Ο πρώτος «πόλεμος των δεξαμενόπλοιων»

Ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ που διήρκεσε για το μεγαλύτερο διάστημα της δεκαετίας του 1980 ήταν μια από τις πιο αιματηρές συγκρούσεις του τέλους του 20ού αιώνα. Τα θύματα και για τους δύο στρατούς έφτασαν τις εκατοντάδες χιλιάδες.


Του Martin S. Navias

Μετάφραση: Σάκης Στεργενάκης


Κάποιες φορές οι ζώνες μάχης έμοιαζαν πολύ με τα πεδία μάχης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με τα συστήματα χαρακωμάτων των εμπολέμων να αντιπαρατίθενται σε εκατοντάδες μίλια μετώπου, με μαζικές επιθέσεις πεζικού να εξαπολύονται και με αυξανόμενη χρήση χημικών όπλων να επιστρατεύεται ως μέθοδος επίθεσης και άμυνας. Ήταν κατά κύριο λόγο ένας χερσαίος πόλεμος μεγάλης κλίμακας, με τις ναυτικές επιχειρήσεις να αποτελούν το δευτερεύον πεδίο επιχειρήσεων.

Ωστόσο, είναι η ναυτική πτυχή του πολέμου –και συγκεκριμένα η απόφαση και των δύο πλευρών να επιτεθούν στα εμπορικά πλοία του αντιπάλου– αυτή η οποία σήμερα αντηχεί περισσότερο, καθώς οι εντάσεις μεταξύ του Ιράν και των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στην περιοχή αρχίζουν και πάλι να κλιμακώνονται.

Η εκατέρωθεν στοχοποίηση από το Ιράν και το Ιράκ της εμπορικής ναυτιλίας του αντιπάλου, και ιδιαίτερα των πετρελαιοφόρων πλοίων, έγινε γνωστή ως ο Πόλεμος των Δεξαμενόπλοιων. Αποτέλεσε τη μεγαλύτερη επίθεση κατά της εμπορικής ναυτιλίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο περισσοτέρων από 400 ναυτικών της εμπορικής ναυτιλίας, ζημίες σε εκατοντάδες εμπορικά πλοία και σημαντικές οικονομικές απώλειες.

Η ευρύτερη σημασία του έγκειται στον κίνδυνο στον οποίο έθεσαν τέτοιες επιθέσεις μια διεθνή οικονομία που βρισκόταν σε μεγάλη εξάρτηση από τις εξαγωγές πετρελαίου, προερχόμενου από τον Περσικό Κόλπο μέσω του στενού του Ορμούζ. Εξίσου σημαντική ήταν και η πιθανότητα κλιμάκωσης του Πολέμου των Δεξαμενόπλοιων, καθώς ξένες δυνάμεις ενεπλάκησαν στη σύγκρουση με την πρόθεση να εξασφαλίσουν την ελευθερία της ναυσιπλοΐας.

Από την αρχή των εχθροπραξιών –από το 1981 έως το 1983 – τα ιρακινά πλήγματα στη ναυτιλία ήταν διαλείποντα και αφορούσαν κατά κύριο λόγο ιρανικά πλοία στον βόρειο κομμάτι του Περσικού Κόλπου. Στις ενέργειες αυτές οι ιρακινές αεροπορικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν αεροσκάφη Mig 23, Mirage F-1 και ελικόπτερα Super Frelon οπλισμένα με πυραύλους Exocet.

Στον βαθμό που οι αντι-ναυτιλιακές επιχειρήσεις αντικατόπτριζαν την ευρύτερη στρατηγική σκέψη του Ιράκ, οι επιχειρήσεις αυτές στόχευαν στην υποστήριξη των χερσαίων επιχειρήσεων στο ευρύτερο πεδίο. Εντούτοις, πλοία υπό διεθνή σημαία βρέθηκαν επίσης εμπλεκόμενα στη σύγκρουση και, το Μάιο του 1982, το Atlas 1, ένα τουρκικό πετρελαιοφόρο που φόρτωνε ιρανικό πετρέλαιο στο νησί Kharg, έγινε το πρώτο δεξαμενόπλοιο που επλήγη στον πόλεμο.

Το 1984, η απόφαση της Γαλλίας να προμηθεύσει αεροσκάφη Super Etendard στο Ιράκ, επέτρεψε στη Βαγδάτη να αυξήσει την ακτίνα των ναυτικών πληγμάτων της με Exocet, καθώς και να εντείνει τις επιχειρήσεις της εναντίον των εγκαταστάσεων εξαγωγής πετρελαίου του Ιράν. Η κλιμάκωση αυτή από μέρους του Ιράκ συνέπεσε με την εξασθένιση των ελπίδων του για μια εύκολη νίκη ενάντια στο επαναστατικό καθεστώς της Τεχεράνης.

