Το παρόν κείμενο αποτελεί εισήγηση για την παρουσίαση του βιβλίου του Γρηγόρη Ιωάννου “Ο Ντενκτάς στον Νότο: η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά”, εκδόσεις: Ψηφίδες που οργάνωσε το Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα στις 21 Οκτωβρίου 2019.
του Αδάμου Ζαχαριάδη
Ήρθα στην Ελλάδα για σπουδές τον Σεπτέμβριο του 2004. Είχαν προηγηθεί 25 μήνες στρατιωτικής θητείας. Από τον Ιούλιο του 2002 έως τον Αύγουστο του 2004. Πρόκειται για 25 μήνες, που όπως θα καταλάβει όποιος/α διαβάσει το βιβλίο του Γρηγόρη Ιωάννου, ήταν ιδιαίτερα κομβικοί για τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου, καθώς σε αυτό το διάστημα έγινε η διαπραγμάτευση και το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, η κατάθεση του τελικού Σχεδίου Ανάν και η διεξαγωγή των δημοψηφισμάτων σε ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Τα επόμενα χρόνια βρέθηκα στην Ελλάδα αρκετές φορές στη δύσκολη θέση να προσπαθώ να εξηγήσω σε Έλληνες αριστερούς και προοδευτικούς ανθρώπους την ιστορία, τις αντιφάσεις, την πραγματική υπόσταση του Κυπριακού για την κυπριακή κοινωνία, τη θετική μου άποψη για το Σχέδιο Ανάν. Η δυσκολία δεν έγκειτο μόνο στο γεγονός ότι οι περισσότεροι αγνοούσαν βασικές πτυχές του Κυπριακού και της κυπριακής ιστορίας, αποδεικνύοντας ότι η “Κύπρος είναι μακριά”. Είχε περισσότερο να κάνει με τη δική μου δυσκολία να κάνω το βίωμα λόγια και να το εξηγήσω με όρους κατανοητούς στον καθένα και την καθεμία.
Αυτό, λοιπόν, θεωρώ ότι είναι η βασική συνεισφορά του βιβλίου του Ιωάννου “Ο Ντενκτάς στο Νότο: η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά”. Για να είμαι απολύτως ειλικρινής θεωρώ το συγκεκριμένο βιβλίο απαραίτητο εγχειρίδιο για όσους και όσες θέλουν πραγματικά να καταλάβουν, όχι μόνο τους τρόπους και τους λόγους με τους οποίους διαχρονικά και με αργά αλλά σταθερά βήματα κανονικοποιείται η διχοτομική προοπτική στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, αλλά και τα ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα που θα επιφέρει στην Κύπρο μια τέτοια κατάσταση.
Συνεισφορά στη γενιά μας
Το βιβλίο είναι μια συνεισφορά του Ιωάννου στη δική μας γενιά και ειδικά σε όσους και όσες μεγαλώσαμε πολιτικά στο επανα-προσεγγιστικό κίνημα και είδαμε τα τελευταία 15 χρόνια τρεις φορές τις ελπίδες μας να διαψεύδονται. Διαβάζοντας το βιβλίο μου δινόταν η αίσθηση ότι ο Ιωάννου το έγραφε καθόλη τη διάρκεια αυτών των χρόνων. Ότι, αφού πρώτα πήγαινε στις επαναπροσεγγιστικές εκδηλώσεις, στις πορείες και στα μαζέματα των μικρών κυπριακών οργανώσεων που πάντα είχαν να κάνουν με το Κυπριακό και την επίλυσή του, μετά κλεινόταν στο γραφείο και κρατούσε σημειώσεις έχοντας αυτό το βιβλίο στο μυαλό του. Το “Ο Ντενκτάς στο Νότο” είναι μία τρανή απόδειξη ότι η πολιτική στράτευση, το βίωμα και η επιστημονική αρτιότητα μπορούν να συμπορευτούν και να προσφέρουν αποτελέσματα.
