Ακόμη και για τους επιστήμονες του κλίματος, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που αποτελούν πλέον πραγματικότητα φαίνεται ότι είναι χειρότερες από τις προβλέψεις.
Της Sοfia Andrade
Από κάθε άποψη, η κλιματική κρίση είναι ήδη εδώ. Οι θανατηφόροι θερμικοί θόλοι σε όλο τον βορειοδυτικό Ειρηνικό, μια διαρροή πετρελαιαγωγού στη μέση του ωκεανού που έβαλε φωτιά στον Κόλπο του Μεξικού και οι φονικές πλημμύρες στη Γερμανία και το Βέλγιο τις τελευταίες εβδομάδες αποδεικνύουν ότι ο κόσμος αλλάζει ως συνέπεια του τρόπου με τον οποίο τον έχουμε αλλάξει.
Αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν. Εδώ και δεκαετίες, οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή. Περισσότερα από 30 χρόνια πριν, ο επιστήμονας της NASA Τζέιμς Χάνσεν δήλωσε στο αμερικανικό Κογκρέσο ότι «το φαινόμενο του θερμοκηπίου είναι εδώ». Πολύ παλιότερα, στη δεκαετία του 1800, επιστήμονες όπως ο Σβάντε Αρρένιους υπολόγισαν ότι ο διπλασιασμός της ποσότητας διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα το 1895 θα οδηγούσε σε υπερθέρμανση του πλανήτη κατά 5 έως 6 βαθμούς Κελσίου στη μέση παγκόσμια θερμοκρασία.
«Αυτή η εκτίμηση δεν ήταν πολύ μακριά από την πραγματικότητα», δήλωσε ο Πήτερ Κάλμους, κλιματολόγος στο Εργαστήριο Αεριοπροώθησης της NASA, σε προσωπική του δήλωση. Απλώς το χρονοδιάγραμμα του Aρρένιους για το πόσο γρήγορα οι άνθρωποι θα εξέπεμπαν αυτά τα αέρια ήταν πολύ λανθασμένο, πρόσθεσε ο Κάλμους:
«Χρειάστηκαν μόνο 125 χρόνια για την αύξηση του ποσοστού του διοξειδίου του άνθρακα για την οποία ο Αρρένιους πίστευε ότι θα χρειάζονταν 3.000 χρόνια. Υποτίμησε κατάφωρα τον ρυθμό των εκπομπών από την καύση ορυκτών καυσίμων που στην πραγματικότητα έχουμε παράγει».
Η αρχική πρόβλεψη του Aρρένιους αντικατοπτρίζει πολλά από τα σημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα μοντέλα της κλιματικής αλλαγής. Η κατανόηση του πού βρισκόμαστε στο χρονοδιάγραμμα της κλιματικής αλλαγής απαιτεί πολλά βήματα: πρέπει να γνωρίζουμε πόσα αέρια του θερμοκηπίου έχουν εκπεμφθεί, πόσο αυτά τα αέρια του θερμοκηπίου έχουν αυξήσει την παγκόσμια θερμοκρασία και, τέλος, πρέπει να κάνουμε ένα τελευταίο βήμα που ο Aρρένιους δεν έκανε ποτέ – πρέπει να κατανοήσουμε πώς αυτές οι αλλαγές στην παγκόσμια θερμοκρασία θα επηρεάσουν το κλίμα που βιώνουμε.
Αυτό το τελευταίο κομμάτι είναι το πιο δύσκολο, καθώς γνωρίζουμε μεν την τρέχουσα αναλογία άνθρακα στην ατμόσφαιρά μας (σήμερα περίπου 420 μέρη ανά εκατομμύριο), αλλά αυτό που δεν γνωρίζουμε είναι πώς να προβλέψουμε με ακρίβεια όλες τις συνέπειες της αύξησης της θερμοκρασίας που προκαλείται από αυτόν τον επιπλέον άνθρακα.
«Η επιστημονική κοινότητα έχει κάνει πολύ καλή δουλειά στην πρόβλεψη του πότε θα φτάσουμε στους 1,2 βαθμούς Κελσίου, που είναι περίπου το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή», δήλωσε ο Κάλμους». «Η κοινότητα δεν έχει κάνει τόσο καλή δουλειά στην πρόβλεψη του πόσο άσχημες θα είναι οι κλιματικές επιπτώσεις στους 1,2 βαθμούς Κελσίου», πρόσθεσε
Πράγματι, από τους θερμικούς θόλους μέχρι τις πυρκαγιές και το γρήγορο λιώσιμο των πάγων, πολλές από τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης που βιώνουμε φαίνεται ότι είναι πολύ χειρότερες ή απέχουν πολύ από τις προβλέψεις. Έτσι, το φετινό καλοκαίρι όπου μοιάζει αδύνατο να κοιτάξει κανείς τις ειδήσεις χωρίς να δει κάποια κλιματική καταστροφή, ρώτησα αρκετούς επιστήμονες του κλίματος πώς οι συνεχείς αυτές τραγωδίες επηρεάζουν το πού μας τοποθετούν στο κλιματικό χρονοδιάγραμμα. Αυτό που είχαν να πουν δεν ήταν ιδιαίτερα καθησυχαστικό.
«Είναι ήδη χειρότερα από ό,τι φανταζόμουν. Αισθάνομαι ότι το γεγονός του θερμικού θόλου στον βορειοδυτικό Ειρηνικό μετακίνησε την αίσθησή μου για το πού βρισκόμαστε κατά περίπου μια δεκαετία ή και περισσότερο», δήλωσε ο Κάλμους. «Νομίζω ότι πολλοί συνάδελφοί μου αισθάνονται πιθανότατα το ίδιο», εκτίμησε ο ίδιος.
