Άξελ Χόνετ: Ο τρόπος διαχείρισης της πανδημίας δείκτης της δημοκρατικής ποιότητας κάθε πολιτικού συστήματος

Ο Άξελ Χόνετ, καθηγητής Ανθρωπιστικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Γκαίτε της Φρανκφούρτης, και διευθυντής του Ινστιτούτου για την Κοινωνική Έρευνα της Φρανκφούρτης, συνομίλησε με το γαλλικό περιοδικό Esprit, σε μια περιεκτική συνέντευξη για τα διακυβεύματα της κρίσης του κορωνοϊού σε σχέση με τη δημοκρατία. Για τον ίδιο, η δημοκρατική προοπτική των σύγχρονων κοινωνιών είναι πιθανόν να ενισχυθεί μέσα από την εμπειρία της παρούσας πανδημίας, ωστόσο δεν πρόκειται για μια δεδομένη εξέλιξη. Ο ανοιχτός και διαφανής δημόσιος διάλογος γύρω από τα ζητήματα της πανδημίας, η συμμετοχική επαναθεμελίωση της δημοκρατίας μέσα στην εκπαίδευση και την εργασία και η διασφάλιση αποτελεσματικών συστημάτων δημόσιας υγείας, αποτελούν, κατά τον ίδιο, από τους βασικότερους παράγοντες σε μια τέτοια κατεύθυνση. 


Συνέντευξη στους Michaël Fœssel και JeanLouis Schlegel

Μετάφραση: Βασιάννα Κωνσταντοπούλου


Ερ: Η κρίση του κορωνοϊού δείχνει ότι η πολιτική εξουσία και λήψη των αποφάσεων βρέθηκαν αντιμέτωπες με ένα πλαίσιο αβεβαιότητας, το οποίο η ιατρική γνώση δεν ήταν σε θέση να εξαλείψει πλήρως. Αποτελεί ελάττωμα η δημόσια παραδοχή ότι δεν γνωρίζουμε τα πάντα σε σχέση με μια ασθένεια και τις κοινωνικές της επιπτώσεις; Ή μια τέτοια στάση θα μπορούσε να αποδειχθεί αρετή στις δημοκρατικές κοινωνίες, ακριβώς επειδή υποδέχονται με θετικό τρόπο την αβεβαιότητα;