Στα επτά κεφάλαια του βιβλίου, ο Ιωάννου αναπτύσσει με καθαρότητα τον τρόπο με τον οποίο η άποψη της “μη λύσης” εγκαθιδρύεται στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή από τη δεκαετία του 1950 έως το πραξικόπημα και την εισβολή του 1974, ο συγγραφέας επιχειρεί να εξηγήσει πώς η ανάπτυξη των εθνικισμών τόσο στην ελληνοκυπριακή όσο και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, οι διακοινοτικές συγκρούσεις και η επικράτηση των ελληνοκυπρίων στο δικοινοτικό κράτος του 1960 δημιούργησαν τα πρώτα στέρεα θεμέλια πάνω στα οποία αργότερα πάτησαν οι υποστηρικτές της διχοτόμησης έτσι ώστε να βρουν ευήκοα ώτα στην κοινωνία. Θα μου επιτραπεί εδώ μία μικρή παρένθεση, χρήσιμη νομίζω για την κατανόηση της περιόδου: Η αποικιοκρατική περίοδος, ο αγώνας της ΕΟΚΑ για Ένωση με την Ελλάδα που κατέληξε στις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου και την ανεξαρτησία, οι διακοινοτικές συγκρούσεις και τελικά τα γεγονότα του 1974 αποτέλεσαν συγκροτητικά στοιχεία της ταυτότητας της ελληνοκυπριακής κοινότητας και της επίκλησης μιας αναπαράστασης των Ελληνοκυπρίων τόσο ως κυρίαρχης κοινότητας (σε σχέση με την τουρκοκυπριακή), όσο και ως κυριαρχούμενου λαού (αποκιοκρατία, εισβολή-κατοχή). Ο Ιωάννου καταφέρνει στο βιβλίο του να αναδείξει τις ιστορικές διαφοροποιήσεις του ελληνοκυπριακού εθνικισμού, ο οποίος ξεκινά με το αίτημα της ένωσης και καταλήγει στο δόγμα της «ευρωπαϊκής λύσης», ή ακόμα και στην επιλογή της μη λύσης.
Προσωπικά θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική την ιστορική αυτή διαδρομή, καθώς όπως αναδεικνύεται καθαρά και στο βιβλίο, ο απορριπτικός λόγος –ειδικά την περίοδο του δημοψηφίσματος– αντλεί επιχειρήματα από όλες τις ιστορικές φάσεις του ελληνοκυπριακού εθνικισμού. Ωστόσο, ο συγγραφέας δεν παραγνωρίζει το γεγονός ότι τόσο στις τάξεις του ρεύματος του κυπριωτισμού όσο και στην Αριστερά υπάρχουν χαρακτηριστικά που οδήγησαν στην επιλογή του «ΟΧΙ» και τελικά στην επικράτηση της διχοτομικής προοπτικής. Το πρώτο μέρος του τελευταίου κεφαλαίου του βιβλίου πιστεύω ότι πρέπει να μοιράζεται ως μπροσούρα στις οργανώσεις της ελληνικής Αριστεράς που στήριξαν το ΟΧΙ είτε από πατριωτική είτε από διεθνιστική οπτική.
Οι χαμένες ευκαιρίες της 15ετίας
Έχουμε συνηθίσει να αναφερόμαστε στο Κυπριακό ως μία ιστορία “χαμένων ευκαιριών”, δανειζόμενοι τον τίτλο του βιβλίου του Ευάγγελου Αβέρωφ. Ο Γρηγόρης Ιωάννου στέκεται, λοιπόν, σε τρεις χαμένες ευκαιρίες της τελευταίας 15ετίας. Το 2004 και το Σχέδιο Ανάν, τη χαμένη ευκαιρία επίλυσης του Κυπριακού από την Αριστερά όταν στην εξουσία βρέθηκαν παράλληλα ο Δημήτρης Χριστόφιας και ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ και στο ναυάγιο των διαπραγματεύσεων Αναστασιάδη – Ακιντζί και τα γνωστά επακόλουθα που βλέπουμε σήμερα. Καταπιανόμενος με τα τρία αυτά ιστορικά γεγονότα ο Ιωάννου επιχειρεί, όπως λέει και στην εισαγωγή, να αναδείξει το “πώς η διχοτόμηση, σε μια περίοδο ευάλωτη από γεωπολιτική, πολιτική και οικονομική άποψη, τόσο ως ισορροπία όσο και ως πλαίσιο, δεν αμφισβητήθηκε και δεν διαβρώθηκε επαρκώς” (σελ. 28).
Αρχίζοντας από το Σχέδιο Ανάν, ο Ιωάννου στο τρίτο κεφάλαιο εστιάζει αρχικά στο 2003 και το άνοιγμα των οδοφραγμάτων. Πρόκειται για μια τομή στην ιστορία της Κύπρου, καθώς για πρώτη φορά από το 1974, όπως λέει ο συγγραφέας “μεγάλωσε η Κύπρος”. Ελληνοκύπριοι απέκτησαν πρόσβαση στο βόρειο τμήμα του νησιού και τουρκοκύπριοι στο νότιο. Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων επέφερε μια σημαντική ρωγμή στο αφήγημα των απορριπτικών. Η κυβέρνηση του Παπαδόπουλου δεν ήξερε πώς να αντιδράσει καθώς από τη μία δεν της άρεσε η μαζική κίνηση των ελληνοκυπρίων προς τον βορρά από την άλλη ως επίσημη εξουσία δεν μπορούσε και να εκφραστεί αρνητικά. Το σημαντικότερο, όμως, ήταν ότι για πρώτη φορά ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι μπορούσαν να βρεθούν, να συζητήσουν, να δημιουργήσουν κοινωνικές σχέσεις. Η θερμή, μάλιστα, υποδοχή των τουρκοκυπρίων σε όσους περνούσαν τα οδοφράγματα έσπασε το πρώτο μούδιασμα. Το κυρίαρχο αφήγημα βρέθηκε στριμωγμένο. Ορισμένοι πολιτικοί επιχειρούσαν να πείσουν τους πολίτες ότι όποιος περνούσε αναγνώριζε την κατοχή ενώ μουδιασμένα ήταν και τα ΜΜΕ.
