Μια αριστερή απάντηση στους αγώνες του 1936 που διεξήχθησαν στη Ναζιστική Γερμανία, ήταν οι προτεινόμενοι αγώνες που ματαιώθηκαν από τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο.
Του Sam Harrison
Μετάφραση: Σάκης Στεργενάκης
Το πολύ ζεστό καλοκαίρι του 1936, μια ομάδα αμερικανών αθλητών των Ολυμπιακών Αγώνων διέσχισε τον Ατλαντικό με πλοίο, φτάνοντας στη Σκωτία στις 13 Ιουλίου. Από εκεί, ταξίδεψαν για το Παρίσι, όπου επιβιβάστηκαν σε ένα άλλο τρένο, φτάνοντας τελικά στον προορισμό τους λίγες μέρες πριν από την προγραμματισμένη έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων. Εξερεύνησαν την πόλη και επισκέφθηκαν το Ολυμπιακό στάδιο. «Ποτέ δεν ένιωσα τόσο καλά σε όλη μου τη ζωή. Πέρασα φοβερά», έγραψε στους γονείς του ο γυμναστής Μπέρναρντ Ντάντσικ, στις 16 Ιουλίου.
Όμως, ο Ντάντσικ δεν έγραφε από το Βερολίνο, την πόλη διεξαγωγής των επίσημων Ολυμπιακών Αγώνων εκείνης της χρονιάς.
Αντιθέτως, μαζί με άλλους εννέα αμερικανούς αθλητές, είχε μόλις φτάσει στους ηλιόλουστους δρόμους της Βαρκελώνης για την Λαϊκή Ολυμπιάδα, μια αντι-διοργάνωση διαμαρτυρίας ενάντια σε αυτό που οι ίδιοι αποκαλούσαν «Ναζιστικούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Χίτλερ».
Πέντε χρόνια νωρίτερα, το Βερολίνο είχε κερδίσει στην υποψηφιότητά του να φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες, νικώντας άλλες φιναλίστ πόλεις, συμπεριλαμβανομένης της Βαρκελώνης. Εκείνη την εποχή, η Γερμανία κυβερνούνταν από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Αφού ο Αδόλφος Χίτλερ ανέλαβε την εξουσία το 1933, εβραϊκές ομάδες, συνδικάτα και σωματεία στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε όλη την Ευρώπη επέκριναν την ανάθεση των Ολυμπιακών Αγώνων στους Ναζί, ειδικά αφού μετά το 1935 οι νόμοι της Νυρεμβέργης αφαίρεσαν από τους Γερμανούς Εβραίους τα περισσότερα από τα δικαιώματά τους.
Σύμφωνα με την έρευνα του ιστορικού Πήτερ Κάρολ, συγγραφέα του βιβλίου του 1994 «Η Οδύσσεια των Ταξιαρχιών του Αβραάμ Λίνκολν», μέχρι το 1935 «μισό εκατομμύριο Αμερικανοί είχαν βάλει την υπογραφή τους στο αίτημα για μια εναλλακτική τοποθεσία (τέλεσης των αγώνων)» και αρκετές εφημερίδες, συμπεριλαμβανομένων των New York Times, είχαν εκφράσει αντιρρήσεις για τη συμμετοχή των ΗΠΑ.
Την ίδια χρονιά, μια μικτή ομάδα ηγετών εκκλησιών, προέδρων κολλεγίων και συνδικαλιστών δημιούργησε την Επιτροπή Δίκαιου Παιχνιδιού στον Αθλητισμό με ρητό στόχο να εμποδίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να στείλουν τους κορυφαίους αθλητές τους στο Βερολίνο.
«Όλοι οι ορθά σκεπτόμενοι Αμερικανοί και οι λάτρεις του καλού αθλητισμού πρέπει να αντιταχθούν στη συμμετοχή μας», ανέφεραν σε ένα από τα φυλλάδια τους, «επειδή η ναζιστική κυβέρνηση σχεδιάζει σκόπιμα να χρησιμοποιήσει τους Ολυμπιακούς αγώνες για να προωθήσει το πολιτικό της κύρος και να δοξάσει τις πολιτικές της». Η αντίθεση αυτής της πρωτοβουλίας στηρίχθηκε στο αντιφασιστικό αίσθημα – μια ένσταση στη μεταχείριση που επιφύλασσε ο Χίτλερ στους «μη-Άριους».
