εφαρμόζουν μια αμφιλεγόμενη πολιτική, που επιχειρεί να συσπειρώσει ομάδες του εκλογικού σώματος, παίζοντας το χαρτί της καχυποψίας απέναντι στους μετανάστες.

Η ρητορική των «βάρβαρων πολιτισμικών πρακτικών» συνέπεσε, επίσης, με την ανεπιτυχή προσπάθεια της προηγούμενης κυβέρνησης να υποστηρίξει δικαστικά την απόφαση του 2011 που απαγορεύει στις γυναίκες να φορούν νιχάμπ. εφόσον έχουν ορκιστεί καναδές πολίτες. Ο συνδυασμός γέννησε ακόμα μεγαλύτερες ανησυχίες: εκείνοι που κυρίως ασκούν τις πρακτικές του Ισλάμ είναι οι μετανάστες και άρα είναι αυτοί που υποδεικνύονται αυθαίρετα ως αντικείμενα υποψίας και επιτήρησης.

Ως εκλογική στρατηγική, μια τέτοια αμφιλεγόμενη πολιτική αποδείχτηκε αναποτελεσματική και είναι πιθανόν ότι λειτούργησε, στην πραγματικότητα, ως μπούμερανγκ για τους Συντηρητικούς. Ωστόσο, προκάλεσε μακροπρόθεσμη βλάβη στην καναδική κοινωνία. Σε μια ανοιχτή επιστολή, που κυκλοφόρησε ευρύτατα, περίπου 600 καναδοί ακαδημαϊκοί καταδίκασαν αυτήν τη στρατηγική που είχε ως συνειδητό στόχο να σπείρει την αμοιβαία καχυποψία ανάμεσα στους πολίτες.

Όπως γράφουν στην επιστολή τους: «εισάγοντας στην καμπάνια του την εμπρηστική ρητορική των «βάρβαρων πολιτισμικών πρακτικών», το Συντηρητικό Κόμμα ξεπέρασε τα όρια. Η επαναλαμβανόμενη χρήση αυτής της φράσης, μαζί με την προτροπή να ξεφορτωθούμε τους «ανεπιθύμητους», είναι κυνικά σχεδιασμένες για να αποπροσανατολίσουν και να διχάσουν τους Καναδούς, υπονοώντας ότι ορισμένοι νομοταγείς και ειρηνικοί πολίτες αυτής της κοινωνίας είναι «βάρβαροι» που μισούν την ελευθερία και απειλούν την καναδική κοινωνία.

Επινοώντας μια φανταστική απειλή για τη χώρα και υποβάλλοντας την ιδέα ότι ορισμένοι μετανάστες και θρησκευτικές μειονότητες είναι εχθροί, οι Συντηρητικοί ελπίζουν να στέψουν τους Καναδούς τον έναν ενάντια στον άλλο. Όπως πολλές άλλες μορφές επικίνδυνης προπαγάνδας, η επίκληση της βαρβαρότητας επιχειρεί να δημιουργήσει φόβο και αγωνία και όχι να υποδείξει ένα πραγματικό πρόβλημα».

Οι υπογράφοντες/ουσες ορθά υπογραμμίζουν ότι η επίκληση της μορφής του «επικίνδυνου ξένου», όχι μόνο αποπροσανατολίζει το δημοκρατικό κοινό από τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, αλλά και διχάζει τους πολίτες, καταλύοντας την αμοιβαία εμπιστοσύνη, πάνω στην οποία οφείλει να στηρίζεται κάθε δημοκρατική διακυβέρνηση. Μια πρόσφατη ακαδημαϊκή έρευνα μπορεί να μας διαφωτίσει περισσότερο σε αυτό το ζήτημα.

Στο σημαντικό βιβλίο της “Μιλώντας στους ξένους”, η πολιτική επιστήμονας Ντανιέλ Άλεν δείχνει πώς η αμοιβαία καχυποψία ανάμεσα στους πολίτες υπονομεύει την πρόσβασή τους σε δημόσιους θεσμούς και την άσκηση ελέγχου στις πολιτικές ελίτ (1).

Μια τέτοιου είδους πρόσβαση και άσκηση ελέγχου απαιτεί συνεργασία ανάμεσα στους πολίτες, και η συνεργασία προϋποθέτει δεσμούς εμπιστοσύνης. Ιδιαίτερα σημαντική στην οικοδόμηση αυτής της εμπιστοσύνης είναι η ιδέα ότι οι συμπολίτες μας θέλουν να είναι σε μια σχέση πολιτικής ισότητας με εμάς, ειδικά σε συνθήκες όπου τα συμφέροντά μας μπορεί να συγκρούονται. Με την παγκόσμια μετανάστευση να αυξάνεται ραγδαία, είναι αυτονόητο ότι οι δεσμοί εμπιστοσύνης θα είναι ολοένα και πιο απαραίτητοι.

Η δημόσια ρητορική που μετατρέπει σε αποδιοπομπαίο τράγο μια συγκεκριμένη ομάδα, απειλεί αυτούς τους δεσμούς, ζητώντας από τους πολίτες να αντιμετωπίσουν τους συμπολίτες τους ως ακατάλληλους να συμμετάσχουν από κοινού στους δημοκρατικούς θεσμούς. Το πιο σημαντικό που δείχνει η Άλεν είναι ότι η προκαλούμενη καχυποψία μεταφέρεται και πέρα από την αρχική στόχευση, σε όλους όσοι δεν είναι ίδιοι με εμάς, με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Αυτό καθιστά τη συνεργασία των πολιτών ολοένα και πιο επισφαλή και τη δημοκρατική διακυβέρνηση ολοένα και πιο δύσκολο να εγκαθιδρυθεί και να διατηρηθεί.

Για να λειτουργήσει η δημοκρατία, συμπεραίνει η Άλεν, οι πολίτες πρέπει να μιλούν στους ξένους και να χτίζουν μια σχέση εμπιστοσύνης μαζί τους. Αν αυτό είναι σωστό, τότε δεν υπάρχει πρακτική πιο αντίθετη στη δημοκρατική ιδιότητα του πολίτη από το να παραμονεύεις αγωνιωδώς τους μετανάστες και να τους καταγγέλλεις στο κράτος. Το γεγονός ότι η φιγούρα του «βαρβάρου» μετατράπηκε σε κεντρικό θέμα των καναδικών εκλογών, σε μια σχετικά σταθερή, εύπορη και εγκαθιδρυμένη δημοκρατία, είναι ένα δείγμα του πόσο σκληρή προσπάθεια θέλουν αυτές οι πολιτικές συνήθειες για να αλλάξουν.

(1) Danielle Allen (2004), Talking to Strangers: Anxieties of Citizenship since Brown v. Board of Education, Chicago University Press.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο worldpolicy.org, στις 5 Νοεμβρίου 2015.

Για τον συγγραφέα
Ο Ian Ward είναι Επίκουρος Καθηγητής στους τομείς της διακυβέρνησης και της πολιτικής, στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ (University of Maryland).