Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The Lancet αποκαλύπτει την αξιοσημείωτη σημασία της κυβερνητικής αξιοπιστίας και της δημόσιας αλληλεγγύης στην εξήγηση των διαφορών στις λοιμώξεις μεταξύ των χωρών, παράλληλα με άλλες ιατρικές και τεχνικές πτυχές.
Της Μάγδας Φυτιλή
Στα μέσα του περασμένου αιώνα, μια μικρή πόλη στις ΗΠΑ που κατοικείτο από Ιταλούς μετανάστες τράβηξε την προσοχή για την εξαιρετική υγεία της καρδιάς των κατοίκων της. Στο Roseto (Πενσυλβάνια), οι κάτοικοι είχαν πολύ χαμηλό ποσοστό καρδιαγγειακών παθήσεων, κάτι εξαιρετικό για την περιοχή. Μετά από ανάλυση πολλαπλών μεταβλητών, οι ειδικοί δεν μπόρεσαν να βρουν εξήγηση: δεν τρέφονταν καλύτερα οι κάτοικοι, ούτε κάπνιζαν και έπιναν λιγότερο. Πολύ απλά, όπως αποδείχθηκε μεταγενέστερα, στο Roseto υπήρχε κοινωνική συνοχή, οι άνθρωποι ζούσαν σε μία κοινότητα με αρμονία, βοηθώντας ο ένας τον άλλον. Δεν υπήρχε παραβατικότητα και κανείς δεν έχρηζε κοινωνικής βοήθειας. Το άγχος ήταν μηδαμινό. Η υγεία συνδεόταν άμεσα με αυτούς τους κοινωνικούς παράγοντες, οι οποίοι προστάτευαν τις καρδιές των κατοίκων.
Εξήντα χρόνια αργότερα, όταν μια βίαιη πανδημία ήταν έτοιμη να κλονίσει τον πλανήτη, δύο χώρες, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, εμφανίζονταν, σύμφωνα με όλους τους δείκτες, ως οι καλύτερα προετοιμασμένες για να την αντιμετωπίσουν. Τώρα, μια μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό The Lancet θέτει και πάλι στο επίκεντρο το Roseto. Η κοινωνική εμπιστοσύνη συνδέεται σαφώς και εμφατικά με λιγότερες λοιμώξεις κατά τους πρώτους 21 μήνες της πανδημίας (έως τον Σεπτέμβριο του 2021). Ούτε οι ΜΕΘ, ούτε τα εργαστήρια, ούτε η πυκνότητα του πληθυσμού, ούτε οι κατά κεφαλήν επενδύσεις στην υγεία αρκούν ως στοιχεία από μόνα τους για να εξηγήσουν αυτό το εύρημα.
Φαίνεται πως το κοινωνικό κεφάλαιο που έχουν συσσωρεύσει ορισμένες χώρες λειτουργεί, επίσης, ως τοίχος προστασίας έναντι της μετάδοσης.
«Διαπιστώσαμε ότι οι παράγοντες-κλειδιά για την πρόληψη των μολύνσεων ήταν η διαπροσωπική εμπιστοσύνη και η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση», συνοψίζει ο Joseph Dieleman, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης.
«Αν όλες οι χώρες έχαιραν διαπροσωπικής εμπιστοσύνης όσο η Κορέα ή εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση όσο η Δανία, τα ποσοστά των λοιμώξεων θα μπορούσαν να είναι έως και 40% χαμηλότερα», συνοψίζει ο Dieleman, από το διάσημο Ινστιτούτο Μετρήσεων και Αξιολόγησης της Υγείας (IHME) του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον. Τέτοια παγκόσμια επίπεδα εμπιστοσύνης θα σήμαιναν 440 εκατομμύρια λιγότερες μολύνσεις.
Από το 2020, γίνεται λόγος για το «επιδημιολογικό μυστήριο» του COVID-19: για τις ανεξήγητες διαφορές μεταξύ των χωρών, με τη Βουλγαρία, τη Ναμίμπια και τη Βολιβία να έχουν διπλάσιους θανάτους από COVID-19 σε σχέση με τις γειτονικές τους Τουρκία, Αγκόλα και Κολομβία. Μετά τη σύγκριση πολυάριθμων δεικτών για την ικανότητα του συστήματος υγείας και άλλων περίπου 30 τεχνικών συνθηκών σε 177 χώρες, το συμπέρασμα είναι σαφές: οι δείκτες που χρησιμοποιούνταν μέχρι σήμερα είναι «ακατάλληλοι», επειδή δεν λάμβαναν υπόψη «τις συνέπειες της κακής διαχείρισης της πολιτικής ηγεσίας και του δυσλειτουργικού περιβάλλοντος της πολιτικής». Παρόλο που το μυστήριο δεν έχει ακόμη εξολοκλήρου λυθεί, καθώς υπάρχουν χιλιάδες άλλα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εξάπλωση του ιού, προς το παρόν η κοινωνική εμπιστοσύνη συνιστά τον παράγοντα που εξηγεί καλύτερα αυτές τις διαφορές.
