«Ότι καθένας σήμερα αγνοεί εκείνο για το οποίο θα είναι ικανός αύριο∙ να μια σκέψη, η οποία στο εξής δεν θεωρείται υπερβολή», έγραφε ο Ρόμπερτ Μούζιλ το 1927. Πιθανότατα, ούτε οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες ήξεραν το 2005 πόσο ικανοί ήταν να εκπαιδεύσουν στην κοινωνία και να καταστήσουν ηγεμονικές μέσα από τη δωδεκαετή συμμετοχή τους στον «Μεγάλο Συνασπισμό» τις δεξιές συναινέσεις, επιφέροντας συγχρόνως τη μέχρι κατάρρευσης εκλογική απαξίωσή τους το 2017. Εξάλλου, ένα αποτέλεσμα αποφασιστικής σημασίας στις γερμανικές εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου είναι ότι η δωδεκαετής συγκυβέρνηση υπό τη Μέρκελ βρίσκεται στο ζενίθ των επιτυχιών της για την επικράτηση σκληρότερων σχέσεων καπιταλιστικής ηγεμονίας στη Γερμανία, αλλά συγχρόνως και στο ναδίρ της δυναμικής της με αυτή τη σύνθεση.
Του Νίκου Σκοπλάκη
Η CDU και η CSU πραγματοποιούν με περίπου 33% τη χειρότερη εκλογική τους επίδοση από το 1949 (το 2005 είχαν καταγράψει 33,8%). Το SPD υφίσταται πραγματική πανωλεθρία με 20,5%, το χειρότερο ποσοστό που έχει λάβει ποτέ σε ανάλογη εκλογική αναμέτρηση, πίσω ακόμα κι από το 23% του 2009 και πολύ πίσω από το 34,2% με το οποίο είχε εισέλθει το 2005 στον «Μεγάλο Συνασπισμό» με τους Χριστιανοδημοκράτες. Ειδικά το SPD χάνει προς όλες τις κατευθύνσεις: Σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία για τα ειδικότερα χαρακτηριστικά της ψήφου στις εκλογές για το δέκατο ένατο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο, οι περισσότερες απώλειες των Σοσιαλδημοκρατών κατευθύνονται προς την ακροδεξιά AfD (470.000 ψήφοι), προς το ακραία νεοφιλελεύθερο κόμμα FDP (450.000 ψήφοι), προς το αριστερό κόμμα DIE LINKE (430.000 ψήφοι) και προς τους Πράσινους (380.000 ψήφοι).
Το πόσο η εμβάθυνση των δεξιών συναινέσεων επιφέρει και την ανάγκη για μια αναδιάταξη ή αναδιαμόρφωση του κυβερνητικού συνασπισμού που θα τις εκφράζει συνεπέστερα, καταδεικνύεται από την επιστροφή του ακραία νεοφιλελεύθερου FDP στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο με 10,7%∙ ακόμα κι αν δεν επιστρέφει στο 14,6% του 2009, πετυχαίνει να ανακτήσει μεγάλο μέρος των εκλογέων του, που το 2013 είχαν συσπειρωθεί στην CDU για να της δώσουν μεγαλύτερη δύναμη εντός του «Μεγάλου Συνασπισμού», αφήνοντας το FDP για τέσσερα χρόνια εκτός βουλής με 4,8%. Πράγματι, στις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου 2017, οι μεγαλύτερες απώλειες της CDU ήταν προς το FDP και μετρήθηκαν σε 1.360.000 ψήφους. Οι αμέσως μεγαλύτερες απώλειες του κόμματος της Μέρκελ ήταν προς την AfD, με 1.000.000 ψήφους να εκρέουν από τους Χριστιανοδημοκράτες στον ακροδεξιό σχηματισμό.
Άλλωστε, χωρίς ισχυρή ακροδεξιά δεν θα ήταν εφικτό να ανοίξει μια δυναμική διαδικασία για την «κατάλληλη» μορφοποίηση στην κυβερνητική αναδιάταξη των δεξιών συναινέσεων – αναγκαία και επιθυμητή από τις κυρίαρχες τάξεις στη Γερμανία.
