«Ελπίζουμε ότι αυτή η ιστορία θα αποτελέσει σύντομα παρελθόν», δήλωσε στις 12.2.17 στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος του Δημοκρατικού Συναγερμού. Αναφερόταν στην κρίση που δημιουργήθηκε στις συνομιλίες για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος εξαιτίας (ή μήπως εξ’ αφορμής) της υπερψήφισης από την Κυπριακή Βουλή μιας επίμαχης τροπολογίας στους κανονισμούς λειτουργίας των σχολείων.
Του Μάριου Επαμεινώνδα
Στην αποστροφή του λόγου του, ο Κύπριος πολιτικός χρησιμοποίησε ασυναίσθητα μια μεταφορά που χρησιμοποιείται συχνά για όσα θέλουμε να πάψουν να διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση του παρόντος μας και άρα… «να αποτελέσουν παρελθόν». Τραγική ειρωνεία: αναφερόταν σε γεγονότα που απέδειξαν ότι η ιστορία –και η επετειακή χρήση της– δεν μπορεί ποτέ ή τουλάχιστον όχι στο προβλεπτό μέλλον… να αποτελέσει παρελθόν στην Κύπρο.
Ποια είναι η επίμαχη τροπολογία
Η επίμαχη τροπολογία προνοεί την ένταξη της επετείου του δημοψηφίσματος, που έγινε στη μεγαλόνησο στις 15 (και 22) Ιανουαρίου 1950 με αξίωση την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, στις 13 συνολικά προβλεπόμενες σχολικές επετείους. Κατά τη διάρκεια αυτής της επετείου, σύμφωνα με την τροπολογία, «θα γίνεται ανάγνωση μηνυμάτων ή φυλλαδίων και ολιγόλεπτη συζήτηση στην τάξη». Για κάποιον παρατηρητή που δεν έχει επαφή με την ιστορία αλλά και τις μάχες της μνήμης που γίνονται στην Κύπρο, αυτή ίσως να θεωρείτο μια παρανυχίδα σε ένα πολυσέλιδο πακέτο εκπαιδευτικών κανονισμών.
Εκ των πραγμάτων, αποδείχτηκε ότι η έγκριση αυτής της τροπολογία είχε μεγάλες πολιτικές επιπτώσεις. Όχι μόνο επισκίασε οτιδήποτε άλλο υπήρχε στους κανονισμούς, αλλά και κυριάρχησε στην πολιτική συζήτηση απ’ άκρη σ’ άκρη της Κύπρου, δημιουργώντας έντονες αντιδράσεις κυρίως εντός της Τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Εξώθησε, μάλιστα, τους δύο ηγέτες, τον Πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη και τον τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακκιντζί σε ένα άνευ προηγουμένου παιχνίδι επίρριψης ευθυνών, οδηγώντας τις σχέσεις τους στο χειρότερο επίπεδο από την εποχή που άρχισαν τις μεταξύ τους συνομιλίες.
Η στάση των κομμάτων
Καθοριστικό ρόλο στην επίδραση της τροπολογίας στο πολιτικό σκηνικό είχε, εκτός από την ουσία της, ο τρόπος και ο χρόνος που εγκρίθηκε. Την τροπολογία εισηγήθηκε το Ακροδεξιό/Φασιστικό Κόμμα ΕΛΑΜ. Αυτή πέρασε από την Επιτροπή Παιδείας της Βουλής στην ολομέλειά της με τη σύμφωνη γνώμη του κυβερνώντος Δημοκρατικού Συναγερμού, των κομμάτων του λεγόμενου ενδιάμεσου χώρου και με την αντίθεση του αριστερού ΑΚΕΛ.
