Η Γαλλία επιστρέφει σε εβραϊκές οικογένειες 15 έργα τέχνης που λεηλατήθηκαν από τους Ναζί

Marc Chagall, Το μπλε σπίτι, 1917, Musée des Beaux-Arts de Liège/Wikimedia Commons

Μια συλλογή έργων τέχνης που κατασχέθηκαν κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής θα επιστραφεί στους κληρονόμους των εβραϊκών οικογενειών σύμφωνα με το νόμο που ψηφίστηκε πρόσφατα από το γαλλικό κοινοβούλιο.


Της Μάγδας Φυτιλή


Την εποχή της γερμανικής εισβολής, ο Armand Dorville, δικηγόρος και συλλέκτης έργων τέχνης, αποφάσισε να καταφύγει στο κτήμα του στο Périgord, στη νότια Γαλλία, όπου και πέθανε το 1941.

Ένας προσωρινός διαχειριστής, διορισμένος από τη Γενική Επιτροπή Εβραϊκών Υποθέσεων, οργάνωσε γρήγορα την εκκαθάριση της συλλογής έργων τέχνης του (εκατοντάδες έργα, μεταξύ των οποίων έργα των Renoir, Manet, Signac, Caillebotte, Degas, Delacroix και Rodin). Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής δημοπρατήθηκε τον Ιούνιο του 1942 στο ξενοδοχείο Savoy της Νίκαιας.

Σύμφωνα με τους νόμους του καθεστώτος του Βισύ, η πώληση «αριοποιήθηκε», πράγμα που σήμαινε ότι τα χρήματα κατασχέθηκαν από το κράτος. Δύο χρόνια αργότερα, πέντε μέλη της οικογένειας Dorville, μεταξύ των οποίων τρεις από τους κληρονόμους του Armand, συνελήφθησαν, απελάθηκαν και δολοφονήθηκαν.

Στις 15 Φεβρουαρίου 2022, το γαλλικό κοινοβούλιο ενέκρινε την επιστροφή δώδεκα έργων τέχνης στην οικογένεια, υπό το χειροκρότημα των κληρονόμων και των νόμιμων εκπροσώπων.

Έντεκα σχέδια και ένα γλυπτό που φυλάσσονται στα μουσεία του Λούβρου, του Ορσέ και της Κομπιένης θα επιστραφούν 80 χρόνια μετά τη δημοπρασία. Ο ίδιος νόμος προβλέπει, επίσης, την επιστροφή άλλων τριών πινάκων στους κληρονόμους των νόμιμων κατόχων τους: «Τριαντάφυλλα κάτω από τα δέντρα» του Gustav Klimt, «Σταυροδρόμι στο Sannois» του Maurice Utrillo και «Ο πατέρας» του Marc Chagall.

Πριν από δύο χρόνια, το γερμανικό κράτος επέστρεψε στην οικογένεια Dorville τρία έργα από την οικογενειακή συλλογή: δύο πίνακες του Jean-Louis Forain και έναν του Constantin Guys, ενώ πέρυσι τους δόθηκε ένας πίνακας Pissarro («Μια πλατεία στο La Roche-Guyon») από την Alte Nationalgalerie του Βερολίνου, η οποία προσφέρθηκε αμέσως να τον αγοράσει πίσω.

«Η αναγνώριση της δίωξης, της λεηλασίας και του πόνου που υπέστησαν τα μέλη της οικογένειάς μου και που κουβαλούσαν μαζί τους για το υπόλοιπο της ζωής τους, ιδίως μετά τη δολοφονία πέντε δικών μου στο Άουσβιτς, είναι ένας τρόπος να τους αποτίσουμε φόρο τιμής», σημειώνει ο Raphaël Falk, ένας από τους νεαρούς κληρονόμους του Armand Dorville.

Στη Γαλλία, περίπου 100.000 έργα τέχνης κατασχέθηκαν κατά τη διάρκεια του Β΄  Παγκοσμίου Πολέμου. Υπολογίζεται ότι 60.000 έργα εντοπίστηκαν στη Γερμανία μετά την απελευθέρωση και επέστρεψαν στο γαλλικό έδαφος. Από αυτά, 45.000 επιστράφηκαν στους ιδιοκτήτες τους μεταξύ 1945 και 1950, περίπου 2.200 επιλέχθηκαν και φυλάχθηκαν στα Εθνικά Μουσεία, ενώ τα υπόλοιπα (γύρω στα 13.000 αντικείμενα) πωλήθηκαν από τη διοίκηση στις αρχές της δεκαετίας του 1950.

«Η επιστροφή των έργων δεν αποτελεί αποζημίωση για τη ζημιά που προκλήθηκε (η ζημία που προκάλεσε η ναζιστική Γερμανία είναι ανεπανόρθωτη), αλλά ακύρωση των πράξεων εκείνων που έγιναν κατά παράβαση του νόμου», εξηγεί ο Cédric Fischer, δικηγόρος της οικογένειας του Simon Bauer, ο οποίος το 2020 πέτυχε την επιστροφή του έργου «Η συγκομιδή του μπιζελιού» του Camille Pissarro στους κληρονόμους του.

«Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι η απαλλοτρίωση που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν μπορεί να παράγει κανένα νομικό αποτέλεσμα, ακόμη και αν έχει την εμφάνιση κανονικής πράξης», εξηγεί.