«Όλες οι μελέτες για να προβλέψουμε αν οι χώρες ήταν προετοιμασμένες απέτυχαν», εκφράζει με λύπη η ειδικός σε θέματα δημόσιας υγείας Helena Legido-Quigley, «και τώρα πρέπει να κάνουμε νέες αξιολογήσεις που να λαμβάνουν υπόψη την ηγεσία, την εμπιστοσύνη και άλλα ποιοτικά στοιχεία». Η Legido-Quigley, η οποία αναλύει την αντίδραση των χωρών στην πανδημία εδώ και πολλούς μήνες, επιμένει ότι «η ηγεσία και η εμπιστοσύνη είναι κρίσιμοι παράγοντες».
«Αν κοιτάζετε μόνο τον αριθμό των νοσοκομειακών κλινών, δεν ξέρετε αν θα έχετε επιτυχία ή όχι», συνοψίζει η καθηγήτρια δημόσιας υγείας στη Σχολή Τροπικής Ιατρικής και Υγιεινής του Λονδίνου και στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης.
Ο ανθρώπινος παράγοντας
Μόλις ξέσπασε η πανδημία, η κοινωνιολογία και η κοινωνική ψυχολογία ήξεραν ότι μπορούσαν να συνεισφέρουν εξίσου με τα εργαστήρια ιολογίας. Άρχισαν να δημοσιεύουν οδηγούς και έγγραφα για να βοηθήσουν στη διαχείριση της δημόσιας συμπεριφοράς, θέτοντας την έννοια της εμπιστοσύνης στο επίκεντρο.
Δεν έχει νόημα να γνωρίζουμε το πώς εμφανίζονται οι λοιμώξεις, αν ο πληθυσμός δεν ακολουθεί τις συστάσεις υγείας επειδή δεν έχει πειστεί για την χρησιμότητά τους. Δεν έχει νόημα να αναπτύξουμε ένα εμβόλιο, αν οι άνθρωποι αποφασίσουν να μην το κάνουν, όπως συνέβη σε πολλές χώρες επειδή δεν εμπιστεύονται τις υγειονομικές αρχές.
Σύμφωνα με την κοινωνιολόγο Celia Díaz του Πανεπιστημίου Complutense της Μαδρίτης, μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη,μας κάνει πιο υγιείς. Η εμπιστοσύνη λειτουργεί σαν μια ψυχολογική παράκαμψη: δεν ξέρουμε πώς λειτουργεί ένα αεροπλάνο ή ποιος το πιλοτάρει, αλλά πετάμε επειδή εμπιστευόμαστε. Το ίδιο ισχύει και για τα μέτρα υγείας, αν δεν εμπιστευόμαστε τις αρχές, θα ακούσουμε κάποιον άλλον. Και η εμπιστοσύνη στους άλλους είναι καθοριστική: αν νομίζω ότι είμαι ο μόνος που κωπηλατεί, σταματάω να κωπηλατώ για να μην αισθανθώ εξαπατημένος, ή κωπηλατώ προς την κατεύθυνση που μου ταιριάζει μόνο εμένα.
Η εκστρατεία εμβολιασμού στην Ισπανία, πέτυχε, καθώς η στρατηγική των αρχών ήταν σαφώς να εκμεταλλευτούν τα υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης του πληθυσμού στους υγειονομικούς. Σε μελέτες της, η Díaz παρατήρησε ότι, εκτός από την εμπιστοσύνη στα εμβόλια, οι Ισπανοί προχώρησαν στον εμβολιασμό από την αρχή λόγω μιας αίσθησης «συλλογικότητας».
«Αυτός είναι ο άλλος σημαντικός παράγοντας: το συναισθηματικό κίνητρο για την προστασία των άλλων, ιδίως των ευάλωτων. Η εκστρατεία ήταν επιτυχής, επειδή οι άνθρωποι ανταποκρίθηκαν σε τέτοιου είδους αξίες».