Το διαφαινόμενο αδιέξοδο και η φθορά στον χερσαίο πόλεμο ενάντια σε έναν ενδεχομένως πιο ισχυρό εχθρό σήμαινε ότι οι ιρακινοί ήταν αναγκασμένοι να δοκιμάσουν ένα πιο έμμεσο σύνολο επιχειρήσεων.

Τον Φεβρουάριο του 1985 ένα δεξαμενόπλοιο υπό Λιβεριανή σημαία, το Neptunia, χτυπήθηκε από ιρακινό Exocet και έγινε το πρώτο δεξαμενόπλοιο που βυθίστηκε ως αποτέλεσμα πυραυλικού χτυπήματος.

Ενώ το βάρος των προσπαθειών του Ιράκ παρέμενε πάντα επικεντρωμένο στην ξηρά, αυτά τα χτυπήματα στη ναυτιλία, ιδίως κατά των ιρανικών πετρελαιοφόρων και των συναφών εγκαταστάσεων, θεωρήθηκαν ως μέσο άσκησης οικονομικής πίεσης στο ιρανικό καθεστώς.

Οι ιρακινοί μπορεί επίσης να είχαν υπολογίσει ότι επιτιθέμενοι σε αυτήν της ζωτικής σημασίας ιρανική γραμμή εφοδιασμού, θα προκαλούσαν την αντίστοιχη κλιμάκωση από την μεριά του Ιράν, η οποία τελικά θα οδηγούσε στη διεθνή παρέμβαση με στόχο την προστασία της ελευθερίας των θαλασσών. Η περιφερειακή και διεθνής παρέμβαση θεωρήθηκε από τον Σαντάμ Χουσεΐν ως το μόνο μέσο προστασίας της κυβέρνησής του ενάντια στο συνεχώς ανερχόμενο Ιράν.

Το 1984, το Ιράν πράγματι άρχισε να ανταποκρίνεται σε αυτήν την ιρακινή κλιμάκωση με δικές του επιθέσεις σε εμπορικά πλοία που συνδέονταν με το Ιράκ, συμπεριλαμβανομένων πλοίων υπό διεθνείς σημαίες και υπό σημαίες κρατών του Περσικού Κόλπου. Η ιρανική στρατηγική αποσκοπούσε στην τιμωρία του Ιράκ και των συμμάχων του στο Κόλπο, και ταυτόχρονα στο να υποχρεώσει το Ιράκ να παύσει την εκστρατεία του κατά της ναυτιλίας.

Μην έχοντας στη διάθεσή τους τα εξελιγμένα συστήματα Exocet, οι Ιρανοί βασίστηκαν σε μια σειρά μικρότερης ισχύος όπλων, όπως τα AS 12 και Maverick. Το μεγάλο μέγεθος των πετρελαιοφόρων επέτρεψε σε τέτοια σκάφη γενικά να υποστηρίξουν τις ιρανικές επιθέσεις (τα περισσότερα δεν βυθίστηκαν), αλλά τα καταλύματα των πληρωμάτων αποδείχθηκαν ευάλωτα και οι επιθέσεις προκάλεσαν θύματα μεταξύ των ναυτικών. Μετά το 1987 οι Ιρανοί άρχισαν να αναπτύσσουν έναν αποτελεσματικό πύραυλο κατά πλοίων επιφανείας με τη μορφή του κινέζικου πυραύλου Silkworm CSSC-2.

Καθώς το Ιράν αύξησε τις δυνατότητές του και επέκτεινε τη στόχευσή του, η διεθνής ναυτιλία άρχισε να αισθάνεται τις επιπτώσεις. Ιδιαίτερα έντονα πλήττονταν οι γειτονικές με το Ιράκ χώρες του Περσικού Κόλπου των οποίων η ναυτιλία άρχισε να υποφέρει από τις ιρανικές επιθέσεις.

Οι αρχές του Κουβέιτ αισθάνθηκαν ιδιαίτερα ευάλωτες και έκαναν έκκληση στη διεθνή κοινότητα να μεταφέρει τα πλοία του υπό ξένες σημαίες ως αποτρεπτικό παράγοντα στα χτυπήματα του Ιράν. Ενώ οι δυτικές χώρες υπεξέφυγαν αρχικά, η επίθεση στη διεθνή ναυτιλία και ο κίνδυνος των ιρανικών ενεργειών που απειλούσαν με το ενδεχόμενο κλεισίματος των Στενών του Ορμούζ τελικά οδήγησαν στη ναυτική παρέμβαση υπό τις ΗΠΑ το 1987.

