Το όνομά του ήταν Emmanuel Chidi Namdi, 36 ετών. Έφυγε από την Νιγηρία, με τη σύζυγό του, την Chimiary και το μωρό τους, για να γλυτώσει από τη Μπόκο Χαράμ. Είχαν ήδη σφάξει την οικογένειά του. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού από τις ακτές της Αφρικής στη Σικελία το μωρό πέθανε και η έγκυος γυναίκα του απέβαλε.
Του Πέτρου-Ιωσήφ Σταγκανέλλη
Έφτασαν στο Φέρμο, στην Επαρχία της Μάρκε, στη βορειοκεντρική Ιταλία. Πριν από οχτώ μήνες είχαν κάνει αίτηση ασύλου. Έμεναν, μαζί με άλλους 150 μετανάστες και πρόσφυγες, σε μια δομή της εκκλησίας, την Κοινότητα του Καποντάρκο, την οποία έχει ιδρύσει ο π. Βινίτσιο Αλμπανέζι.
Την προηγούμενη Τρίτη το ζευγάρι είχε βγει να περπατήσει, στο κέντρο της μικρής πόλης. Κάποιος τους σταμάτησε, άρχισε να τους φωνάζει ρατσιστικά συνθήματα, να λέει την γυναίκα του «μαϊμού». Ο Εμμάνουελ αντέδρασε. Ο Αμεντέο Μαντσίνι, 38 ετών, κάτοχος μιας αγροτικής επιχείρησης, χούλιγκαν της τοπικής ομάδας ποδοσφαίρου Φερμάνα, γνωστός ακροδεξιός της πόλης, μέλος της Λέγκας του Βορρά, πήρε μια πινακίδα της τροχαίας και του συνέθλιψε το κρανίο.
Την επόμενη μέρα, ο ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντζι γράφει στο tweeter: «η κυβέρνηση σήμερα στο Φέρμο με τον π. Βινίτσιο και τις τοπικές αρχές εις μνήμην του Εμμάνουελ. Ενάντια στο μίσος, τον ρατσισμό και τη βία». Μια ώρα μετά, καταφθάνει στην πόλη ο υπουργός Εσωτερικών, Αντζελίνο Αλφάνο, δηλώνοντας πως «η καρδιά της Ιταλίας δεν αντιπροσωπεύεται από τον δράστη αυτής της δολοφονίας». Έπειτα, φτάνει η είδηση: στην Chimiary παρέχεται πολιτικό άσυλο.
Από το απόγευμα της δολοφονίας ιταλοί πολιτικοί συρρέουν στο Φέρμο, για να δηλώσουν την αλληλεγγύη τους. Αλληλεγγύη που δεν επέδειξαν, βέβαια, καμιά από τις τέσσερις φορές που έσκασαν βόμβες έξω από ενορίες οι οποίες «συμπτωματικά» βοηθούσαν πρόσφυγες.
Ήρθαν να καταδικάσουν τον ρατσισμό μέλη μιας βουλής, της ιταλικής, η οποία προσφάτως απεφάνθη (και με τις ψήφους του κυβερνώντος, Δημοκρατικού Κόμματος) ότι ο χαρακτηρισμός «ουρακοτάγκος», τον οποίο είχε εκτοξεύσει δημοσίως ένα μέλος της, εναντίον της πρώην υπουργού Cécile Kyenge, κενυατικής καταγωγής, «αποτελεί τμήμα του πολιτικού διαλόγου, και δεν είναι υβριστικός».
Διόλου περιέργως, άλλωστε, αυτό αποτελεί μέρος της υπερασπιστικής γραμμής του δικηγόρου του δολοφόνου: Νόμιζε ότι προσπαθούσαν να κλέψουν ένα αυτοκίνητο. Ναι, αποκάλεσε την Chimiary «μαϊμού», αλλά αυτό δεν είναι δα και τίποτα σοβαρό, τόσοι πολιτικοί το λένε για τους Αφρικανούς.
Πολιτικοί που συμπαρίστανται κατόπιν εορτής και που παρέχουν άσυλο εν είδει αποζημίωσης. Αλλά και πολιτικοί που αποσείουν οποιαδήποτε σχέση του εγκλήματος με ρατσιστικά κίνητρα. Ο Κάρλο Τζοβανάρντι, χριστιανοδημοκράτης: «ήταν απλώς μια παρεξήγηση».
Και βέβαια, δεν λείπουν ούτε στην Ιταλία οι πολιτικοί που καταγγέλλουν τον ρατσισμό εναντίον των Ιταλών: ο Τζανμάρκο Τσεντινάιο, της Λέγκας, διαβάζει στη βουλή κατάλογο εγκλημάτων που διεξήχθησαν από μετανάστες.
Στο Φέρμο πολλοί είναι αυτοί που δυσανασχετούν από την κακή δημοσιότητα. Φαίνεται, άλλωστε κι από τις δηλώσεις των τοπικών αρχών. Στη μικρή πόλη των 37.351 κατοίκων (αποτελέσματα ευρωεκλογών 2014: Δημοκρατικό Κόμμα 45,7%, Λέγκα του Βορρά 2,3%), θα προτιμούσαν, μάλλον, το τραγικό συμβάν να ξεχαστεί γρήγορα. Η τουριστική περίοδος έχει αρχίσει, οι εξαιρετικές ντόπιες γαστριμαργικές λιχουδιές είναι έτοιμες προς πώληση, η κοινωνική ισορροπία οφείλει να αποκατασταθεί γρήγορα. Αλλά, ως προς την προς τα έξω προβαλλόμενη επαρχιακή ηρεμία, η πόλη αυτή δεν αποτελεί εξαίρεση σε κανέναν κανόνα.
Ο Πέτρος-Ιωσήφ Σταγκανέλλης είναι ιστορικός.