Στην Ελλάδα, αν και έχουμε ένα σχετικά υψηλό συνολικό ποσοστό εμβολιασμού, περίπου 63%, σε διάφορα μέρη της χώρας, όπως στο βορρά για παράδειγμα, το ποσοστό πέφτει κάτω από το 50%. Ο σκεπτικισμός ως προς τον εμβολιασμό, οι θεωρίες συνωμοσίας και η περιφρόνηση της εξουσίας θεωρούνται οι κύριοι ένοχοι. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Focus Bari, ο κυριότερος λόγος που προβάλλουν οι αντιεμβολιαστές, είναι η άρνηση τους να κάνουν κάτι που τους επιβάλλεται εκβιαστικά (το 65%, δηλαδή οι δύο στους τρεις), κάτι που συνδέεται άμεσα με την διαχείριση της πανδημίας από την πολιτική ηγεσία. Ταυτόχρονα, όμως, ένα 57% θεωρεί ότι το εμβόλιο «δεν είναι δοκιμασμένο/είναι πειραματικό», ένα 43% «φοβάται τις μακροπρόθεσμες παρενέργειες» κι ένα 29% «φοβάται τις άμεσες παρενέργειες».
Παρατηρείται, δηλαδή, μια σαφής έλλειψη εμπιστοσύνης στις υγειονομικές διαβεβαιώσεις, αλλά και μια καθαρά ατομικιστική προσέγγιση.
Στις ΗΠΑ, το 90% των ψηφοφόρων των Δημοκρατικών έχουν κάνει τουλάχιστον μία δόση του εμβολίου, σε σύγκριση με το 64% των Ρεπουμπλικάνων. Μόνο από τον Ιούνιο έως τον Δεκέμβριο του 2021, 135.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους επειδή δεν είχαν εμβολιαστεί, σύμφωνα με πρόσφατη εκτίμηση. Φαίνεται ότι η πολιτικής πόλωσης και η σύγχυση που δημιουργείται γύρω από τα υγειονομικά θέματα δυναμιτίζουν την εμπιστοσύνη των πολιτών, συμβάλλοντας στην επιφυλακτικότητά τους.
Όπως επισημαίνει η Legido-Quigley, υπήρχαν χώρες όπου η εμπιστοσύνη βελτιώθηκε ή επιδεινώθηκε με βάση τις επιδόσεις της διοίκησης, τη διαφάνεια των μηνυμάτων και την ικανότητα αναγνώρισης των λαθών. Η Erin Hulland, ερευνήτρια του IHME και μία από τις συγγραφείς της μελέτης, εξηγεί ότι τέτοιες σαφείς στρατηγικές επικοινωνίας κινδύνου και εμπλοκής της κοινότητας έχουν λειτουργήσει αποτελεσματικά για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης κατά τη διάρκεια άλλων επιδημιών. Στη Λιβύη και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, η εμπιστοσύνη στις αρχές είχε ήδη διαπιστωθεί ότι σχετίζεται με τη συμμόρφωση με τις υγειονομικές οδηγίες κατά τη διάρκεια της επιδημίας Έμπολα, όπως η διατήρηση φυσικής απόστασης και η αποδοχή εμβολιασμών. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η χαμηλή διαπροσωπική εμπιστοσύνη συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την κοινωνικοοικονομική ανισότητα.
«Αν και μερικές φορές δεν θεωρείται βασική πολιτική υγείας, η βελτίωση της κοινωνικής συνοχής μέσω των προσπαθειών για τη μείωση της εισοδηματικής ανισότητας θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στη βελτίωση των αποτελεσμάτων της επόμενης πανδημίας», υποστηρίζει ο Dieleman.
Σε άρθρο του στους New York Times, ο συγγραφέας Ezra Klein εκφράζει το πλεονέκτημα που υπάρχει τώρα σε σχέση με τις προηγούμενες πανδημίες του 19ου αιώνα, όταν δεν ήταν γνωστή ούτε η θεωρία των μικροβίων ούτε ο ρόλος των κουνουπιών: «Αν και τώρα έχουμε τα πάντα στη διάθεσή μας, υποτιμάμε εντελώς το ρόλο των κοινωνικών επιστημών στην αντιμετώπιση προβλημάτων με μια τόσο προφανή κοινωνική πτυχή, όπως η πανδημία. Οι ανθρωπολόγοι ήταν εκείνοι που βρήκαν το κλειδί για τον περιορισμό της εξάπλωσης του Έμπολα στις κηδείες στην Αφρική. Και ήταν ένας κοινωνιολόγος εκείνος που ανακάλυψε το μυστικό του Roseto εξήντα χρόνια πριν».
Διαβάστε επίσης: H αλληλεγγύη ως αντίδοτο στον κορωνοϊό