Στην ολομέλεια, υπέρ της τροπολογίας ψήφισαν το ΕΛΑΜ και οι «ενδιάμεσοι» ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ, Συμμαχία Πολιτών, Κίνημα Αλληλεγγύη και το Κίνημα Οικολόγων. Ο Δημοκρατικός Συναγερμός τήρησε αμήχανα αποχή, γνωρίζοντας ότι αυτό θα οδηγούσε στην έγκριση της τροπολογίας. Το ΑΚΕΛ την καταψήφισε θεωρώντας την περιττή και ζημιογόνα. Η αμήχανη, ποντιοπιλατική για πολλούς, στάση του ΔΗΣΥ έδειξε ότι η προσπάθεια του να ισορροπήσει τα έντονα εθνικόφρονα με τα ρεαλιστικά στοιχειά του κομματικού του εαυτού μπορεί να παράξει πολιτικά αποτελέσματα που αντιβαίνουν στη διακηρυγμένη θέση της ηγεσίας του για στήριξη των συνομιλιών.
Η σύμπλευση του «ενδιάμεσου» χώρου με την Ακροδεξιά έδειξε ότι όσοι επιθυμούν να καταφέρουν πλήγματα στη διαδικασία των συνομιλιών είναι ικανοί για κάθε μορφής συμμαχία.
Το ΑΚΕΛ που είχε προειδοποιήσει για τις επιπλοκές της απόφασης στάθηκε κριτικά στις παλινωδίες της κυβερνητικής παράταξης, όμως δεν άσκησε εξαντλητική αντιπολίτευση, αφήνοντας ανοικτό το παράθυρο για υποστήριξη της συνέχισης των συνομιλιών.
Οι αντιδράσεις των Τουρκοκυπρίων
Αμέσως μετά τη έγκριση των κανονισμών, ακολούθησε θύελλα αντιδράσεων εντός της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Αίσθηση προκάλεσε η δριμεία αντίδραση του Τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακκιντζί. Ο κ. Ακιντζί διερμηνεύοντας ένα κύμα θυμού και απογοήτευσης εντός της Τουρκοκυπριακής κοινότητας δήλωσε εμφαντικά ότι η απόφαση είναι απαράδεκτη, αφού μεσούσης της προσπάθειας επίλυσης του Κυπριακού «η ένωση να παραμένει στην ατζέντα», ενισχύοντας έτσι τη δυσπιστία των Τουρκοκύπριων προς τους Ελληνοκύπριους. Ο κ. Ακκιντζί κάλεσε τον Πρόεδρο Αναστασιάδη να διαφωνήσει δημόσια με την απόφαση και εξέφρασε την απογοήτευσή του για τη στάση που τήρησε στην ψηφοφορία το ΔΗΣΥ.
Πρωτοφανής ήταν η σύμπνοια εντός της Τουρκοκυπριακής κοινότητας στην καταδίκη της απόφασης. Αυτό μαρτυρείται από το γεγονός ότι εκτός από τους παραδοσιακά ακραίους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι δεν χάνουν την ευκαιρία να κατηγορούν την ελληνοκυπριακή πλευρά για κακή θέληση, τη φωνή τους με τον τουρκοκύπριο ηγέτη ένωσαν και άτομα και σχηματισμοί της τουρκοκυπριακής Αριστεράς.
Πρόκειται για φωνές που στο παρελθόν ακόμα και σε αντίξοες γι’ αυτούς συνθήκες, άσκησαν με παρρησία σκληρή κριτική τόσο στον κ. Ακκιντζί όσο και στην ίδια την τουρκική κυβέρνηση, όταν έκριναν ότι διατύπωναν μαξιμαλιστικές θέσεις ή επιδείκνυαν μη εποικοδομητική στάση.
…και η αμηχανία των Ελληνοκυπρίων
Μια μεγάλη μερίδα Ελληνοκυπρίων αντιμετώπισε με αμηχανία μέχρι και με εκνευρισμό τις αντιδράσεις από την τουρκοκυπριακή πλευρά, τις οποίες βρήκε υπερβολικές και αδικαιολόγητες. Αυτή η εντύπωση διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό ακόμα και όταν δόθηκε μέσα από τη δημόσια συζήτηση η ευκαιρία να αναδειχθεί ότι, (α) η ιστορία της ενωτικής διεκδίκησης των Ελληνοκυπρίων προσλαμβάνεται με ιδιαίτερα αρνητικό τρόπο από τους Τουρκοκύπριους, αφού συνδέεται με τραυματικά γι’ αυτούς γεγονότα και (β) υπάρχει η πεποίθηση ότι οι Ελληνοκύπριοι με τις επετειακές εκδηλώσεις για το ενωτικό δημοψήφισμα υποδηλώνουν ότι η Κύπρος είναι Ελληνική και πως δεν είναι έτοιμοι να συμφωνήσουν σε μια λύση που να εδράζεται στην πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων.