Απ: Τους τελευταίους μήνες ο τρόπος με τον οποίο οι κυβερνήσεις διαχειρίστηκαν την κρίση του κορωνοϊού μετατράπηκε σε δείκτη δημοκρατικής ποιότητας του κάθε πολιτικού συστήματος: όσο πιο ανοιχτά, δημόσια και ορθολογικά μια κυβέρνηση εκφράζει τις δυσκολίες της αναφορικά με τον έλεγχο της κρίσης, τόσο πιο ορατή κάνει τη δημοκρατική προοπτική της. Ωστόσο, αυτή η συνθήκη δεν αποκαλύπτει τόσο μια πόλωση ανάμεσα σε αυταρχικά συστήματα και δημοκρατικά συστήματα όσο μια βαθμιαία ιεραρχία με πολλά ενδιάμεσα επίπεδα: όσο περισσότερο οι ειδικοί της ιατρικής και οι υπεύθυνοι δημόσιας υγείας εκφράζουν τις σκέψεις, τις ανησυχίες και τις προτάσεις τους δημόσια, με τη στήριξη της κυβέρνησης, τόσο περισσότερο το πολιτικό σύστημα αναδεικνύεται δημοκρατικά ισχυρό και προωθημένο. Από αυτή την άποψη, η διοίκηση Τραμπ, παρά τα πολλά της λάθη, έχει καλύτερη τοποθέτηση από την κινέζικη κυβέρνηση –με την έννοια ότι τουλάχιστον επέτρεψε σε ορισμένους ανεξάρτητους ειδικούς να εκφραστούν δημόσια– αλλά χειρότερη τοποθέτηση από την πλειονότητα των κυβερνήσεων της δυτικής Ευρώπης, που ενθάρρυναν τους ειδικούς τους να μιλήσουν ανοιχτά και να εκφράσουν διαφορετικές απόψεις.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να απαντήσει κανείς στο καθαρά τεχνικό ερώτημα ποιο από αυτά τα συστήματα είχε σε τελική ανάλυση την πιο αποτελεσματική αντίδραση. Εξ όσων γνωρίζουμε, τα δύο άκρα είχαν την πιο αποτελεσματική αντίδραση: στο ένα άκρο, η κινέζικη κυβέρνηση, εξαιρετικά αυταρχική, με τη συγκεντρωτική της εξουσία να λαμβάνει μέτρα για τον περιορισμό της εξάπλωσης της πανδημίας, και στο άλλο άκρο, οι σχετικά δημοκρατικές κυβερνήσεις της δυτικής Ευρώπης, με τις περιορισμένες εξουσίες καθοδήγησης, αλλά με έναν σημαντικότερο δημόσιο και ανοιχτό διάλογο. Οι χώρες που κατατάσσονται χαμηλότερα σε αυτό το ζήτημα είναι οι αυταρχικές δημοκρατίες με εκπροσώπους της άκρας Δεξιάς, όπως ο Τραμπ ή ο Μπολσονάρο, που στην αρχή βρίσκονταν σε άρνηση όσον αφορά την κρίση, υιοθετώντας στη συνέχεια ανεπαρκή έκτακτα μέτρα, χωρίς να βασιστούν στη γνωμοδότηση των ειδικών. Μακροπρόθεσμα, ελπίζω ότι οι πραγματικά δημοκρατικές κυβερνήσεις θα κατορθώσουν να διαχειριστούν αποτελεσματικότερα την κρίση, βασιζόμενες για τις μεταρρυθμίσεις που θα υιοθετήσουν σε έναν διαρκή διάλογο με τους ανεξάρτητους ερευνητές στον τομέα της ιατρικής και στην αναζήτηση τρόπων δίκαιης κατανομής των θεραπειών στον πληθυσμό.

Ερ: Η δημόσια εμπιστοσύνη στα μέτρα που λήφθηκαν από τις κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα. Αυτή τη στιγμή, είναι μεγαλύτερη στη Γερμανία από ό,τι στη Γαλλία, μολονότι υπήρξαν και στο Βερολίνο διαδηλώσεις ενάντια στα μέτρα που ορισμένοι έκριναν ως αντί-ελευθεριακά. Με ποιο τρόπο, κατά τη γνώμη σας, μας καλεί αυτή η κρίση να ξανασκεφτούμε τη σχέση ανάμεσα στο κράτος δικαίου και τις υγειονομικές απαιτήσεις; Έχει χρησιμοποιηθεί πολύ η έννοια της βιο-εξουσίας, που αναπτύχθηκε από τον Μισέλ Φουκώ. Τα μέτρα προστασίας και περιορισμού της ελευθερίας αναδεικνύουν περισσότερο μια ιατρικοποίηση της πολιτικής ή μια νέα αναγνώριση της αξίας της ατομικής ζωής στις κοινωνίες μας;

Απ: H κρίση ανάγκασε τα δημοκρατικά καθεστώτα να επανεξετάσουν δημόσια τις ηθικές αξίες στις οποίες βασίζονται από πολιτισμική άποψη και με τις οποίες είναι συνδεδεμένα από συνταγματική άποψη (είτε μιλάμε για γραπτά Συντάγματα είτε όχι).

Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας δημοκρατικής διεργασίας είναι ήδη –ή θα είναι στο μέλλον– η συνειδητοποίηση ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση, ακόμα και η πιο αποτελεσματική, εξαρτάται σε τεράστιο βαθμό από ένα σωστά εξοπλισμένο σύστημα υγείας, δημόσια χρηματοδοτούμενο και με διαυγή λειτουργία, του οποίου ο πολιτικός στόχος είναι να διασφαλίζει και να θεραπεύει τη βιολογική ύπαρξη όλων, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη, τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό και την πολιτισμική ταυτότητά τους.

