Μπροστά στον κίνδυνο και σε ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες, η μέση οδός είναι ολέθρια. Ο λαμπρός τίτλος “Η Γερμανία το φθινόπωρο” της ταινίας του Αλεξάντερ Κλούγκε έχει πλέον υιοθετηθεί εν χορώ από το CDU/CSU, το οποίο βγάζει το μαστίγιο. O Ραλφ Μπρινκχάους, επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας υποστήριξε: «Πρέπει […] να θέσουμε το ζήτημα του τι απειλεί τη χώρα: μια αριστερή συμμαχία. Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για μια προεκλογική εκστρατεία όπου τίθεται το δίλημμα δύο αντίπαλων πλευρών: ο Λάσετ ή ένας αριστερός καγκελάριος».
Του Wolfgang Michal
Αυτό ρίχνει νερό στο μύλο του ηγέτη του FDP Κρίστιαν Λίντερ. Μόνο που δεν μπορεί να εκφράσει ακόμα αυτή τη θέση τόσο δυνατά, επειδή θέλει να είναι αρεστός σε όλους μέχρι την ημέρα των εκλογών. To μόνο που λέει ο Κρίστιαν Λίντερ είναι: «Το SPD και οι Πράσινοι είναι πιο κοντά στο Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) από ό,τι στο FDP. Ως εκ τούτου, είναι απίθανο ο Όλαφ Σόλτς και η Αναλένα Μπέρμποκ να μπορέσουν να παρουσιάσουν μια ελκυστική προσφορά στο FDP». Σε μετάφραση, αυτό σημαίνει: «Αγαπητό CDU, αν θέλετε μια προεκλογική εκστρατεία με συγκρουόμενα στρατόπεδα, τότε ξεκινήστε την επιτέλους!».
Το πρόβλημα είναι ότι το αριστερό στρατόπεδο δεν υπάρχει.
Υπάρχει σημαντικό κοινό έδαφος μεταξύ του SPD, των Πρασίνων και της Die Linke στην οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική πολιτική, αλλά όχι στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας. Εδώ επικρατεί διαφωνία.
Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας, σχεδόν όλα τα κόμματα εξακολουθούν να σκέφτονται σαν να ζουν στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, με τον παγκόσμιο συστημικό ανταγωνισμό μεταξύ του «καλού καπιταλισμού» και του «κακού κομμουνισμού». Πολλά πολιτικά ζητήματα έχουν αλλάξει, μόνο που η διεθνής πολιτική εξακολουθεί να περιγράφεται με τις ίδιες κενές τυπολογίες όπως 50 χρόνια πριν.
Το SPD, για παράδειγμα, «εκφράζει [ενσυνείδητα] την υποστήριξή του» προς την Bundeswehr [τις ένοπλες δυνάμεις της Γερμανίας ] και το ΝΑΤΟ, πράγμα που σημαίνει ότι ακολουθεί άνευ όρων κάθε κίνηση των ΗΠΑ, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της παραμονής ή της αποχώρησης από το Αφγανιστάν. Μόνο η απαίτηση των ΗΠΑ να δαπανά το 2% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος για τον στρατό είναι αυτή που βαραίνει την ψυχή του κόμματος.
Στις παρούσες συνθήκες, η Γερμανία θα πρέπει να δαπανά 67 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως για εξοπλισμούς αντί για 47 δισεκατομμύρια. Χρήματα που θα λείψουν από αλλού. Ωστόσο, παρά την καταστροφική αποτυχία της εμπλοκής στο Αφγανιστάν, το SPD δεν πτοείται από την προσήλωσή του στις ξένες αποστολές της Bundeswehr. Μάλιστα, θέλει στο μέλλον να αναπτύξει το στρατό παντού –συμπεριλαμβανομένου του εσωτερικού της χώρας– προκειμένου να τον καταστήσει κοινωνικά αποδεκτό και ταυτόχρονα πιο χρήσιμο: για την καταπολέμηση πανδημιών και πλημμυρών, για την αποτροπή της τρομοκρατίας, για τη διασφάλιση των αγορών πρώτων υλών και των εξαγωγικών οδών. Και για να περιορίσει την Κίνα και τη Ρωσία.
Η Die Linke δεν θέλει τίποτα από αυτά. Το πρόγραμμα του κόμματος είναι μια ξεκάθαρη απόρριψη όλων των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Αυτό αφορά όχι μόνο το ΝΑΤΟ, αλλά και τις αποστολές της Bundeswehr στο εξωτερικό, τις εξαγωγές όπλων και την απόκτηση πολεμικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Εξάλλου, σύμφωνα με το κόμμα, «το μάθημα της αφγανικής καταστροφής είναι το ίδιο με εκείνο της συριακής, της λιβυκής και της ιρακινής καταστροφής: η δημοκρατία και η κοινωνική πρόοδος δεν μπορούν να επιβληθούν με πολέμους που προέρχονται από ξένες δυνάμεις». Σε αντίθεση με τους πιθανούς συμμάχους της, η Die Linke δεν έχει ξεχάσει ότι η στρατιωτική ισχύς δεν χρησιμοποιείται μόνο για να σκάψει πηγάδια, αλλά κυρίως για να εγγυηθεί «ιμπεριαλιστικές πολιτικές», τις οποίες κάποιοι αρέσκονται να αποκαλούν «υπεράσπιση της ελευθερίας». Αλλά και μόνο η λέξη «ιμπεριαλισμός» μπορεί να κάνει τα μαλλιά του Όλαφ Σολτς και της Αναλένα Μπέρμποκ να σηκωθούν.