Στους υποστηρικτές του μποϊκοτάζ περιλαμβάνονταν ο Τζέρεμι Μαχόνεϊ, πρόεδρος της Ένωσης Ερασιτεχνικού Αθλητισμού (AAU), η οποία συνεργάστηκε στενά με την Ολυμπιακή Επιτροπή για την αποστολή αθλητών στους αγώνες. Ο Μαχόνεϊ, ενεργός πολέμιος των θρησκευτικών και φυλετικών διακρίσεων, πίστευε ότι η συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου θα αποτελούσε σιωπηρή υποστήριξη του ναζιστικού καθεστώτος.
Η Αμερικανική Ολυμπιακή Επιτροπή, ωστόσο, αντιτάχθηκε σθεναρά σε αυτό το μποϊκοτάζ. Ο ηγέτης της, Έιβερι Μπράντατζ, ένας αντισημίτης που αργότερα διετέλεσε πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, χαρακτήρισε το κίνημα μποϊκοτάζ ως «εβραϊκή-κομμουνιστική συνωμοσία».
Τέλος, στις 8 Δεκεμβρίου 1935, λιγότερο από εννέα μήνες πριν από τους Αγώνες, η AAU ψήφισε με πολύ μικρή διαφορά ψήφων υπέρ της αποστολής μιας ομάδας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου. Εάν μόνο τρεις ακόμη αντιπρόσωποι είχαν ψηφίσει υπέρ του μποϊκοτάζ, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα είχαν συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου. Το κίνημα μποϊκοτάζ είχε αποτύχει.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στην Ισπανία, το πολιτικό και πολιτιστικό τοπίο φαινόταν πολύ διαφορετικό. Το 1931, αφού τόσο ο στρατιωτικός δικτάτορας Πρίμο ντε Ριβέρα, όσο και ο Ισπανός βασιλιάς Aλφόνσο XIII υποχρεώθηκαν στην εξορία, η Ισπανία απέκτησε δημοκρατικό πολίτευμα. Αρκετά κόμματα κυβέρνησαν για μικρά χρονικά διαστήματα τα επόμενα χρόνια: οι Αριστεροί Δημοκρατικοί και οι Σοσιαλιστές ήταν στην εξουσία από το 1931 έως το 1933, ακολουθούμενοι από έναν συντηρητικό συνασπισμό. Τέλος, ένας αριστερός συνασπισμός κεντροαριστερών Δημοκρατικών [Republicanos], σοσιαλιστών και κομμουνιστών, το Λαϊκό Μέτωπο, κέρδισε τις ισπανικές εκλογές του Φεβρουαρίου 1936.
Σύμφωνα με τον αθλητικό ιστορικό Χαβιέρ Πουχάδας Μαρτί, το κίνημα για μια αντι-εκδήλωση Ολυμπιακών Αγώνων, που προήλθε από την αριστερή απέχθεια προς τον φασισμό, πήρε οργανωμένη μορφή στην Καταλονία, μια βόρεια περιοχή της Ισπανίας, της οποίας η Βαρκελώνη είναι η πρωτεύουσα. «Η Βαρκελώνη ήταν μια πόλη με ισχυρή αριστερή, λαϊκή και εργατική παράδοση», εξηγεί ο Πουχάδας Μαρτί.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, που επρόκειτο να πραγματοποιηθούν αργότερα εκείνο το έτος, αποτέλεσαν μια τέλεια ευκαιρία για τους αριστερούς σε όλη την Ευρώπη να εκφράσουν τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Ενώ προγραμματίστηκαν διαμαρτυρίες στο Παρίσι και σε άλλες πόλεις, η Βαρκελώνη έγινε ένα εύλογο εστιακό σημείο, καθώς η αποτυχημένη υποψηφιότητά της για αυτούς τους Αγώνες σήμαινε ότι είχαν ήδη έτοιμες πολλές υποδομές – συμπεριλαμβανομένου ενός Ολυμπιακού σταδίου. Όπως οι Αμερικανοί, πολλοί στην ευρωπαϊκή αριστερά κατάλαβαν την απειλή που αποτελούσε ο Χίτλερ.