Προβλέπω και ελπίζω ότι θα δούμε έναν ιστορικό μετασχηματισμό που θα διαψεύδει τα προγνωστικά του φουκοϊκού παραδείγματος περί «βιο-εξουσίας». Στον αντίποδα μιας ενίσχυσης της πολιτικής εξουσίας του ιατρικού συστήματος, σε βαθμό που η επιβίωση να είναι το μόνο που μετράει, η ιατρική γνώση των ειδικών θα επιστρατευτεί πολιτικά για να βελτιώσει την ικανότητα των δημοκρατικών κυβερνήσεων να προστατεύουν όλους τους πολίτες ενάντια στους κινδύνους επιδημίας και να βελτιώνουν την προάσπιση της υγείας σε μακροπρόθεσμο επίπεδο. Τίποτε δεν είναι πιο παράλογο και ιταμό, σε μια στιγμή όπου έχουμε ανάγκη από ένα αποτελεσματικό σύστημα υγείας, από τoν θριαμβευτικό θρήνο ορισμένων φουκοϊκών διανοούμενων, για τους οποίους η ανάπτυξη της βιο-εξουσίας ενός δημοκρατικού κράτους περιορίζει ασταμάτητα την ελευθερία μας, ελέγχοντας τη βιολογική ζωή μας. Αντίθετα, η πλειονότητα των ενήμερων πολιτών συναινεί σε μικρούς περιορισμούς των δημόσιων ελευθεριών, συνεργαζόμενη, προκειμένου να μειωθεί η απειλή του ιού.

Ερ: Στη δουλειά σας για το δημοκρατικό ήθος, αναπτύσσετε μια έννοια της ελευθερίας που δεν είναι απλώς τυπική και δικαιική [1]. Σύμφωνα με την ανάλυσή σας, η δημοκρατική ελευθερία υπερβαίνει το πεδίο του δικαίου, και πεδίο πειραματισμού της αποτελούν όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής (από την οικογένεια μέχρι την επαγγελματική ζωή). Αυτή η «οριζόντια» ελευθερία, συνδεδεμένη με την αποτελεσματική συμμετοχή των πολιτών και με τη συγκρότηση ενός «κοινού», δεν δοκιμάζεται σε στιγμές κρίσης έναντι μιας κάθετης άσκησης της εξουσίας;

Απ: Η προοπτική μιας οριζόντιας άσκησης της πολιτικής εξουσίας, όπως ορθά αποδίδετε τη σκέψη μου, δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ισχυρή, ούτε στη δυτική Ευρώπη, ούτε βεβαίως σε άλλα σημεία του πλανήτη, κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Κανείς δεν θα πρέπει να έχει αυταπάτες σχετικά με αυτό. Αυτό που έχει βελτιωθεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων σαράντα χρόνων είναι οι συνθήκες ισότητας και συμμετοχής μέσα στην οικογένεια, και η δημοκρατική δυνατότητα των φιλικών δεσμών, που υπερβαίνουν τους πολιτισμικούς και κοινωνικούς διαχωρισμούς.

Αντιθέτως, η προοπτική ενός δημοκρατικού ελέγχου στη σφαίρα της εργασίας και μιας μεγαλύτερης συνεργασίας στο εσωτερικό της έχει συρρικνωθεί εξαιτίας της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης της αγοράς εργασίας.

Η κατάσταση του δημοκρατικού δημόσιου χώρου έχει επίσης επιδεινωθεί: τα πολιτικά κόμματα βρίσκονται σε κακή κατάσταση λόγω της απολίθωσής τους, της γήρανσης των μελών τους και τις εμμονής τους με την εκλογική επιτυχία. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν εκπληρώνουν σωστά τον κοινωνικό τους ρόλο να προωθούν την ενημέρωση και την εκπαίδευση εξαιτίας της οικονομικής ιδιωτικοποίησης. Και ένας μεγάλος αριθμός πολιτών δεν δύναται πραγματικά να μετάσχει στη δημοκρατική απελευθέρωση λόγω των συνθηκών υπό τις οποίες εργάζεται. Οι επιπτώσεις της πανδημίας σε αυτό το επίπεδο είναι, κατά τη γνώμη μου, εξαιρετικά αμφίσημες. Από τη μια πλευρά, η άσκηση της εξουσίας έχει καταστεί ακόμα πιο κάθετη μπροστά στην ανάγκη για γρήγορα και συγκεκριμένα μέτρα απέναντι στην κρίση. Από την άλλη πλευρά, η δημοκρατική διακυβέρνηση έχει αρχίσει να εξαρτάται περισσότερο από τη συμμετοχή, από τη βούληση της εργασίας και της ενεργού υποστήριξης των πολιτών.