Το κλίμα ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκό, επεισόδια δεν σημειώθηκαν καθόλου, όμως όπως εύστοχα αναφέρει ο Ιωάννου στη σελίδα 103 του βιβλίου του αυτό δεν κατάφερε να μετουσιωθεί σε άλλη πολιτική στάση. Το γιατί απαντά ο ίδιος ο συγγραφέας λίγες σελίδες μετά: “Η προοπτική που άνοιξε δεν κατάφερε να ολοκληρωθεί, καθώς οι πολίτες δεν όρισαν τον εαυτό τους ως τον φορέα της αλλαγής, αφήνοντας του πολιτικούς και εν τέλει το ίδιο το κράτος να ανακτήσουν το έδαφος που έχασαν εκείνες τις χαοτικές μέρες και να επιβάλουν ξανά την κανονικότητα.” (σελ. 107).
Ο Ιωάννου χαρακτηρίζει το δημοψήφισμα του 2004 ως το τέλος της αθωότητας καθώς, όπως υποστηρίζει, τότε έγινε ένα μεγάλο βήμα προς την εδραίωση της διχοτόμησης και μάλιστα ως συνειδητή επιλογή για πολλούς ελληνοκύπριους. Το τέταρτο κεφάλαιο είναι το σημαντικότερο του βιβλίου, καθώς στις σελίδες του αναπτύσσεται το βασικό επιχείρημα του συγγραφέα. Ότι, δηλαδή, η προοπτική της διχοτόμησης δεν προέκυψε ούτε νομοτελειακά ούτε πίσω από την πλάτη της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Ο Ιωάννου υποστηρίζει ότι δεν ήταν τόσο το 74% του ΟΧΙ που εδραίωσε τη διχοτομική προοπτική, όσο η συνειδητή απώθηση των συνεπειών που θα επέφερε αλλά και η αδυναμία επεξεργασίας εναλλακτικών πρακτικών και σεναρίων.
Εντούτοις, η μάχη για την επανένωση υπό διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία συνεχίστηκε και μετά το 2004. Αυτή η 15ετία είναι κατά την άποψή μου η πιο σημαντική. Ο Ιωάννου υποστηρίζει (σελ. 134-135) ότι από τότε “διαμορφώθηκε ένας νέος άξονας μεταξύ ενός σκληρού πυρήνα επανενωτικών και ενός σκληρού πυρήνα ντε φάκτο διχοτομικών … και ότι “η δημιουργία αυτών των δύο ισχυρών μειοψηφιών υπήρξε ιδιαίτερα έντονη στις στιγμές των εντατικών συνομιλιών το 2008-2009 και το 2016-2017”.
Η κρίσιμη “αδιάφορη πλειοψηφία”
Κατά τη δική μου άποψη ιδιαίτερα σημαντικό είναι το μέρος της κοινωνίας που θα ονομάζαμε “η αδιάφορη πλειοψηφία”. Επιτρέψτε μου πάλι μία προσωπική αναφορά: Το 2003, όντας ακόμα στρατιώτης, πέρασα το οδόφραγμα και πήγα στην Αμμόχωστο τη δεύτερη μέρα που άνοιξε το οδόφραγμα. Για μένα ήταν από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές στη ζωή μου. Ακόμα θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια τι κάναμε, τι λέγαμε, πώς πήγαμε με τον πατέρα μου στο σπίτι που μεγάλωσε και συναντήσαμε τους τουρκοκύπριους γείτονες και παιδικούς του φίλους. Λίγους μήνες αργότερα και αφού είχα ήδη πάει αρκετές φορές στη βόρεια Κύπρο, αποφασίσαμε με έναν φίλο και δύο φίλες μας να πάμε για μπάνιο στην Αμμόχωστο. Κανένας τους δεν είχε ξαναπάει. Περάσαμε το οδόφραγμα και μπήκαμε στα “κατεχόμενα”. Καθόλη τη διάρκεια της 40λεπτης διαδρομής εντός των κατεχομένων η μία συμμαθήτρια κοιμόταν. Νευρίασα και στεναχωρέθηκα και λίγο αργότερα φτάνοντας στην παραλία αποφάσισα να ανοίξω συζήτηση για το Σχέδιο Ανάν και την προοπτική επίλυσης. Συνάντησα παγερή αδιαφορία και στην οργισμένη μου έκρηξη πώς είναι αυτό δυνατό άκουσα την αποστομωτική απάντηση: “Έχω σημαντικότερα πράγματα να ασχοληθώ στη ζωή μου. Φεύγω για σπουδές και πρέπει να αποφασίσω πώς θα πορευτώ επαγγελματικά”.