Οι ιστορικοί δεν είναι βέβαιοι για το πότε ή το πού η Λαϊκή Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης –ή Olimpíada Popular– επισημοποιήθηκε, αλλά η είδηση άρχισε να εξαπλώνεται μέσα σε λίγους μήνες από την εκλογική επιτυχία του Λαϊκού Μετώπου.
Για περισσότερο από μια δεκαετία, η Βαρκελώνη, όπως και άλλες πόλεις σε ολόκληρη την Ευρώπη, είχε καλλιεργήσει μια ισχυρή κουλτούρα «εργατικών αθλημάτων»: τόσο οι σοσιαλιστές, όσο και οι κομμουνιστές οργάνωναν «αγώνες των εργατών» για τα μέλη των κομμάτων τους.
Αλλά από την αρχή, η Λαϊκή Ολυμπιάδα ήταν διαφορετική. Στόχευε ρητά να είναι χωρίς αποκλεισμούς και να μην συνδέεται με ένα πολιτικό κόμμα. Είχε υποστήριξη από κεντροαριστερά κόμματα, καθώς και από τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές.
Η οργανωτική επιτροπή της Λαϊκής Ολυμπιάδας έστειλε προσκλήσεις σε αθλητές σε όλο τον κόσμο με την ελπίδα να δημιουργήσει μια εκδήλωση σε μια κλίμακα ανταγωνιστική προς τους αγώνες του Βερολίνου που θα πραγματοποιούνταν αργότερα εκείνο το καλοκαίρι.
Σχεδόν 6.000 αθλητές είχαν προγραμματιστεί να αγωνιστούν μπροστά σε 20.000 θεατές, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία από εκείνη την εποχή. Πολλοί αθλητές στάλθηκαν από συνδικαλιστικές και εργατικές οργανώσεις. Κάποιοι αθλητές παρευρέθησαν για να διαμαρτυρηθούν για τους Αγώνες του Βερολίνου, άλλοι είχαν σχέδια να συμμετάσχουν και στους δύο.
Σε αντίθεση με τους αγώνες του Βερολίνου, κλήθηκαν επίσης να συμμετάσχουν ομάδες που δεν αντιπροσώπευαν ένα συγκεκριμένο έθνος. Εκτός από τις ομάδες που στάλθηκαν από συνδικάτα που εκπροσωπούσαν κυρίαρχα έθνη όπως η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ, άλλες ομάδες αυτοπροσδιορίστηκαν ως προερχόμενες από την Αλσατία, τη Χώρα των Βάσκων και την Καταλονία.
Εβραίοι που είχαν ήδη διαφύγει από τις διώξεις των Ναζί σχημάτισαν μια άλλη ομάδα, όπως και οι Ιταλοί εξόριστοι από το φασιστικό καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι.
Με ημερομηνία 21 Μαΐου 1936, η πρόσκληση που έστειλαν οι διοργανωτές στους Αμερικανούς στην Επιτροπή Δίκαιου Παιχνιδιού έγραφε: «Η Λαϊκή Ολυμπιάδα θα συνενώσει σε φιλική άμιλλα γνήσιους ερασιτέχνες αθλητές όλων των χωρών». Στην επιστολή, η επιτροπή ζήτησε την παρουσία μιας «μικρής αλλά ανταγωνιστικής ομάδας» αθλητών από τις Ηνωμένες Πολιτείες και πρότεινε να καλύψει μέρος των εξόδων ταξιδιού τους. «Ενδιαφερόμαστε ιδιαίτερα η ομάδα σας να συμπεριλάβει Νέγρους αθλητές, γιατί… υπερασπιζόμαστε το πραγματικό Ολυμπιακό πνεύμα, το οποίο αντιπροσωπεύει την αδελφότητα μεταξύ φυλών και λαών», συνέχιζε η πρόσκληση. Δέκα Αμερικανοί αθλητές, τρεις από τους οποίους μαύροι, αποδέχθηκαν την πρόσκληση των διοργανωτών, ξεκινώντας για τους αγώνες της Βαρκελώνης στις 3 Ιουλίου, με το πλοίο S.S. Τρανσυλβανία.