Μια τέτοια συνθήκη, έχει οδηγήσει στην αξιοσημείωτη επάνοδο πολιτών που είναι χαμηλά αμειβόμενοι και οι οποίοι ήταν μέχρι πρότινος ξεχασμένοι και παραγκωνισμένοι (οι νοσοκόμες/οι, οι εργαζόμενοι/ες στη δημόσια καθαριότητα, οι διανομείς), καθώς έχουμε ισχυρή ανάγκη για την ενεργή συνεργασία τους. Είναι πολύ νωρίς για να γνωρίζουμε τι θα παραγάγει αυτή η αυτή η απρόσμενη επαναξιολόγηση ορισμένων επαγγελμάτων. Αυτό που έχει βελτιωθεί σημαντικά, κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης, είναι η κοινωνική ενσωμάτωσή τους, τουλάχιστον σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες όπου οι πολίτες χρειάστηκε να συνειδητοποιήσουν ταχύτατα τον βαθμό στον οποίο εξαρτάται ο καθένας από τη δράση μέρινας και έγνοιας για τους άλλους. Όμως όλα μπορεί να αλλάξουν πολύ γρήγορα!

Ερ: Μπροστά στα προβλήματα φαρμακευτικού εφοδιασμού, πολλοί στη Γαλλία επαναφέρουν στο προσκήνιο την έννοια της κυριαρχίας. Επιστρατευόμενη από τα Δεξιά ως εθνική κυριαρχία και από τα Αριστερά ως λαϊκή κυριαρχία, αυτή η έννοια μοιάζει κυρίως να απαντά σε ένα αίσθημα αδυναμίας του πολιτικού πεδίου κατά την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Πιο συχνά, το θέμα της κυριαρχίας έχει επιστρατευθεί ενάντια στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και τον φεντεραλισμό, που έχετε συχνά υπερασπιστεί ως πολιτικά σχέδια. Ποια θα μπορούσε να είναι, σύμφωνα με εσάς, μια εννοιολόγηση της κυριαρχίας συμβατή με τους περιορισμούς που θέτει στη βούληση το κράτος δικαίου;

Απ: Στις απαρχές της κρίσης του κορωνοϊού, έμοιαζε πράγματι ότι από μόνο του το έθνος-κράτος, επί μακρόν υποτιμημένο, με τη συγκεντρωτική εξουσία και δικαιοδοσία του, θα ήταν ικανό να υιοθετήσει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ζωής των πολιτών απέναντι στον ιό. Παρ’ όλα αυτά, λίγο μετά από αυτή την πρωταρχική φάση παρέμβασης που βασίστηκε στο έθνος-κράτος, όλες οι επιπτώσεις μια τέτοιας «κυρίαρχης» απάντησης έγιναν ορατές: τα συστήματα υγείας ορισμένων εθνών-κρατών της Ευρώπης ήταν σε τόσο κακή κατάσταση που σύντομα έφτασαν στα όριά τους και προσέφυγαν στη βοήθεια γειτονικών κρατών. Και οι αποφάσεις αναφορικά με το κλείσιμο των συνόρων απαιτούσαν επίσης μια συνεργασία ανάμεσα στα έθνη-κράτη. Επιπλέον, στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ασκήθηκαν πιέσεις, προκειμένου να δοθεί βοήθεια στα κράτη-μέλη που βρίσκονταν σε χειρότερη κατάσταση, ώστε να διατηρηθεί μια οικονομική σταθερότητα σε όλα τα κράτη-μέλη. Αυτού του είδους οι πιέσεις δεν προέκυψαν από μια ηθική επίγνωση ή από ένα αίσθημα αλληλεγγύης, αλλά από έναν απλό πραγματιστικό υπολογισμό: μακροπρόθεσμα, όλα τα μέλη της ΕΕ θα βγουν από την κρίση σε καλύτερη κατάσταση αν το καθένα συμβάλει σε ένα ταμείο στήριξης ανάλογα με το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν του. Τουλάχιστον έκτοτε, ακόμα και οι πιο παθιασμένοι υποστηρικτές της εθνικής κυριαρχίας στην Ευρώπη θα έπρεπε να έχουν καταλάβει ότι αυτό που χρειαζόμαστε στο άμεσο μέλλον δεν είναι μια καθολική απόρριψη της λήψης αποφάσεων σε εθνικό επίπεδο, αλλά μια αναδιανομή αυτής της εξουσίας λήψης των αποφάσεων ανάμεσα διαφορετικά επίπεδα ανάλογα με το πολιτικό διακύβευμα που τίθεται: όπως για παράδειγμα ένα ομοσπονδιακό κράτος γνωρίζει ότι ορισμένες πολιτικές αποφάσεις είναι πιο ορθές και σοφές όταν λαμβάνονται σε εσωτερικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένου του περιφερειακού και του δημοτικού επιπέδου.