Και για την ασφαλή επίτευξη αυτού του στόχου επιδείχθηκε ιδιαίτερος ζήλος από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, ιδίως κατά την κορύφωση της προεκλογικής εκστρατείας∙ σε βαθμό που ακόμα και η πολύ συντηρητική Frankfurter Allgemeine Zeitung αισθάνθηκε την ανάγκη να σχολιάσει ότι οι ερωτήσεις που υπέβαλλαν πολλοί τηλε-παρουσιαστές σε υποψήφιους και υποψήφιες «είχαν αντιγραφεί προφανώς από κάποιο chat της AfD». Το ζήτημα των προσφύγων αντιμετωπίστηκε από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους ακριβώς με τον τρόπο που επεδίωκε η ακροδεξιά: δαιμονοποίηση, υστερία και κινδυνολογία που γινόταν προθάλαμος επικοινωνίας ευρύτερων συντηρητικοποιημένων ακροατηρίων με τον επιθετικό ρατσισμό και τον ταυτοτικό λαϊκισμό της γερμανικής ακροδεξιάς.
Η δωδεκαετής διακυβέρνηση του «Μεγάλου Συνασπισμού» της Μέρκελ παρήγαγε κι εδώ τους όρους που τον υπερβαίνουν ακόμα δεξιότερα: Η υπόσχεση να βγει η Γερμανία ενισχυμένη στην Ευρώπη από τη χρηματοπιστωτική κρίση υλοποιήθηκε τόσο εντός της Ε.Ε. όσο κι εντός της ίδιας της Γερμανίας με την οργάνωση κοινωνικών συναινέσεων γύρω από μια σειρά υλικών εκβιασμών με ιδεολογικό επιταχυντή τον κοινωνικό δαρβινισμό, τον οικονομικό σωβινισμό και την ανάδυση ενός νέου γερμανικού πατριωτισμού, στηριγμένου σε μια ακόμα πιο ανταγωνιστική και ιεραρχημένη φυσικοποίηση των σχέσεων εξουσίας.
Η κατασκευή του «Γερμανού φορολογούμενου», που απειλείται από τους «τεμπέληδες» του ευρωπαϊκού Νότου και από τους «ανίκανους» του γερμανικού Hartz IV, επέκτεινε σε πρωτοφανή έκταση τον ιδιωτικοποιημένο κίνδυνο με περίπλοκες διατάξεις από φόβο, μνησικακία, ρατσισμό, δημιουργώντας συγχρόνως και τους όρους για την αναζήτηση ολοένα δεξιότερων «εναλλακτικών» σε ευρύτερα συντηρητικοποιούμενα στρώματα. Δεν είναι τυχαίο ότι η ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» προσφέρθηκε ως κόμβος φανατικών νεοφιλελεύθερων και φασιστών υπό την αιγίδα των εργοδοτικών οργανώσεων, ώστε οι καταπιεζόμενες τάξεις και οι παντός είδους απόκληροι να αναζητήσουν πειθαρχημένα και ιεραρχημένα μερίδιο στην εθνική και πολιτισμική κοινότητα της Leitkultur, αντί να διακυβεύσουν την οικονομική ισχύ της Γερμανίας στον κόσμο με «επιβλαβείς» κοινωνικές διεκδικήσεις.
Με επικεφαλής του ψηφοδελτίου τον Αλεξάντερ Γκάουλαντ, πρώην σύμβουλο του Χέλμουτ Κολ και επί σαράντα χρόνια ηγετικό στέλεχος της CDU, και την Αλίς Βάιντελ, μια σύμβουλο επιχειρήσεων από τον κόσμο της Goldman Sachs και της Allianz Global Investors (και παλιά υπότροφο του χριστιανοδημοκρατικού ιδρύματος Αντενάουερ), η AfD ουρλιάζει για την «πατρίδα που αλλοιώνεται», σκεπάζοντας τις ταξικές αντιθέσεις με μια ακόμα πιο θορυβώδη επίθεση μισαλλοδοξίας, πολύτιμη για την ακόμα πιο επιθετική αναδιοργάνωση των στόχων του γερμανικού κεφαλαίου.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο προστίθεται το ζήτημα των προσφύγων ως μία ακόμα καθοριστική «απειλή»: Απέναντι στον πρόσφυγα, μάλιστα, επιτρέπεται να αισθανθεί «Γερμανός φορολογούμενος» ακόμα και ο «ανίκανος του Hartz IV». Κατανοώντας αυτή τη στρατηγική, ο επικεφαλής του FDP, Κρίστιαν Λίντνερ, έσπευσε μερικές μέρες πριν από τις εκλογές να της αποδώσει εύσημα μεριμνώντας και για το δικό του κόμμα, με τη δήλωση «όλοι οι πρόσφυγες πρέπει να πάνε πίσω» («alle Flüchtlinge müssen zurück») στην εκπομπή αρχισυντάκτη της κιτρινόφαιης Bild (βλ. και εδώ).