Ο Πήτερ Κάρολ μίλησε με αρκετούς αθλητές για το βιβλίο του. Περιγράφει μια ομάδα από πολιτικά συνειδητοποιημένους, αριστερούς, αλλά όχι ριζοσπαστικοποιημένους, νέους που ενηλικιώθηκαν σε μια περίοδο υψηλής ανεργίας και πολλών εργατικών κινητοποιήσεων. «Οι [αθλητές] με τους οποίους μίλησα δεν ήταν μέλη κομμάτων», λέει. «Ήταν ξένοι, και είχαν λόγο… να αντιταχθούν στον Χίτλερ».
Για αυτούς, η συμμετοχή στην Λαϊκή Ολυμπιάδα ήταν μια ευκαιρία να πάνε στην Ευρώπη, να αγωνιστούν στα αθλήματά τους και να πάρουν θέση ενάντια στον ναζισμό. «Ήθελαν να δείξουν ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Βερολίνου δεν ήταν απαραίτητα το πιο σημαντικό πράγμα που συνέβαινε στον αθλητισμό», επισημαίνει ο Κάρολ.
Ο προπονητής τους, Άλφρεντ “Chick” Τσάκιν, ήταν πιθανώς ο πιο πολιτικοποιημένος της ομάδας ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μεγαλύτερος από τα μέλη της ομάδας, ο Τσάκιν ήταν προπονητής πάλης στο City College της Νέας Υόρκης.
Η ομάδα περιελάμβανε τους Ίρβιν Τζένκινς και Τσαρλς Μπάρλεϊ, και οι δύο αθλητές του μποξ, τους δρομείς Έντι Κράους, Μάιρον Ντάικς, Χάρι Έντζελ και Φράνκ Πέιτον. Την Ντόροθι “Dot” Τάκερ, δρομέα και κολυμβήτρια, και μόνη γυναίκα της ομάδας, τον ποδηλάτη Τζούλιαν Ραούλ και τον γυμναστή Μπέρναρντ Μπέρνι Ντάντσικ. Αρκετοί ήταν Εβραίοι, και όλοι εκτός από δύο -τον Τζένκινς και τον Μπάρλεϊ- επιλέχθηκαν από τα συνδικάτα ή τις εργατικές οργανώσεις που βοήθησαν στη χορηγία των ταξιδιών τους.
Ο Μπάρλεϊ, ένας μαύρος μπόξερ και νικητής των Golden Gloves Senior, είχε κληθεί να δοκιμαστεί για την Ολυμπιακή ομάδα του 1936 και είχε αρνηθεί για λόγους ρατσιστικών και θρησκευτικών διακρίσεων στη ναζιστική Γερμανία.
Με εξαίρεση τον Μπάρλεϊ, ο οποίος ήταν από το Πίτσμπουργκ, ολόκληρη η ομάδα προερχόταν από τη Νέα Υόρκη. Ο Ίρβιν Τζένκινς, ο μοναδικός φοιτητής της ομάδας, ήταν στην ομάδα πυγμαχίας του Πανεπιστημίου του Cornell.
«Προφανώς δεν ήταν αθλητές που θα είχαν προκριθεί στους Αγώνες του Βερολίνου», λέει ο Ντέιβιντ Βαλετσίνσκι, πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Ολυμπιακών Ιστορικών. «Επιλέχτηκαν από τοπικά κλαμπ ή σωματεία».