Σίγουρα, μια τέτοια ανακατανομή της κυριαρχίας στην Ευρώπη θα σήμαινε ότι κάθε πολίτης εμπίπτει σε διαφορετικές «δικαιικές κοινότητες», ή, για να χρησιμοποιήσω τον δικό σας όρο, σε διαφορετικά «κράτη δικαίου», το καθένα με τους κανόνες και τους θεμελιακούς νόμους του. Όμως αυτή η προοπτική δεν είναι εντελώς αδιανόητη: δεν μάθαμε γρήγορα να υποβάλουμε τη βούλησή μας σε διαφορετικές δικαιικές δικαιοδοσίες, για παράδειγμα ως μέλη ενός έθνους-κράτους και ταυτόχρονα ως μέλη μιας μερικά αυτοδιοικούμενης πόλης; Γιατί να μην είμαστε σε θέση να επεκτείνουμε αυτή τη σύνθετη δικαιική αυτό-κατανόηση επίσης ως μέλη μιας δια-εθνικής οργάνωσης με μια μερική –και μόνον μερική– κυρίαρχη εξουσία λήψης αποφάσεων;

Η πολιτική αντιπαράθεση που δεν επιτρέπει σήμερα να αναδυθεί μια εναλλακτική ανάμεσα στην εθνική κυριαρχία –είτε αυτή είναι θεμελιωμένη στο «έθνος» είτε στον «λαό»– και στην ολοκληρωτική απόρριψή της από έναν υπερεθνικό πολιτικό οργανισμό είναι πολύ απλουστευτική και δεν αποτυπώνει την πολιτική περιπλοκότητα του κόσμου στον οποίο ζούμε.

Ερ: Επιμένετε συχνά στο χάσμα που υπάρχει σήμερα ανάμεσα στην πρόοδο στο επίπεδο των διαπροσωπικών ελευθεριών (για παράδειγμα στην ιδιωτική σφαίρα) και σε μια έκπτωση των δημόσιων και κοινωνικών ελευθεριών. Για την υπέρβαση αυτού του χάσματος προτάσσετε την ιδέα μιας «πολιτικής κουλτούρας» η οποία θα αγκιστρώνει το δημοκρατικό ιδεώδες στην εμπειρία. Θεωρείτε ότι μια κρίση όπως αυτή που βιώνουμε, η οποία επηρεάζει τόσο την ιδιωτική σφαίρα, όσο και τον δημόσιο χώρο, τόσο το εθνικό επίπεδο, όσο και το παγκόσμιο πεδίο, είναι ικανή να προωθήσει μια τέτοιου είδους κουλτούρα;