Από τις «σαξωνικές συνθήκες» στον «σαξωνικό θρίαμβο» της AfD
H AfD χωνεύει τα ως άνω ιδεολογικά αποτελέσματα των δωδεκαετών δεξιών συναινέσεων με μια ασύμμετρη μεταδημοκρατική δυσφορία από τις συνταγές κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης του «Μεγάλου Συνασπισμού». Σύμφωνα με τα στοιχεία της infratest dimap, το 60% όσων ψήφισαν την AfD είχαν ως κίνητρο «την απογοήτευσή τους από άλλα κόμματα», σε αντίθεση με το 54% όσων ψήφισαν DIE LINKKE, που την επέλεξαν για το πρόγραμμά της. Σύμφωνα πάντα με τα ίδια στοιχεία, η AfD ψηφίστηκε από άνεργους κι από μισθωτούς, αλλά επίσης σε μεγάλα ποσοστά από επιχειρηματίες, εργοδότες διαφόρων κατηγοριών και από ικανό κομμάτι της συντηρητικής αγροτικής βάσης της CDU/CSU.
Η AfD εκμεταλλεύεται προς όφελός της την ακραία ιεράρχηση των τάξεων στη σύγχρονη Γερμανία και απευθύνεται σε διαφορετικά ταξικά ακροατήρια με στοχευμένο τρόπο, φιλοδοξώντας να εδραιωθεί ως ένα ακροδεξιό «catch-all-party», μεταξύ αχαλίνωτου καπιταλισμού, παραδοσιοκρατίας, ξενοφοβίας και λουμπενοποίησης∙ σ’ αυτό έγκειται και ο μεγαλύτερος κίνδυνος. Τα ευρήματα της infratest dimap υποδεικνύουν ότι όσοι/-ες ψήφισαν την AfD δεν έχουν καμία έγνοια για την κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά αντιθέτως έχουν πολύ καλά εκπαιδευτεί σε μια ακροδεξιά ατζέντα από την κυβερνώσα «μεσότητα», που έσπευδε να την υπερκεράσει συστηματικά.
Έτσι, από τους ψηφοφόρους της AfD, το 69% την επέλεξε λόγω της τρομοκρατίας, το 61% λόγω της εγκληματικότητας, το 60% λόγω της μετανάστευσης. Επίσης το 95% των ψηφοφόρων της AfD δεν ανησυχεί για οικονομικά και εργασιακά ζητήματα, αλλά επειδή βιώνει «την απώλεια της γερμανικής κουλτούρας». Ο ταυτοτικός λαϊκισμός του «Γερμανού φορολογούμενου» ριζοσπαστικοποιείται ολοένα δεξιότερα, εκεί όπου μέσω της AfD θα συναντηθεί με στρατευμένους φασίστες υπό τη διεύθυνση νεοφιλελεύθερων τεχνοκρατών και επιχειρηματιών.
Η AfD παίρνει στα «ανατολικά» κρατίδια 400.000 ψηφοφόρους από το κόμμα DIE LINKE και υποδέχεται 470.000 ψηφοφόρους από το SPD. Τα μεγαλύτερα εκλογικά της οφέλη, όμως, προέρχονται από τρεις άλλες πηγές: Όσοι δεν είχαν ψηφίσει το 2013, έδωσαν 1.200.000 ψήφους στην AfD, ενώ από μικρότερα εξωκοινοβουλευτικά κόμματα – κυρίως ακροδεξιά και υπερσυντηρητικά – 690.000 ψήφοι κατευθύνθηκαν στην κάλπη της.
Από την CDU και την CSU, όμως, κατόρθωσε να αποσπάσει περί το 1.000.000 ψήφους. Κατέγραψε το μεγαλύτερο ποσοστό της στην «ανατολική» Σαξωνία με 27%: Σε ορισμένες κοινότητες, μάλιστα, άγγιξε το 47%. Στη Σαξωνία, η CDU κατρακύλησε από το 42,6% στο 26,9% και η AfD εκτοξεύτηκε στο σημερινό ποσοστό της από το 6,8% του 2013. Οι «σαξωνικές συνθήκες», άλλωστε, δηλαδή η ιδιαίτερη διασύνδεση και διάδραση κρατικών μηχανισμών με την ακροδεξιά στο κρατίδιο, είχαν ποικιλοτρόπως ωφελήσει και τη ναζιστική εγκληματική συμμορία NSU. Όπως το είχε προσφυώς διατυπώσει η συμπρόεδρος της LINKE, Κάτια Κίπινγκ, «η σαξωνική CDU φρόντισε επί 25 χρόνια να καταστήσει τον αντιφασισμό βρισιά».