Η ναυτική επέμβαση των ΗΠΑ στα νερά του Κόλπου ενείχε τους δικούς της κινδύνους. Ακόμη και πριν από την έναρξη της άσκησης αλλαγής σημαίας των πλοίων, με την οποία τα πλοία του Κουβέιτ ύψωσαν την αμερικανική σημαία και συνοδεύονταν στον Κόλπο από το ναυτικό των ΗΠΑ, οι αμερικανικές δυνάμεις είχαν ήδη υποστεί απώλειες.

Τον Μάιο του 1987 η φρεγάτα τηλεκατευθυνόμενων πυραύλων USS Stark είχε 37 νεκρούς μετά από ένα προφανώς τυχαίο πλήγμα από ιρακινό πύραυλο Exocet. Κατά ειρωνικό τρόπο, ήταν η επίθεση του Ιράκ στο USS Stark που βοήθησε να πιεστεί η Ουάσιγκτον ώστε να εισαγάγει τις ναυτικές της δυνάμεις στον Κόλπο για να προστατεύσει τη διεθνή ναυτιλία από τα χτυπήματα του Ιράν.

Η αμερικανική παρέμβαση βοήθησε τελικά να περιοριστούν οι ιρανικές αντιναυτιλιακές δραστηριότητες, εξασφάλισε την ελεύθερη κυκλοφορία για τη διεθνή ναυτιλία στον Κόλπο και τελικά αύξησε την πίεση στην Τεχεράνη για να επιδιώξει την ειρήνη με τον γείτονά της. Σημαντικό είναι ότι η εμπλοκή των Η.Π.Α. συνάντησε την αντίσταση των ιρανών και η χρήση ναρκών θαλάσσης υπήρξε αρχικά μια ιδιαίτερη πρόκληση για τις αμερικανικές δυνάμεις. Σε αυτό το στάδιο του πολέμου διαπιστώθηκαν συγκρούσεις μεταξύ αμερικανικών και ιρανικών δυνάμεων, όπως το πλήγμα από νάρκη του αμερικανικού πλοίου Samuel B. Roberts, η βύθιση ιρανικών φρεγατών από τις αμερικανικές δυνάμεις και η κατάρριψη ενός ιρανικού πολιτικού αεροσκάφους. Αυτά τα περιστατικά διακινδύνευαν πάντοτε μία ευρύτερη κλιμάκωση αλλά, τελικά, η σύγκρουση περιορίστηκε.

Η μετατόπιση της ισορροπίας δυνάμεων στον Κόλπο ως αποτέλεσμα της εμπλοκής των ΗΠΑ ήταν ένας από τους λόγους που ώθησαν το Ιράν να σταματήσει τις εχθροπραξίες το 1988.

Τελικά, ο Πόλεμος των Δεξαμενόπλοιων δεν οδήγησε στο κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ, ούτε επηρέασε σημαντικά τις εξαγωγές πετρελαίου από τον Κόλπο ούτε κατέληξε σε συνεχείς αυξήσεις της τιμής του πετρελαίου. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, οι συνδυασμένες αντιναυτιλιακές εκστρατείες τόσο του Ιράν, όσο και του Ιράκ δεν επηρέασαν ποτέ περισσότερο από το 2% των πλοίων στον Κόλπο.

Από τις μάχες αυτές στη δεκαετία του 1980, η Ιρανική Επαναστατική Φρουρά έχει επενδύσει σε μεγάλο βαθμό σε μια σειρά αντιναυτιλιακών δυνατοτήτων, όπως μικρά υποβρύχια, νάρκες, όπλα κατά πλοίων επιφανείας και σε μεγάλο αριθμό λέμβων ταχείας επίθεσης, Η απειλή κατά της διεθνούς ναυτιλίας και της ελεύθερης κυκλοφορίας μέσω των στενών του Ορμούζ παραμένει πάντα παρούσα. Ωστόσο, ενόψει των ειδικών αμερικανικών και διεθνών μέτρων αντιμετώπισης, η ικανότητα του Ιράν να κλείσει τα στενά για μεγάλα χρονικά διαστήματα παραμένει αμφίβολη.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο History Today, στις 14 Ιουνίου 2019.