Ο πολιτικός Μαραντόνα: Ένας σταρ που «στάθηκε στην άβολη πλευρά της ζωής»

Τους ποδοσφαιριστές τους κυνηγά η φήμη. Κατά τη διάρκεια ή και μετά τη -πολύ ή λιγότερο ένδοξη- γηπεδική ζωή τους, κάποιοι απασχολούν την επικαιρότητα για τα αθλητικά τους κατορθώματα. Άλλοι για τα ψηφία στον τραπεζικό τους λογαριασμό. Ορισμένοι για τις ερωτικές τους περιπέτειες και τα λογής πάθη τους. Άλλοι για τις απόψεις, το δόγμα ζωής και τη συμπεριφορά τους. Και κάποιοι, λίγοι, για όλα μαζί. Ο Μαραντόνα ήταν μια τέτοια περίπτωση.


Μια περίπτωση ακραίας διασημότητας που έζησε εξήντα άγρια  χρόνια και απασχόλησε στον υπερθετικό. Μια περίπτωση που με το ίδιο πάθος μιλούσε για μπάλα και για πολιτική. Μια περίπτωση που, αν και από την κορυφή, συνήθιζε να εκφράζει το λαϊκό αίσθημα. Μια περίπτωση που επίμονα ενσάρκωνε το no politica. Μια περίπτωση θεϊκού ταλέντου με πάθη κοινού θνητού.  

Οροφή από χρυσό 

Ήταν μια από τις γνωστές ιστορίες. Στην αυτοβιογραφία του περιέγραφε μετά από μια επίσκεψη στο Βατικανό κατά την παπική θητεία τού Πάπα Ιωάννη Παύλου: «Βρέθηκα στο Βατικανό και είδα οροφές από χρυσό. Και μετά άκουσα τον Πάπα να λέει πως η εκκλησία νοιάζεται για τα φτωχά παιδιά. Και λοιπόν; Πούλα τα ταβάνια, φίλε!»   

Η εμπειρία του αυτή κλόνισε την πίστη του και τον έπεισε πως η Εκκλησία είχε εκτραπεί από το δρόμο του αλτρουισμού, το δόγμα του ασκητισμού και το σκοπό υπέρ των αδυνάτων. 

Πολλά χρόνια αργότερα όταν το κατώφλι του Βατικανού έμελλε να διαβεί ο συμπατριώτης του Χόρχε Μαρία Βεργκόλιο η πίστη του Μαραντόνα στην Εκκλησία αποκαταστάθηκε κι ο ίδιος συνάντησε τον Πάπα Φραγκίσκο πολλές φορές. 

Βεβαίως, είπαμε. Αυτή είναι μια γνωστή ιστορία

Μία λιγότερο γνωστή έρχεται από το Σάο Πάολο τού 2014. Όταν ο Ντιέγο Μαραντονα μαζί με κάποιους δημοσιογράφους βρισκόταν σε σουίτα του σταδίου κατά την τελετή έναρξης του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Ενώ η πρόεδρος της Βραζιλίας σηκωνόταν για να μιλήσει, ακούστηκε μια αναστάτωση από τις σουίτες. Ανήμπορος να καταλάβει τι έλεγαν, ο Αργεντίνος στράφηκε σε έναν Βραζιλιάνο δημοσιογράφο. Όταν του είπε πως ήταν οι πλούσιοι της Βραζιλίας που γιούχαραν τη Ντίλμα Ρουσέφ εκτοξεύοντας χαρακτηρισμούς για το φύλο της, εκείνος αγανάκτησε: «Μα είναι εξωφρενικό, απλώς εξωφρενικό». Λίγους μήνες αργότερα, όταν το Κογκρέσο έδωσε το πράσινο φως για την παραπομπή της Ρουσέφ στη Δικαιοσύνη, ο Μαραντόνα της τηλεφώνησε για την εκφράσει τη συμπαράστασή του. 

Κάτι ανάλογο, θυμάται ο Σέλσο Αμορίμ, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Βραζιλίας, είχε κάνει και με τον πρώην πρόεδρο της Βραζιλίας Λούλα ντα Σίλβα, όταν αυτός συνελήφθη κατηγορούμενος για διαφθορά. 

«Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός σε χώρες που υπέφεραν από τον ιμπεριαλισμό γιατί αντιστάθηκε στους ισχυρούς και επέλεξε να σταθεί στην άβολη πλευρά της ζωής» λέει η 35χρονη Χέμπε Νέλι που μαζί με τον 9χρονο γιο της κατέβηκαν στο κέντρο του Μπουένος Άιρες για να αποχαιρετήσουν τον Ντιεγκίτο τους. 