Ο ίδιος ο Πρόεδρος Αναστασιάδης παρόλο που αναγνώρισε ότι η απόφαση της Βουλής ήταν άκαιρη έδειξε επίσης να βρίσκει τις αντιδράσεις του τουρκοκύπριου ηγέτη υπερβολικές και τόνισε ότι «δε θα επιτρέψει σε κανένα να αμφισβητήσει τις ειλικρινείς προθέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς για την προσπάθεια εξεύρεσης μιας αποδεκτής και από τις δύο κοινότητες λύσης στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».
Επίσης «σηκώνοντας το γάντι» για το θέμα των επετείων αναφέρθηκε στο «πόσο προσβλητικοί για την ελληνοκυπριακή κοινότητα είναι οι πανηγυρικοί εορτασμοί για την επέτειο της τουρκικής εισβολής (…) και την ανακήρυξη του ψευδοκράτους». Πάντως δεν παρέλειψε να τονίσει ότι έχει την αποφασιστικότητα να εργαστεί με απώτερο σκοπό την εξεύρεση μιας λύσης που να ικανοποιεί τις ανησυχίες και τις προσδοκίες και των δύο κοινοτήτων.
Μια «όχι ιδιαίτερα χαρούμενη» ατμόσφαιρα
Την ένταση που δημιουργήθηκε ανάμεσα στους δύο ηγέτες επιχείρησε να κατευνάσει ο ειδικός αντιπρόσωπος των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο κ. Έσπεν Μπαρθ Έιντε, καλώντας τους σε συνάντηση στις 16 Φεβρουαρίου. Ενδεικτικές της δυσκολίας που επρόκειτο να αντιμετωπιστεί για εξασφάλιση έστω και κοινής ανακοίνωσης μετά το πέρας της συνάντησης ήταν οι δηλώσεις των ηγετών πριν την προσέλευσή τους σ’ αυτήν.
Ο κ. Ακκιντζί δήλωσε ότι αποκλειστική προτεραιότητα του ήταν να εξηγήσει στον κ. Αναστασιάδη το λάθος της Βουλής για την απόφασή της και το δικό του (του Αναστασιάδη) να υποβαθμίσει την αντίδραση των Τουρκοκυπρίων σε απλές «αιτιάσεις», αδυνατώντας να κατανοήσει την ειλικρίνεια και το μέγεθος των προβληματισμών τους για το θέμα. Από την άλλη, ο κ. Αναστασιάδης εξήγησε ότι δεν θα ήθελε να συζητήσει το θέμα της απόφασης της Βουλής στη συνάντηση.
Η συνάντηση είχε άδοξο τέλος. Σε μια έντονη στιγμή ο Πρόεδρος Αναστασιάδης βγήκε εκνευρισμένος από την αίθουσα για να καπνίσει. Ο τρόπος που το έκανε θεωρήθηκε προσβλητικός από τον κ. Ακκιντζί, ο οποίος εγκατέλειψε την συνάντηση. Η τροπή που πήραν τα πράγματα ανάγκασε τον Εκπρόσωπο του ΓΓ του ΟΗΕ να χαρακτηρίσει τη συνάντηση με «ανήκουστες» για την ιδιόλεκτο του ΟΗΕ εκφράσεις: «όχι ιδιαίτερα χαρούμενη», «συναισθηματική», «δύσκολη»! Πάντως, δεν παρέλειψε να δώσει μια νότα αισιοδοξίας, αναφέροντας ότι και οι δύο τους παραμένουν πρόθυμοι να συνεχίζουν τις διαπραγματεύσεις.