Η θέση των Πρασίνων βρίσκεται κάπου ανάμεσα σε αυτές της Die Linke και του SPD. Παρόλο που οι Πράσινοι έχουν πρόσφατα εκφράσει μια πολύ θλιβερή θέση υπέρ της Bundeswehr και του ΝΑΤΟ (και απαιτούν το ίδιο από τη Die Linke), θέλουν να «μετασχηματίσουν» τα στρατεύματα σε έναν ποικιλόμορφο φεμινιστικό στρατό που θα υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και την προστασία του κλίματος. Ακόμη και αν οι στρατηγοί δεν μπορούν να συγκρατήσουν τα γέλια τους με ένα τέτοιο σενάριο, η ιδέα δεν είναι εντελώς παράλογη: η σταδιακή κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας και του άνθρακα θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως μοντέλο μετασχηματισμού. Όχι αντιθετικό προς το υπάρχον, αλλά ως ένα σύνολο που μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα – αυτή είναι η πεποίθηση των Πρασίνων (Bündnis-Grünen).
Ωστόσο, δεν φαίνεται ότι τα κόμματα του «αριστερού στρατοπέδου» είναι έτοιμα να κάνουν έστω και ένα βήμα το ένα προς το άλλο.
Μόνο και μόνο από φόβο ότι μια εκστρατεία του CDU θα έβρισκε γόνιμο έδαφος. Και η Die Linke έχει ήδη βγει από το παιχνίδι: «Ανεξάρτητα από την απόφαση για τη συνέχιση της συμμετοχής της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ», αναφέρει το κόμμα, «η Die Linke θα υποστηρίξει σε κάθε πολιτικό σχηματισμό την αποχώρηση της Γερμανίας από τις στρατιωτικές δομές της στρατιωτικής συμμαχίας και την αποχώρηση της Bundeswehr από την ανώτατη διοίκηση του ΝΑΤΟ». Ούτε το SPD ούτε οι Πράσινοι θα αναλάβουν το «ρίσκο ενός τέτοιου συνασπισμού».
O μόνος λόγος για τον οποίο ο Όλαφ Σολτς δεν αποκλείει επισήμως τον ροζ-κόκκινο-πράσινο (SPD, Die Linke, Πράσινοι) συνασπισμό είναι ότι θέλει να ωθήσει το FDP σε έναν τρίχρωμο συνασπισμό [SPD, Πράσινοι, FDP] μετά τις εκλογές, χρησιμοποιώντας την απειλή της Die Linke. Το CDU/CSU το γνωρίζει επίσης αυτό, αλλά ελπίζει να έχει βρει ένα καθοριστικό αδύναμο σημείο στο πρόσωπο του Σολτς. Για τα μέσα ενημέρωσης, αυτό θα ήταν μια ευτυχής συγκυρία, διότι οι προεκλογικές εκστρατείες δημιουργούν δράμα και το δράμα δημιουργεί προσοχή.
Όμως οι εκστρατείες για τις «κόκκινες κάλτσες» [αναφορά στην προεκλογική εκστρατεία του 1994, κατά την οποία το CDU κατήγγειλε το ενδεχόμενο συμμαχίας μεταξύ του SPD και του PDS-Κόμματος του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού που προήλθε από το SED-Κόμμα του Ενιαίου Σοσιαλισμού στη Γερμανία, το κόμμα της ΛΔΓ] ήταν πάντα αποτυχημένες για τους ψηφοφόρους: Το 1994, το SPD, οι Πράσινοι και το PDS κέρδισαν ψήφους, ενώ το CDU/CSU, το FDP και οι Ρεπουμπλικάνοι (Die Republikaner) έχασαν ψήφους. Το 1998, η εκστρατεία για τις «κόκκινες κάλτσες» απέτυχε λόγω της ατμόσφαιρας αλλαγής: η αποχώρηση του Χέλμουτ Κολ είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία. Το 2009, το CDU/CSU τερμάτισε την εκστρατεία «κόκκινες κάλτσες» επειδή συνειδητοποίησε ότι δεν είχε αποτέλεσμα.
Αν νομίζει ότι μπορεί να κερδίσει πόντους το 2021 με το σκιάχτρο «Σολτς, ο αριστερός καγκελάριος», θα προκαλέσει μόνο κουρασμένα χαμόγελα και πολύ χλευασμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο της εβδομαδιαίας εφημερίδας Der Freitag, στις 2 Σεπτεμβρίου 2021. Εδώ χρησιμοποιήθηκε η γαλλική μετάφρασή του από το Α l’ encontre.