Και πράγματι. Κόντρα στο αξίωμα που λέει πως όσο ο άνθρωπος ανεβαίνει τα σκαλιά του πλούτου, της δόξας, της κοινωνικής καταξίωσης, τόσο απομακρύνεται από τον τόπο που αποτελούσε ρίζα του, ο Μαραντόνα δεν επαναπαύτηκε στις δόξες του, δεν βολεύτηκε στη σιγή, δεν έκλεισε τα μάτια, δεν κρύφτηκε στην ουδετερότητα. Εξακολουθούσε να αγαπά τους ανθρώπους, να τους κοιτά στα μάτια, να σκορπά πλατιά χαμόγελα και θερμές αγκαλιές. Να είναι ένας από αυτούς.

Στον αντίποδα, συχνά έστρεφε τα βέλη της οργής του στις ελίτ, πολιτικές και αθλητικές. 

To 2015, ο γιος εργάτη εργοστασίου που μεγάλωσε σε μια φτωχογειτονιά των προαστίων του Μπουένος Άιρες, έκανε λόγο για «μαφία μασκαρεμένη σε FIFA», στηλιτεύοντας τη συστημική διαφθορά του ποδοσφαίρου. 

Και δεν κουράστηκε να μιλάει για τα δικαιώματα των παικτών και για το συμφέρον των ποδοσφαιρόφιλων σε ένα χώρο ακραίου κέρδους, απληστίας και διαπλοκής.  

O «πατέρας» Κάστρο και η υποστήριξη στο «ροζ κύμα»

Οι χαραγμένες με μελάνι μορφές του Γκεβάρα και του Κάστρο στο δέρμα κάθε άλλο παρά κάποιου είδους fashion statement ήταν. Ο ίδιος δέθηκε με ισχυρούς δεσμούς φιλίας με κάποιους από τους πιο σημαντικούς ηγέτες της Λατινικής Αμερικής που ταυτίστηκαν με το λεγόμενο «ροζ κύμα», τη στροφή προς τα αριστερά δηλαδή των ηγεσιών του νότιου τμήματος της αμερικανικής ηπείρου. 

Η φιλία του Μαραντόνα με τον Φιντέλ Κάστρο ξεκίνησε το 1987 -ένα χρόνο μετά το θρίαμβο της Εθνικής Αργεντινής στο Μουντιάλ- όταν ο Αργεντίνος σταρ επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Κούβα.

Ο Μαραντόνα μαγεύτηκε από τις ιστορίες του Κουβανού ηγέτη και έκτοτε επέστρεψε στο νησί της Καραϊβικής πολλές φορές. 

Η σχέση τους, όμως, έφτασε στο απόγειό της αργότερα. Το 2000, όταν ο «συνταξιούχος» πια Μαραντόνα, υπέρβαρος, καταπονημένος, σε άσχημη κατάσταση λόγω των λογής καταχρήσεων, χρειάστηκε αποτοξίνωση. 

Ο Κάστρο τού εξασφάλισε πρόσβαση στην κλινική La Pedrera, τον φρόντισε και τον στήριξε.

Όπως περιέγραφε ο Μαραντόνα, στα τέσσερα εκείνα χρόνια στην Αβάνα, ο Κάστρο συχνά του τηλεφωνούσε τα πρωινά για να κουβεντιάσουν για πολιτική και σπορ, στηρίζοντάς τον στην προσπάθειά του. 

Οι άνθρωποι που βρίσκονταν τότε κοντά στον 40χρονο αστέρα του ποδοσφαίρου, αναγνωρίζουν πως η εμπλοκή τού Κάστρο έσωσε τη ζωή του φίλου του. 

«Έκλαιγα ανεξέλεγκτα. Ήταν σαν πατέρας για εμένα. Άνοιξε τις πόρτες της Κούβας όταν η Αργεντινή τις είχε κλειστές» είπε όταν έμαθε για το θάνατό του. 

«Προερχόμενος από τόσο ταπεινό ξεκίνημα, ο Κάστρο ήταν το είδωλό του» εξηγεί στο Reuters ο Αλφρέδο Τεντέσκι, Αργεντίνος τηλεοπτικός παραγωγός που διατηρούσε στενή φιλία με το Μαραντόνα. 

«Ήταν σαν να τον ερωτεύτηκε τον Κάστρο. Κι έπειτα ήρθαν οι Τσάβες, Μοράλες και οι υπόλοιποι» λέει ο Τεντέσκι που θυμάται τον Μαραντόνα να του προτείνει κάποια στιγμή να κάνουν αιφνιδιαστική επίσκεψη στον Κάστρο. «Ο Κουβανός ηγέτης», λέει, «μας δέχτηκε λεπτά μετά την άφιξή μας και ακύρωσε την πλούσια ατζέντα του για να περάσει τρεις ώρες μαζί μας» – αλλά και να παίξουν λιγάκι ποδόσφαιρο στο γραφείο του. 