Με πολλούς τρόπους, η κλιματική κρίση έχει «μετακινηθεί τώρα από μια αφηρημένη ανησυχία σε μια πολύ πραγματική», σύμφωνα με τη Λιζ Βαν Σούστερσεν, εμπειρογνώμονα για την κλιματική θλίψη και την ψυχική υγεία, όπως αυτή διασταυρώνεται με την κλιματική αλλαγή. «Δεν είναι μια καταιγίδα που διαρκεί 36 ώρες. Δεν είναι τα επακόλουθα μιας πλημμύρας. Θερμαινόμαστε μέχρι θανάτου», ανέφερε.
Σύμφωνα με την Βαν Σούστερσεν, αυτή η μεγέθυνση της κλιματικής κρίσης –η οποία με τη σειρά της ενισχύεται από την αυξανόμενη συζήτηση γύρω από το κλίμα– έχει ως αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι άνθρωποι να ανησυχούν για την υπαρξιακή απειλή που θέτει η κλιματική κρίση. Πράγματι, οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στην ψυχική υγεία των κοινοτήτων που την αντιμετωπίζουν είναι τεράστιες και ποικίλες: άγχος, θλίψη και “διαταραχή προτραυματικού στρες” (όρος της Βαν Σούστερσεν), για να αναφέρουμε μερικές. Και όμως, η πραγματική δράση παραμένει ακόμη περιορισμένη.
Η Τζένιφερ Άτκινσον, καθηγήτρια περιβαλλοντικών ανθρωπιστικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον, συμφωνεί. «Δεν είναι πλέον ένα είδος αόριστης ανησυχίας για πράγματα που θα συμβούν στο μέλλον, είναι η συνειδητοποίηση ότι ο κόσμος διαλύεται γύρω μας αυτή τη στιγμή. Και οι απώλειες συσσωρεύονται καθημερινά», δήλωσε. «Είναι επίσης η απελπισία και η οργή ότι τα δεινά και οι απώλειες δεν έπρεπε να υπάρξουν», προσθέτει.
Η ακραία αβεβαιότητα της κλιματικής κρίσης –όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ακόμη και οι καλύτερες προβλέψεις απέτυχαν να υπολογίσουν τις χειρότερες επιπτώσεις- έχει το δικό της ανησυχητικό αποτέλεσμα. «Νομίζω ότι το γεγονός ότι συμβαίνει κάπως πιο γρήγορα και με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι περιμέναμε, απλώς υπερτονίζει αυτή την αίσθηση σύγχυσης και απώλειας του είδους της διανοητικής σταθερότητας» που οδηγεί σε πράγματα όπως η κλιματική θλίψη, σύμφωνα με τη Σούζαν Κλέιτον, καθηγήτρια ψυχολογίας και περιβαλλοντικών σπουδών στο Κολέγιο του Γούστερ.
Εν μέρει ο λόγος για τον οποίο ήταν τόσο δύσκολο να προβλεφθούν αυτά τα αποτελέσματα είναι ότι πρόκειται για «περίπλοκες, μη γραμμικές διαδικασίες», όπως τις αποκαλεί ο Κάλμους.
Οι επιστήμονες πρέπει να λάβουν υπόψη τους εκατοντάδες μεταβλητές, πράγμα που σημαίνει ότι οι προβλέψεις συχνά απέχουν πολύ από το να είναι τέλειες. Τα μοντέλα για το λιώσιμο των πάγων στην Αρκτική, για παράδειγμα, είναι στην πραγματικότητα πιο αισιόδοξα από ό,τι συμβαίνει σήμερα σε μέρη όπως η Γροιλανδία και η Ανταρκτική, επειδή τα μοντέλα αυτά δεν έχουν λάβει υπόψη τους άλλες διαδικασίες που θα μπορούσαν να επιταχύνουν το λιώσιμο (το νερό μπορεί να εισχωρήσει κάτω από τους πάγους, οδηγώντας τους να γλιστρήσουν πιο γρήγορα στον ωκεανό, για παράδειγμα).
«Τα μοντέλα, σε αυτή την περίπτωση, αποδείχθηκαν υπερβολικά συντηρητικά, καθώς δεν συμπεριέλαβαν ορισμένες σημαντικές διεργασίες του πραγματικού κόσμου», δήλωσε ο Μάικλ Μαν, διακεκριμένος κλιματολόγος και διευθυντής του Earth System Science Center στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, σχετικά με τις προβλέψεις για τα στρώματα πάγου.
Με άλλα λόγια, ακόμη και καθώς παρακολουθούμε τις επιπτώσεις αυτού που ήδη συμβαίνει, πρέπει να αναμετρηθούμε με το πώς αυτές θα πολλαπλασιαστούν και θα επιδεινώσουν η μία την άλλη. «Έχουμε πολλά να μάθουμε για τις λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο κατάρρευσης του κλίματος και το πώς θα επηρεάσει τον πολιτισμό», πρόσθεσε ο Kάλμους. «Νομίζω ότι υπάρχουν ακόμη πολλά που δεν γνωρίζουμε εκεί έξω», κατέληξε.
Πέρα από αυτά που μπορούμε ήδη να δούμε, τελικά.
Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο Slate και αναδημοσιεύτηκε από το Undark, στις 20 Ιουλίου 2021, στο πλαίσιο της συνεργασίας Climate Desk.