Το διαχειριστικό πρότυπο της Χριστιανοδημοκρατίας έγινε βιότοπος της ακροδεξιάς, και όσο το εκμεταλλευόταν η AfD, τόσο περισσότερο η Χριστιανοδημοκρατία αφομοίωνε ακροδεξιές θέσεις και όξυνε τον αυταρχισμό, για να μην υποσκελιστεί. Ανάλογα φαινόμενα οξύνθηκαν με όχημα την αντιπροσφυγική υστερία και στα υπόλοιπα «ανατολικά», όπως και σε «δυτικά» κρατίδια.
Χαρακτηριστικό είναι ότι στη συντηρητική και πλούσια Βαυαρία, η CSU κατρακύλησε από το 49,3% στο 38,8% και η AfD σκαρφάλωσε από το 4,3% στο 12,4%. Αλλά και στην επίσης πλούσια Βάδη-Βιρτεμβέργη, η CDU βρέθηκε από το 45,7% στο 34,4%, ενώ η AfD ανέβηκε από το 5,2% στο 12,2%.
Ποιοτικές έρευνες της ψήφου παρουσιάζουν τους ψηφοφόρους της AfD να έχουν αποφασίσει οριστικά για την επιλογή τους πολύ καιρό πριν από ψηφοφόρους άλλων κομμάτων∙ κάτι που επίσης έχει τη σημασία του σε μια εκλογική αναμέτρηση που η συμμετοχή έφτασε το 76,2% σε σύγκριση με το 71,5% του 2013.
Και η Αριστερά;
Σύμφωνα με τα στοιχεία της infratest dimap, το 53% όσων ψήφισαν στις εκλογές θεωρεί ότι το κόμμα DIE LINKE «παρεμβαίνει περισσότερο από όλα τα κόμματα για τους κοινωνικά αδύναμους». Ωστόσο, στην πολύ μικρή άνοδο του συνολικού ποσοστού του κόμματος – από 8,6% το 2013 στο 9,2% το 2017 – αντικατοπτρίζονται οι μεγάλες αντιφάσεις της δράσης του με όρους πολιτικής και «γεωγραφίας».
Αφενός, επιβεβαιώνεται η εδραίωσή του με ριζοσπαστική κοινωνική γείωση στα «δυτικά» κρατίδια, εξασφαλίζοντας την επιστροφή της οργανωμένης πολιτικής αριστεράς μετά από πολλές δεκαετίες σχεδόν μηδενικής εκπροσώπησης. Παρά τις επικοινωνιακές παλινωδίες της Βάγκενκνεχτ για το προσφυγικό, που δίχασαν και προς στιγμή ζημίωσαν τις αριστερές πτέρυγες, η συστηματικότερη εφαρμογή του πολιτικού τους σχεδίου στα «δυτικά» κρατίδια θέτει στην ημερήσια διάταξη στόχους αντίστασης στην ακροδεξιά, στις εργασιακές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες των ηγεμονικών δεξιών συναινέσεων, στην ξενοφοβία και τη στρατιωτικοποίηση, στην καταστροφή του περιβάλλοντος προς χάριν της επιχειρηματικότητας.
Με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, αλλά με μέτρο μια αριστερή πολιτική αποτελεσματικότητα, που αποτυπώθηκε και στα εκλογικά ποσοστά: Στο Αμβούργο, το κόμμα DIE LINKE ανεβαίνει από το 8,8% στο 12,2%. Στη Βαυαρία, με τις πολλές ειδικές δυσκολίες, σχεδόν διπλασιάζει τα ποσοστά του φτάνοντας στο 6,1%. Στην Έσση, ανεβαίνει από το 6% στο 8,1% και στην Κάτω Σαξωνία από το 5% περνάει στο 7%. Στο κρατίδιο του Σάαρ βελτιώνει το ποσοστό του από 10% σε σχεδόν 13%, ενώ το 10,1% του 2013 στη Βρέμη, γίνεται τώρα 13,5%. Σε τρία από τα δυτικά κρατίδια αφήνει αρκετά πίσω την AfD, όπως και στο Βερολίνο, όπου με μικρή άνοδο, από 18,5% σε 18,8%, κατορθώνει να ξανακερδίσει τη θέση του δεύτερου κόμματος.