Κι έπειτα, ήρθε ο Τσάβες. «Πήγα να συναντήσω ένα σπουδαίο άνδρα και αντ’αυτού βρήκα ένα γίγαντα» είχε πει ο Μαραντόνα μετά τη συνάντηση του με τον Βενεζουελάνο πρόεδρο στο Μιραφλόρες το 2005. Η σχέση του με τη Βενεζουέλα δεν πέθανε μαζί με τον Τσάβες. Ο ίδιος εξακολούθησε να επισκέπτεται και τον διάδοχό του, Νικολάς Μαδούρο, ακόμη κι εν μέσω της βαθιάς ανθρωπιστικής κρίσης στη χώρα. 

Το 2008 ο Έβο Μοράλες επιστράτευσε τον καλό φίλο του Ντιεγκίτο σε ποδοσφαιρικό αγώνα στη Λα Παζ στο πλαίσιο εκστρατείας κατά την απαγόρευσης αγώνων από τη FIFA σε μεγάλο υψόμετρο – απόφαση που, για την ιστορία, στη συνέχεια ακυρώθηκε.

Προσφάτως, ο Μαραντόνα υποστήριξε τον Έβο Μοράλες, όταν εκείνος εγκατέλειψε τη Βολιβία υπό το βάρος των μαζικών διαδηλώσεων και πίεσης από τον επικεφαλής του στρατού. Ο Αργεντίνος είχε περιγράψει την αλλαγή αυτή ηγεσίας ως «πραξικόπημα». 

Οι σχέσεις του με ηγέτες της Λατινικής ήταν περισσότερο στοργής παρά στρατηγικής εκτιμά ο Νορμπέρτο Φερέρα, καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο Φλουμινένσε στη Βραζιλία. «Ο θάνατός του επίσης κλείνει έναν κύκλο συγκεκριμένης λατινοαμερικανικής Αριστεράς. Και συμπίπτει με την ανάγκη ανάδυσης μιας νέας Αριστεράς, λιγότερο ουτοπικής και περισσότερο ρεαλιστικής» λέει ο ίδιος. 

«Στην καρδιά μου είμαι Παλαιστίνιος»

Ο  Μαραντόνα είχε εκφράσει πολλές φορές την υποστήριξή του στην Παλαιστίνη, επικρίνοντας παράλληλα την πολιτική του Ισραήλ. Το 2012 είχε αυτοχαρακτηριστεί «νούμερο ένα υποστηρικτής του παλαιστινιακού λαού. Τους σέβομαι και συμπάσχω μαζί τους» ενώ έξι χρόνια μετά, με μια μεγάλη αγκαλιά στον Παλαιστίνιο ηγέτη Μαχμούντ Αμπάς κατά τη διάρκεια σύντομης συνάντησης στη Μόσχα, επαναβεβαίωσε τη στήριξη αυτή λέγοντάς του «είμαι Παλαιστίνιος στην καρδιά». 

https://twitter.com/Blaugrana_86/status/1018475544596410368

Ντιέγκο ο αντιιμπεριαλιστής

Εκτός, όμως, από αδυναμίες, ο σταρ με τη φανέλα Νο.10 είχε αντιπάθειες. 

O Μαραντόνα ήταν 22 χρόνων όταν ξέσπασε “la guerra de las Malvinas”, ο πόλεμος των Φώκλαντ με τη γνωστή έκβαση. Το να νικήσει την Αγγλία, τέσσερα χρόνια μετά στα ημιτελικά του Μουντιάλ και, μάλιστα, μέσα στη Λατινική Αμερική ήταν για το νοτιοαμερικανικό κοινό αίσθημα μια αναδρομική εκδίκηση. Μια συμβολική αποκατάσταση της αξιοπρέπειας ενός λαού. Κάποιου είδους εθνική κάθαρση. 

«Αντιπροσωπεύαμε τους νεκρούς μας, αυτούς που χάθηκαν επειδή το ήθελε η Αγγλία. Ήταν η Αγγλία που με το πάτημα ενός κουμπιού σκότωνε τον καθένα. Έτσι, έπρεπε να βγούμε στο γήπεδο και να παίξουμε ποδόσφαιρο. Σκεφτόμασταν το ποδόσφαιρο αλλά ξέραμε πολύ καλά πως παίζαμε για τη στρατιωτική μας ήττα από την Αγγλία. Έμοιαζε με πόλεμο, κερδίσαμε έναν ποδοσφαιρικό πόλεμο. Μετά το γκολ με το χέρι, όλοι είπαν: “Αυτό που κάνατε στους Άγγλους ήταν υπέροχο”. Μόνο οι Άγγλοι με κατηγόρησαν. Συγκλονίστηκα με εκείνο το γκολ. Ήταν σαν να κλέβεις το πορτοφόλι ενός Άγγλου. Ήταν σαν να τους έκανα μια μεγάλη φάρσα» είχε πει ο ίδιος πολλά χρόνια αργότερα στον Εμίρ Κουστουρίτσα.