Οι εκτιμήσεις για τις εξελίξεις εντός της Ελληνοκυπριακής κοινότητας ποικίλουν. Αρκετοί αναλυτές θεωρούν ότι οι αντιδράσεις του κ. Ακκιντζί είναι τακτικισμοί που θα του «αγοράσουν» χρόνο μέχρι που να πάρει τις αποφάσεις το μεγάλο αφεντικό στην Τουρκία, μετά το δημοψήφισμα του Απριλίου. Οι πλείστοι απ’ αυτούς τους αναλυτές πρόσκεινται στο ενδιάμεσο χώρο που ανέκαθεν θεωρούσε ότι ο Τουρκοκύπριος ηγέτης είναι ένας αδύναμος και εξαρτώμενος κρίκος στην αλυσίδα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Άλλες ομάδες, οι οποίες υποστηρίζουν τη συνέχιση και ευόδωση των συνομιλιών ανησυχούν ότι ο Πρόεδρος Αναστασιάδης έχει αρχίσει να θέτει τις προεδρικές εκλογές του 2018 ψηλότερα στην ατζέντα του από την κατάληξη των διαπραγματεύσεων.
Όλοι πάντως αναγνωρίζουν –άλλοι με απογοήτευση και άλλοι με ικανοποίηση- ότι η θετική σχέση και η εμπιστοσύνη μεταξύ των ηγετών έχει τρωθεί, ίσως και ανεπανόρθωτα. Η αίσθηση της εμπιστοσύνης που χάνεται μετακυλίστηκε και στα μέλη των κυπριακών κοινοτήτων εκατέρωθεν της διαχωριστικής γραμμής.
Η πολιτική αξιοποίηση της Ιστορίας
Είναι παραδεκτό ότι η επίλυση του Κυπριακού προβλήματος δεν βρίσκεται μόνο στα χέρια των Κύπριων και των ηγετών τους. Εξωτερικοί παράγοντες με προεξάρχοντα τον Τούρκο Πρόεδρο κ.Ταγίπ Ερτογάν θα πρέπει να διαδραματίσουν εποικοδομητικό ρόλο. Δύσκολα όμως κανείς θα αμφισβητήσει ότι η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των Κύπριων ηγετών και κατ’ επέκταση μεταξύ των κυπριακών κοινοτήτων είναι (αν και όχι επαρκής) απαραίτητη προϋπόθεση τόσο για μια θετική κατάληξη των συνομιλιών όσο και για τη λειτουργία της λύσης.
Τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στην Κύπρο αναδεικνύουν την καθοριστική σημασία που έχουν οι τρόποι που κατανοείται, μνημονεύεται και αξιοποιείται πολιτικά η ιστορία στο κτίσιμο και στο γκρέμισμα της εμπιστοσύνης.
Διαφοροποιήσεις παρατηρούνται τόσο ανάμεσα στις ηγεμονικές αφηγήσεις της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας, όσο και ανάμεσα στις προσεγγίσεις των κόμματων που τοποθετούνται δεξιά και αριστερά του πολιτικού φάσματος εντός των κοινοτήτων. Η παιδεία για την κατανόηση και τη διαχείριση αυτών των διαφοροποιήσεων επείγει και θα πρέπει να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο, συνεργατικό σχεδιασμό για μια εκπαίδευση που ενώ σέβεται τις διαφορετικότητες υπηρετεί το κτίσιμο μιας κοινής πατρίδας. Δεν είναι –δυστυχώς– πολλοί, άλλα είναι αρκετά πειστικοί όσοι θεωρούν ότι η εκπαίδευση δεν θα πρέπει να είναι η ουραγός της ειρηνευτικής διαδικασίας, αλλά η ναυαρχίδα της. Θα της δοθεί άραγε –έγκαιρα– η ευκαιρία να αποπλεύσει;
Για τον συγγραφέα
Ο Μάριος Επαμεινώνδας έχει σπουδάσει Παιδαγωγικά, Ιστορία, Ιστορία της Τέχνης και Εκπαιδευτική Πολιτική. Έχει εργαστεί ως εκπαιδευτικός, συγγραφέας ιστορικών εγχειριδίων, εκπαιδευτής δασκάλων και σύμβουλος εκπαιδευτικής πολιτικής. Είναι ιδρυτικό μέλος της Ένωσης για τον Ιστορικό Διάλογο και την Έρευνα.
.
.