Αντιθέτως, στα περισσότερα «ανατολικά» κρατίδια αποσαθρώνεται όλο και πιο έντονα το διαχειριστικό πρόσωπο των παλιών κομισαρίων της γραφειοκρατικής τοπικιστικής παράδοσης και του κυβερνητισμού, το οποίο συχνά παρακολούθησε απολογητικά την ξενοφοβική ρητορική και τη συντηρητικοποίηση του «μέσου όρου» σ’ αυτές τις κοινωνίες, χωρίς να μπορεί (και να θέλει) να αντιπαραθέσει σ’ αυτές τις εξελίξεις έναν αριστερό προσανατολισμό κι έναν ορίζοντα απεμπλοκής από τα εκφασιστικά αδιέξοδα των ηγεμονικών δεξιών συναινέσεων. Σε πέντε «ανατολικά» κρατίδια, η LINKE διατηρεί τα διψήφια ποσοστά της – το ψηλότερο με 23,4% στη Θουριγγία και το χαμηλότερο με 16,1% στη Σαξωνία – αλλά έχει παντού απώλειες από 2 έως 5 ποσοστιαίες μονάδες. Μάλιστα, στο Βρανδεμβούργο, τη Θουριγγία (όπου καταγράφει τις μεγαλύτερες απώλειες) και τη Σαξωνία, η Αριστερά επιστρέφει στα ποσοστά που είχε το 2002.
Σε κάθε περίπτωση, το κόμμα DIE LINKE κατορθώνει να γίνει από τους κύριους υποδοχείς των σοσιαλδημοκρατικών απωλειών και ο κύριος υποδοχέας για τις απώλειες των Πράσινων (170.000 ψήφοι). Ψηφίστηκε κατά συντριπτική πλειονότητα από άνεργους και υποαπασχολούμενους, εργάτες και συνταξιούχους. Το κρίσιμο στοίχημα για την Αριστερά θα είναι να άρει τις αντιφάσεις της σε ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο το οποίο θα οργανώσει αποτελεσματικά ήδη υπαρκτές κοινωνικές αντιστάσεις απέναντι στην ακροδεξιά και θα συγκρουστεί με τις ηγεμονικές δεξιές συναινέσεις σε όλα τα επίπεδα.
Οι (ακρο)δεξιές αναστατώσεις της κυβερνησιμότητας
Οι έδρες στο γερμανικό ομοσπονδιακό κοινοβούλιο κατανέμονται με βάση τα μέχρι τώρα αποτελέσματα ως εξής: CDU/CSU, 246 έδρες (οι 46 ανήκουν στη βαυαρική CSU). SPD, 153 έδρες. AfD, 94 έδρες. FDP, 80 έδρες. DIE LINKE, 69 έδρες. Πράσινοι, 67 έδρες. Ορισμένοι αναλυτές γράφουν ότι οι 94 έδρες της AfD είναι δυνητικά 94 ακροδεξιά κομματίδια, υπονοώντας ίσως ότι η εν εξελίξει κυβερνητική αναδιάταξη των ηγεμονικών δεξιών συναινέσεων θα συνεχίσει να χρειάζεται τον ακροδεξιό καταλύτη – ενδεχομένως όχι σε ενιαία μορφή. Ήδη η τυπικά ακόμα συμπρόεδρος της AfD, Φράουκε Πέτρι, δήλωσε ότι δεν θέλει να ανήκει στην κοινοβουλευτική ομάδα του ακροδεξιού συρφετού, αφήνοντας πίσω της 93 κομματίδια.
Η βαυαρική CSU ανακοίνωσε ότι στο εξής η στρατηγική της θα είναι «ευθεία, ξεκάθαρη και συντηρητική», υποσχόμενη ακόμα πιο ακραίο δεξιό προσανατολισμό για να αντιμετωπίσει την πρόκληση της AfD στα εκλογικά της φέουδα. Κι ενώ οι Πράσινοι πήγαν καλύτερα από ό,τι πολλοί αναλυτές περίμεναν, ακόμα και η δεξιά τους ηγεσία κρατάει την ανάσα της μπροστά στις προτάσεις του γερμανικού κατεστημένου για συμμετοχή σε ένα σχήμα άμεσης κυβερνητικής διαχείρισης υπό τη Μέρκελ, μαζί με τους ακραίους νεοφιλελεύθερους του FDP και ίσως κάποιους «ακομμάτιστους» τεχνοκράτες που θα βγουν από το καπέλο των τραπεζών και των εργοδοτικών οργανώσεων∙ ο ίλιγγος της σοσιαλδημοκρατικής συντριβής είναι κάτι που περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα.
Μπροστά στις (ακρο)δεξιές αναστατώσεις της κυβερνησιμότητας, η Μέρκελ πιθανότατα αγνοεί σήμερα εκείνο για το οποίο θα είναι ικανή αύριο – μέσα, πρόσωπα και τακτικοί στόχοι έχουν μπει εκ των πραγμάτων σε μια καινούργια και μάλλον επικίνδυνη τροχιά.