Δεν χρειαζόταν να προκριθούν για τους αγώνες της Βαρκελώνης, λέει, όπως έπρεπε να κάνουν οι αθλητές που επιλέχθηκαν να συμμετάσχουν τους αγώνες του Βερολίνου. Χρειαζόταν μόνο να βρουν έναν χορηγό και να πάνε.
Αλλά η καθαρά αθλητική ικανότητα δεν ήταν η ουσία – η Λαϊκή Ολυμπιάδα ήθελε να καλλιεργήσει ένα πνεύμα ισότητας, σε ευθεία αντίθεση με τα ναζιστικά ιδανικά, εξηγεί ο Πουχάδας Μαρτί. «Προσπαθούσαν να δημιουργήσουν κάτι όπου οποιοσδήποτε θα μπορούσε να συμμετάσχει –οποιοδήποτε έθνος ή εθνική αντιπροσωπεία– και ήθελαν να έχουν διαφορετικές κατηγορίες, μερικές πιο ανταγωνιστικές και μερικές λιγότερο… Αυτοί οι αγώνες αντιπροσώπευαν το γενικότερο, πιο ανοιχτό πνεύμα του αντιφασισμού», αναφέρει.
Η αμερικανική ομάδα έφτασε στη Βαρκελώνη στις 16 Ιουλίου, λίγες μέρες πριν από την έναρξη των αγώνων στις 19 Ιουλίου. Το γεγονός ότι έστω και μια μικρή ομάδα αμερικανών αθλητών συμμετείχαν στην Ολυμπιάδα των Λαών έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες εκείνη τη εποχή, λέει ο Πουχάδας Μαρτί. «Η ανακοίνωση ότι για πρώτη φορά αθλητές από τη Βόρεια Αμερική έρχονταν στους αγώνες, είχε σημαντικό αντίκτυπο εδώ». Οι αθλητές της Βόρειας Αμερικής θεωρήθηκαν ως σημείο αναφοράς αριστείας στον αθλητισμό. «Έδωσε πολλές ελπίδες για την επιτυχία και τον αντίκτυπο [των αγώνων]», προσθέτει.
Όμως, κατά τους μήνες πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες Διαμαρτυρίας –όταν η Βαρκελώνη ετοίμαζε τη διεθνή εκδήλωση «εργατικού αθλητισμού» ενάντια στον φασισμό– οι πολιτικοί άνεμοι άλλαξαν κατεύθυνση.
Ανήσυχος από τα αποτελέσματα των εκλογών νωρίτερα εκείνο το έτος, ένας συνασπισμός Ισπανών Εθνικιστών, μοναρχικών και συντηρητικών, με επικεφαλής μια ομάδα στρατηγών σχεδίαζε πραξικόπημα για την ανατροπή της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου.
Ακριβώς τη στιγμή που θα άρχιζαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες Διαμαρτυρίας, χτύπησαν.
Οι στρατιωτικοί ηγέτες ανέλαβαν τον έλεγχο του ισπανικού προτεκτοράτου στο Μαρόκο και πυροβόλησαν 189 άτομα στις 17 Ιουλίου, δύο ημέρες πριν από τις προγραμματισμένες τελετές έναρξης.
Οι μάχες έφτασαν στη Βαρκελώνη πριν από την αυγή της 19ης, και οι αθλητές που είχαν φτάσει στη Βαρκελώνη ξύπνησαν με τους ήχους των πυροβολισμών. Μερικοί αθλητές καθ’ οδόν προς την Βαρκελώνη, όπως η εξόριστη γερμανική εβραϊκή ομάδα, είχαν κολλήσει στα σύνορα, ανήμποροι να εισέλθουν στην Ισπανία.
Το μεγαλύτερο μέρος του ισπανικού στρατού κοντά στην πόλη υποστήριξε το πραξικόπημα, αλλά η πολιτοφυλακή και η καταλανική αστυνομία παρέμειναν πιστοί στην κυβέρνηση και τους πολέμησαν στους δρόμους, μαζί με τα μέλη ενός αναρχικού σωματείου.