Εξάλλου, γνωστή ήταν και η απέχθειά του για τις ΗΠΑ. «Σιχαίνομαι ότι προέρχεται από τις ΗΠΑ. Το σιχαίνομαι με όλη μου τη δύναμη» είχε πει το 2007 κατά τη διάρκεια της εβδομαδιαίας τηλεοπτικής εκπομπής που διατηρούσε ο Ούγκο Τσάβεζ. 

Παρότι ο ίδιος είχε δηλώσει πως «μετά τον Τσάβες και τον Φιντέλ, ο Πούτιν μαζί με τον (τότε πρόεδρο της Νικαράγουας Ντανιέλ) Ορτέγκα και τον (τότε πρόεδρο της Βολιβίας Έβο) Μοράλες εκπροσωπούν το “κορυφαίο πρωτάθλημα” πολιτικών αρχηγών», ήταν σφοδρός επικριτής του Τζορτζ Μπους και του μετέπειτα προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. 

«Είμαι περήφανος ως Αργεντίνος να αποκηρύσσω την παρουσία του ανθρώπινου αυτού σκουπιδιού, Τζορτζ Μπους» είχε πει το 2005 εν όψει της επίσκεψης Μπους στην Αργεντινή ενώ, μετά την εκλογή Τραμπ στο Λευκό Οίκο, τον είχε χαρακτηρίσει «καρτούν, αν μιλάμε για πολιτική. Κάθε φορά που τον βλέπω στην τηλεόραση, αλλάζω κανάλι». 

Ο ίδιος είχε επίσης δηλώσει πως δεν πίστευε ότι η Αμερική ήταν η κυρίαρχη δύναμη που ήταν στο παρελθόν. 

Οι απόψεις και οι δημόσιες δηλώσεις προκαλούσαν κατά καιρούς αντιδράσεις με δυτικά μέσα ενημέρωσης ή και προσωπικότητες που δέχονταν τα πυρά του να επικρίνουν τη στήριξή του σε «δικτάτορες» και «απολυταρχίες» και να διερωτώνται πώς, ενώ αποκήρυσσε τον Μπους, στήριζε τον Πούτιν, τον Καντάφι ή το Λουκασένκο. 

«Όταν όλοι υπερασπίζονται τις ΗΠΑ, εγώ υπερασπίζομαι την Κούβα. Δεν με νοιάζει αν αυτό προκαλεί. Θα ήταν πολύ εύκολο να υποστηρίξω τους Αμερικανούς» είχε πει μεταξύ άλλων στο ντοκιμαντέρ του Εμίρ Κουστουρίτσα «Μαραντόνα». 

Παρότι ο Μαραντόνα ποτέ δεν έθεσε υποψηφιότητα για κάποιο αξίωμα στην Αργεντινή, πιστεύεται πως φλέρταρε με την ιδέα, τόσο λόγω σχέσεων με τους Κίρχνερ όσο και μετά από προτροπή του Φιντέλ Κάστρο. 

Κόντρα σε όλα αυτά, ο Μαραντόνα συνέχισε απτόητος να αντιτίθεται παθιασμένα στο νεοφιλελευθερισμό, τον ιμπεριαλισμό, τις ταξικές διακρίσεις και να γίνεται η φωνή όσων ένιωθαν μικροί για να αρθρώσουν λόγο ή να ακουστούν. Κι αυτά ίσως όχι γιατί είχε διαβάσει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο ή ήταν ταγμένος πολιτικά σε κάποιο χώρο, αλλά γιατί αυτό υπαγόρευαν η λογική, οι προσλαμβάνουσες και η προσωπική ηθική του. 

Όπως λέει και ο Σέρβος θαυμαστής του που τον «καταδίωκε» επί ένα χρόνο για τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ του, «αν δεν έπαιζε μπάλα, τότε σίγουρα θα ήταν επαναστάτης. Δεν θα χρειαζόταν να βγει στα βουνά και να πολεμήσει. Ήταν επαναστάτης στην καρδιά». 

Το ντοκιμαντέρ Μαραντόνα του Κουστουρίτσα