Το 2004 αυτό μου φάνηκε ανήκουστο, το 2019 καταλαβαίνω ότι αυτή η αντίληψη αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για τις εξελίξεις στην Κύπρο. Σε κάποιο σημείο του βιβλίου ο Ιωάννου παραθέτει μία συγκλονιστική αναφορά από τον ανταποκριτή του BBC στην Κύπρο: “Από την Λευκωσία, μία πόλη που βαριέται να επανενωθεί”, λέει ο δημοσιογράφος και νομίζω ότι αποτυπώνει πλήρως την κοινωνική πραγματικότητα.
Ο Γρηγόρης Ιωάννου επιτυγχάνει να αναδείξει τη σημασία αυτής της διάστασης στα γεγονότα των επόμενων χρόνων. Υποστηρίζει στη σελίδα 149 ότι αυτό που έγειρε την πλάστιγγα υπέρ του αντι-ομοσπονδιακού στρατοπέδου την περίοδο 2007-2017 δεν ήταν τόσο οι ενέργειες και οι δυνάμεις των λεγόμενων απορριπτικών όσο η σχετική αδράνεια των διαλλακτικών και κυρίως του κινήματος της επαναπροσέγγισης. Είναι μία επισήμανση με την οποία συμφωνώ θα πρόσθετα, όμως, και τη σημασία της αδρανοποιητικής δύναμης της “αδιάφορης πλειοψηφίας”. Η δύναμη αυτή δείχνει ότι παρά το γεγονός ότι το Κυπριακό είναι κυρίαρχο θέμα στον πολιτικό διάλογο, δεν είναι ο καθοριστικός παράγοντας για την ελληνοκυπριακή κοινωνία ούτε για τις πολιτικές επιλογές κατά τη διάρκεια των εκλογικών διαδικασιών. Η “αδιάφορη πλειοψηφία”, βέβαια, παρά τον ουδέτερο μανδύα της αδιαφορίας είναι στην πραγματικότητα κινητήριος μοχλός της διχοτομικής προοπτικής.
Ο αναγνώστης μπορεί να βρει στα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου προβληματισμούς και απαντήσεις για μία σειρά από κομβικά ζητήματα: η στάση του ΑΚΕΛ από το 2004 μέχρι σήμερα, οι λόγοι που ναυάγησαν οι διαπραγματεύσεις Χριστόφια – Ταλάτ και Αναστιασιάδη – Ακιντζή, η επικινδυνότητα των συμμαχιών με Ισραήλ και τελικά, τους μηχανισμούς σε εκπαίδευση, ΜΜΕ και κρατικούς θεσμούς που εμπεδώνουν την αντίληψη ότι είναι προτιμότερο το μισό ελληνοκυπριακό κράτος από ολόκληρο δικοινοτικό, την πολυπλοκότητα (σελ.220) του Κυπριακού μετά την ένταξη στην ΕΕ χωρίς επίλυση του προβλήματος.
Θα ολοκληρώσω με μία αναφορά στον επίλογο του βιβλίου και συγκεκριμένα στη σελίδα 249 καθώς πιστεύω ότι σε αυτήν αποτυπώνεται ένας από τους σημαντικότερους λόγους που η διχοτόμηση είναι προ των πυλών. Γράφει ο συγγραφέας: “Η πλειοψηφία των θετικά ή προοπτικά θετικά διακείμενων προς την επανένωση δεν θεωρεί ότι οφείλει να κάνει κάτι για να επιτευχθεί η επανένωση, την οποία φαντάζεται απλώς ως μια απόφαση των ελίτ” για να συνεχίσει πιο κάτω: “όσο δεν επινοούνται πρακτικές υπέρβασης του διαχωρισμού, δεν μπορεί να δημιουργηθεί η δυναμική αλλαγής σε πολιτικό επίπεδο”. Κατά την άποψή μου το βιβλίο του Ιωάννου είναι μία σημαντική συνεισφορά ακριβώς σε αυτή την προσπάθεια επινόησης πρακτικών υπέρβασης του διαχωρισμού. Ο Γρηγόρης Ιωάννου κλείνει το βιβλίο του λέγοντας ότι η Κύπρος αξίζει κάτι καλύτερο. Ελπίζω να έχει δίκαιο και το επόμενό του βιβλίο να έχει τίτλο: Ο Ακιντζί στο Νότο.