Η σφοδρή πολυεπίπεδη κρίση που έχει ξεσπάσει στις σχέσεις Γερμανίας και σειράς κρατών–μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία θέτει σοβαρά ερωτήματα για τις δυνατότητες εξωτερικής πολιτικής των επιμέρους κρατών-μελών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων αυτών του μη-σκληρού πυρήνα. Παρά το γεγονός ότι τα φώτα της δημοσιότητας είχαν πέσει στην Ολλανδία την εβδομάδα που μας πέρασε, η αντιπαράθεση για το ζήτημα των πολιτικών ομιλιών εκπροσώπων της Τουρκίας σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εν όψει του τουρκικού δημοψηφίσματος ξεκίνησαν κατά βάση στην Γερμανία.
Του Χρήστου Ηρακλείδη
Έτσι, ενώ υπάρχει η τάση να παρουσιάζεται η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων από πλευράς Άγκυρας ως το αποκορύφωμα της διαμάχης με την Χάγη, οι ρίζες της θα πρέπει να αναζητηθούν στο Βερολίνο και σε έναν υποτιθέμενο εγκλωβισμό του σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής ή πιο σωστά στην έλλειψη εναλλακτικών πρωτοβουλιών. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και το θέμα της παρουσίας γερμανικών στρατευμάτων στην στρατιωτική βάση του Ιντσιρλίκ και η δυνατότητα ή μη επίσκεψης πολιτικού προσωπικού του Βερολίνου στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις.
Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο Πρόεδρος της Τουρκίας επωφελείται από αυτή τη διαμάχη, ποντάροντας σε μια συσπείρωση στο εσωτερικό της χώρας του και διεξάγοντας ταυτόχρονα επικοινωνιακές «επιθέσεις» που ενδεχομένως να λειτουργήσουν υπέρ ακραίων πολιτικών δυνάμεων σε κράτη-μέλη της ΕΕ, στα οποία διεξάγονται σημαντικές εκλογικές αναμετρήσεις το τρέχον έτος.
Να σημειωθεί εδώ ότι το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι μόνο το ποσοστό που θα πάρουν αυτές οι δυνάμεις κατά την εκλογική διαδικασία (βλ. Ολλανδία), αλλά η γενικότερη ενίσχυση τέτοιων πολιτικών μορφωμάτων. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ερντογάν επιχειρεί να ασκήσει ενός είδους επιρροή στα εσωτερικά ζητήματα κρατών-μελών της ΕΕ, μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το προηγούμενο έτος.
Εξίσου κρίσιμο είναι το θέμα του ΝΑΤΟ και πιο συγκεκριμένα της δυνατότητας των μελών της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας να χαράσσουν κοινά στρατηγικά συμφέροντα και να λειτουργούν ομόφωνα στις προκλήσεις, δεδομένου ότι η Τουρκία αποτελεί έναν σημαντικό «σύμμαχο» και στρατιωτικό παράγοντα στην αντιπαράθεση με την Ρωσία και όχι μόνο, τη στιγμή που εκατέρωθεν του Ατλαντικού γίνεται λόγος για την οικονομική συνεισφορά των μελών και τον στόχο του 2% του ΑΕΠ.
Μια πολιτική ταύτισης άνευ όρων με τον πολιτικό «αποκλεισμό» του Ερντογάν, δηλαδή μια εναρμόνιση με συμφέροντα και προτιμήσεις κρατών του σκληρού πυρήνα της ΕΕ, θα οδηγήσει de facto στην προσέγγιση της Τουρκίας με ισχυρούς γεωπολιτικούς παίκτες στην ευρύτερη περιοχή, όπως η Ρωσία του Πούτιν. Οι συνέπειες μιας τέτοιας ενδεχόμενης εξέλιξης δεν θα αφορούν μόνο το Βερολίνο αλλά και τα υπόλοιπα κράτη. Ειδικά στο ζήτημα των κυρώσεων απέναντι στην Ρωσία, τα κράτη-μέλη δεν έχουν κάποιο ουσιαστικό εργαλείο εξωτερικής πολιτικής –η επίσημη γραμμή είναι η τήρηση των Συμφωνιών του Μινσκ– ανεξάρτητα από το κατά πόσο πλήττονται τα οικονομικά τους συμφέροντα ή οι διαχρονικές διπλωματικές τους σχέσεις με το Κρεμλίνο, ενώ ακόμα και στη Γερμανία υπήρχαν φωνές που καλούσαν σε μια διαφορετική προσέγγιση με τη Ρωσία, ικανή να αποδώσει οικονομικά και άλλα οφέλη.
Όμως, γεωπολιτικοί παράγοντες που αφορούν πλέον και τις ΗΠΑ, μετά την ανάληψη της Προεδρίας από τον Ντόναλντ Τραμπ –παρά τις όποιες προσδοκίες και την προεκλογική ρητορική για το μέλλον των σχέσεων Ουάσιγκτον-Μόσχας– δεν συνηγορούν προς μια αλλαγή του status quo. Ουσιώδες σημείο της προσέγγισης Ρωσίας-Τουρκίας είναι και το ζήτημα της Συρίας, παρά τις διαφωνίες για το μέλλον του Άσαντ, το Κουρδικό αλλά και τον ρόλο του Ιράν, καθώς η διατήρηση μιας κατάστασης διπλωματικής σύγκρουσης θα μπορούσε στο μέλλον να λειτουργήσει ως καταλύτης περαιτέρω εξελίξεων που θα ήταν δύσκολο να ανατραπούν.
Επίσης η Τουρκία υπεισέρχεται ως σημαντικός παράγοντας στο ζήτημα της ευρωπαϊκής πολιτικής για το προσφυγικό. Παραμένει ανοικτό το κατά πόσο η Συνεδρίαση των κρατών του Βίζεγκραντ, η πρωτοβουλία του Υπουργού Εξωτερικών της Αυστρίας Σ. Κουρτς για κλείσιμο του Βαλκανικού Διαδρόμου, και, ως αποκορύφωμα, η πολιτική της Ουγγαρίας του Ορμπάν, δεν υποστηρίχθηκαν έμμεσα από άλλα κράτη, με δεδομένο τη Συμφωνία με την Τουρκία για τους πρόσφυγες.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσον οι αξιωματούχοι της Γερμανίας, σε μια κρίσιμη προεκλογική χρονιά, είναι διατεθειμένοι να χαράξουν μια πολιτική απεμπλοκής από την κρίση με την Τουρκία, χωρίς αυτό να γεννά σε καμία περίπτωση αυταπάτες για τις προθέσεις του Ερντογάν αλλά και τον ρόλο του μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος. Επιπλέον, σημαντικό παραμένει το ζήτημα του κατά πόσο η Γερμανία θα υποστηρίξει κράτη-μέλη, στα οποία στρέφεται η επικοινωνιακή και όχι μόνο πολιτική του Προέδρου της Τουρκίας.
Είναι προς το συμφέρον –γεωπολιτικό και οικονομικό– όλων των κρατών-μελών της ΕΕ μια συγκρουσιακή πολιτική με την Τουρκία; Ποια θα είναι, άραγε, η επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος της Τουρκίας για τις σχέσεις των κρατών-μελών με την Άγκυρα, σε περίπτωση που διακοπούν οι δίαυλοι επικοινωνίας και μειωθούν οι πιθανότητες αναζήτησης εναλλακτικών πρωτοβουλιών στα πάγια γεωπολιτικά ζητήματα;