Αν και επικράτησαν οι δημοκρατικές δυνάμεις στη Βαρκελώνη, το πραξικόπημα δεν θα σταματούσε γρήγορα.
Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε και η Λαϊκή Ολυμπιάδα –με τα όνειρά της να ενώσει όλους τους λαούς και τις φυλές μέσω του αθλητισμού– ακυρώθηκε. Λίγες μέρες μετά την έναρξη των μαχών, οι αθλητές κλήθηκαν να απομακρυνθούν από την πόλη.
«Όταν ταξιδεύαμε με το Τρανσυλβανία για τη Γαλλία στο δρόμο μας προς τη Βαρκελώνη, γνωρίζω ότι υπήρχαν αρκετοί αθλητές στην αμερικανική ομάδα που δεν είχαν σκεφτεί πάρα πολύ για την πολιτική και δεν είχαν κατασταλαγμένες απόψεις», έγραψε ο δρομέας Φρανκ Πέιτον, σε ένα άρθρο εφημερίδας με την επιστροφή τους. «Όταν συζητήσαμε για αυτά τα πράγματα στο δρόμο της επιστροφής, όλοι συμφώνησαν ότι οι μάχες που είδαμε στη Βαρκελώνη μάς δίδαξαν την ανάγκη για ενότητα στον αγώνα ενάντια στον φασισμό».
Εκείνες τις πρώτες μέρες, φαινόταν ότι οι Δημοκρατικοί είχαν το πλεονέκτημα στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Ωστόσο, η φασιστική Ιταλία και η ναζιστική Γερμανία υποστήριξαν το πραξικόπημα με πυρομαχικά, αεροπορικές επιδρομές και στρατιώτες, ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολουθούσαν μια πολιτική μη επέμβασης. Σύντομα, η Ισπανική Δημοκρατία παρέπαιε.
Ένα χρόνο μετά τους ακυρωμένους Ολυμπιακούς Αγώνες, ο Τσικ Τσάκιν επέστρεψε στην Ισπανία ως μέρος των Διεθνών Ταξιαρχών: περίπου 40.000 μαχητές από όλο τον κόσμο που πήγαν να υποστηρίξουν τον αγώνα της Ισπανικής Δημοκρατίας.
Άλλοι αθλητές από την Λαϊκή Ολυμπιάδα συμμετείχαν επίσης στις μάχες, αν και ο ακριβής αριθμός τους είναι άγνωστος.
Ο Τσάκιν κατέληξε αγνοούμενος στη μάχη στις 17 Μαρτίου 1938, σκοτωμένος από τις εθνικιστικές δυνάμεις, οι οποίες ανέλαβαν τον έλεγχο της χώρας λίγο αργότερα. Ο Φρανσίσκο Φράνκο, αρχηγός της χούντας, κυβέρνησε την Ισπανία μέχρι το θάνατό του το 1975.
Σήμερα, λίγοι θυμούνται τους Ολυμπιακούς Αγώνες που δεν έγιναν – μερικοί από αυτούς που ενεπλάκησαν σκοτώθηκαν στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο και κατέφυγαν στην εξορία μετά την άνοδο του Φράνκο στην εξουσία. Από την αμερικανική ομάδα, μόνο ο Τσαρλς Μπάρλεϊ συνέχισε να έχει μια αξιοσημείωτη αθλητική καριέρα: τη δεκαετία του 1940, κατατάχθηκε στην πρώτη δεκάδα των πυγμάχων στις κατηγορίες Welterweight και Middleweight, αν και δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να αγωνιστεί για έναν παγκόσμιο τίτλο.
Αλλά η Βαρκελώνη είχε μια άλλη ευκαιρία για την Ολυμπιακή δόξα: η πόλη φιλοξένησε τελικά τους Αγώνες το 1992 – ακριβώς στο ίδιο στάδιο όπου παραλίγο να είχαν διεξαχθεί οι Ολυμπιακοί Αγώνες διαμαρτυρίας.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Smithsonian Mag, στις 19 Ιουλίου 2021.