Απ: Είναι δίχως αμφιβολία πρόωρο να προσδιορίσουμε τι έχουν μάθει οι πολίτες από αυτήν την κρίση, η οποία ακόμη δεν είναι υπό έλεγχο. Είμαστε ήδη πολλοί αυτοί που έχουμε συνειδητοποιήσει τη σημασία της δυνατότητάς μας να εμπιστευόμαστε τους συμπολίτες μας και την ικανότητά τους να ακολουθούν τους δημοκρατικά θεμελιωμένους κανόνες. Προσφέρει μια δημοκρατική ανακούφιση και καθησύχαση το να βρίσκεσαι μαζί με άλλους ανθρώπους, εγκαλώντας από κοινού τον μόνο άνθρωπο που αρνείται να φορέσει μάσκα μέσα σε ένα μέσο μαζικής μεταφοράς. Από αυτή την άποψη, η κρίση θα μπορούσε να έχει κάποιο χρήσιμο και ωφέλιμο αποτέλεσμα: ίσως να επιτρέψει στους πολίτες να βιώσουν τις θετικές επιπτώσεις των δημοκρατικών αποφάσεων στην καθημερινή τους ζωή είτε επαναθεμελιώνοντας ένα απτό δημοκρατικό «εμείς», είτε αναδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο τέτοιου είδους αποφάσεις μπορεί να συμβάλουν στην προστασία της υγείας και της ασφάλειας όλων. Αν ισχύσει κάτι τέτοιο, τότε η κρίση θα μπορούσε να αναδημιουργήσει τη συλλογική εμπειρία της δημοκρατίας. Όμως και πάλι είναι πολύ νωρίς για το κρίνουμε και θα μπορούσε να συμβεί το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή η πλειονότητα των ανθρώπων να θεωρήσει τα μέτρα που λήφθηκαν από το κράτος και την ΕΕ για τον έλεγχο της πανδημίας αδικαιολόγητα, ενδεχόμενο το οποίο θα διατηρήσει την έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στη δημοκρατική διαδικασία λήψης των αποφάσεων.

Ανάμεσα στα εργαλεία που διαθέτουμε για να αγωνιστούμε ενάντια στην αποδυνάμωση και τη δόλια εξαφάνιση της συμμετοχικής δημοκρατίας, δύο είναι αυτά που θεωρώ εξαιρετικά ισχυρά: η επαναθεμελίωση μιας πραγματικά δημοκρατικής εκπαίδευσης σε όλα τα δημόσια σχολεία και η προσπάθεια εκδημοκρατισμού της σφαίρας της εργασίας.

Σήμερα δεν έχουμε προχωρήσει πολύ περισσότερο στον αγώνα για την κοινωνική ελευθερία και τη δημοκρατική συμμετοχή από ό,τι περίπου έναν αιώνα πριν, όταν ο Ντυρκέμ και ο Ντιούι αγωνίζονταν για μια καλύτερη δημόσια εκπαίδευση και για πιο ισότιμες και συμπεριληπτικές μορφές διαχωρισμού της εργασίας.

[1] Βλ. Axel Honneth, Le Droit de la liberté. Esquisse d’une éthicité démocratique [To δικαίωμα της ελευθερίας: Σχεδίασμα για μια δημοκρατική ηθικότητα], μτφ. Frédéric Joly, Pierre Rusch, Παρίσι: Gallimard, 2015.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο Esprit, τον Οκτώβριο του 2020.

Ο Axel Honneth είναι καθηγητής Ανθρωπιστικών Επιστημών στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια (Νέα Υόρκη), διευθυντής του Ινστιτούτου για την Κοινωνική Έρευνα στη Φρανκφούρτη και ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Γκαίτε της Φρανκφούρτης. Από το 1982 έως το 1983 συνεργάστηκε με τον Γιούργκεν Χάμπερμας στο Ινστιτούτο Max Planck. Το 1982 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ από το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, με θέμα διατριβής «Κριτική της εξουσίας: Ο Φουκώ και η Κριτική Θεωρία». Έχει τιμηθεί με τα βραβεία Ernst Bloch, Bruno-Kreisky (για το βιβλίο του «Η ιδέα του σοσιαλισμού»), καθώς και με την ανώτατη διάκριση του Πανεπιστημίου του Δουβλίνου Ulysses Medal. Το 2019 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στα Ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του: «Η ιδέα του σοσιαλισμού: Μια προσπάθεια επικαιροποίησης», μτφ. Μ. Τοπάλη, (2018, Πόλις) και «Από την επικοινωνία στην αναγνώριση: Για την ανανέωση της κριτικής θεωρίας», μτφ.  Κ. Καβουλάκος (2000, Πόλις).