Ο αργός δρόμος προς την αναγνώριση

Η ομιλία του πρώην προέδρου Ζακ Σιράκ το 1995, κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων μνήμης για τη χειμερινή επιδρομή στο Βελοντρόμ, αποτέλεσε σημείο καμπής για τη θέση του γαλλικού κράτους σχετικά με την Κατοχή. Αποτέλεσε, επίσης, την πρώτη αναγνώριση της εμπλοκής της κυβέρνησης του Βισύ στο Ολοκαύτωμα.

Την αναγνώριση αυτή ακολούθησε το 1998 η υπογραφή διεθνούς συμφωνίας στην Ουάσιγκτον, με την οποία 44 χώρες ανέλαβαν την υποχρέωση να καταβάλουν αποζημιώσεις και να αποδώσουν περιουσίες στις εβραϊκές οικογένειες που είχαν λεηλατηθεί. Ένα χρόνο αργότερα, η Γαλλία δημιούργησε την Επιτροπή Αποζημίωσης Θυμάτων Λεηλασίας (CIVS) για τον εντοπισμό των οικογενειών των κληρονόμων.

Ωστόσο, μόλις το 2018 ο τότε πρωθυπουργός της Γαλλίας Εντουάρ Φιλίπ αποφάσισε να δώσει πραγματική ώθηση στο θέμα: εκείνη τη χρονιά δημιουργήθηκε μια Επιτροπή για τη διερεύνηση και την επιστροφή των λεηλατημένων πολιτιστικών αγαθών, με σκοπό την επιτάχυνση των ερευνών, τον εντοπισμό της προέλευσης των κλεμμένων έργων και τη διευκόλυνση της επιστροφής τους. Έκτοτε, δεν είναι πλέον απαραίτητο να υποβάλουν αίτηση οι κληρονόμοι, αλλά τα μουσεία μπορούν να ξεκινήσουν τη διαδικασία αυτεπαγγέλτως.

«Χαιρετίζω το γεγονός ότι η Γαλλία επιτέλους υιοθετεί μια προσέγγιση ενδοσκόπησης, αλλά φαίνεται να δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με όλες τις συνέπειες του παρελθόντος της», θρηνεί ο Raphaël Falk.

Klimt και Chagall

«Τα μουσεία στη Γαλλία, όπως και σε πολλά άλλα μέρη της Ευρώπης, δεν έχουν μπει στον κόπο να ερευνήσουν την προέλευση των πινάκων που αγοράζουν», λέει ο Michel Jeannoutot, πρόεδρος της CIVS.

«Πρόκειται για την περίπτωση του Utrillo de Samois, το οποίο δημοπρατείται τακτικά στο Λονδίνο, αλλά χωρίς επαρκώς σοβαρές έρευνες. Έρευνες που αποκαλύπτουν τις παράξενες διαδρομές ορισμένων έργων. Αυτή είναι η περίπτωση του «Πατέρα», τον οποίο ο Marc Chagall ζωγράφισε στο Παρίσι το 1911 ή το 1912.

Ο καλλιτέχνης τον ξεφορτώθηκε με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ο πίνακας δεν επανεμφανίστηκε παρά μόνο το 1940 στο Λοτζ (Πολωνία), στην ιδιοκτησία του David Cender, ενός Πολωνού μουσικού και βιολονίστα εβραϊκής καταγωγής.

Marc Chagall, O Πατέρας (Le père), (1911) Musée d’art et d’histoire du Judaïsme/Wikimedia Commons

Ο ίδιος και η οικογένειά του αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στο γκέτο του Λοτζ, εγκαταλείποντας όλα τα υπάρχοντά τους, συμπεριλαμβανομένου του πίνακα. Ο Cender επέζησε από την εισβολή και τον πόλεμο, αλλά έχασε τη γυναίκα και την κόρη του. Το 1958 μετανάστευσε στη Γαλλία, όπου ζούσε η αδελφή του. Ποτέ δεν έμαθε ότι, μετά τον πόλεμο, ο πίνακας είχε επιστρέψει στην αγορά και ότι ο ίδιος ο Chagall -χωρίς να γνωρίζει την προέλευσή του- τον είχε ανακτήσει. Μετά το θάνατό του, οι κληρονόμοι του ζωγράφου δώρισαν 46 πίνακες στο γαλλικό κράτος, μεταξύ των οποίων και το πορτρέτο, το οποίο εκτέθηκε στο Musée du Judaïsme στο Παρίσι.

Το έργο του Gustav Klimt «Οι θάμνοι των ρόδων κάτω από τα δέντρα» αγοράστηκε το 1911 από τον Αυστριακό βιομήχανο και συλλέκτη Viktor Zuckerkandl. Μετά το θάνατό του, η ανιψιά του Eléonore Stiasny κληρονόμησε τον πίνακα, τον οποίο αναγκάστηκε να πουλήσει σε αναγκαστική δημοπρασία στη Βιέννη το 1938, αμέσως μετά το Anschluss. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η Stiasny απελάθηκε και πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Το γαλλικό κράτος απέκτησε τον πίνακα το 1980, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τα εγκαίνια του Μουσείου του Ορσέ, μέσω μιας γκαλερί που με τη σειρά της τον είχε αποκτήσει μέσω ενός μεσάζοντα. Χάρη στο έργο των ερευνητών, ανακαλύφθηκε ότι αυτός ο μεσάζων ήταν στην πραγματικότητα ένας συμπαθών των Ναζί που είχε αγοράσει τον πίνακα από την  Eléonore Stiasny.

Η δυσκολία ενός νόμου-πλαισίου

Ο νόμος που μόλις ψηφίστηκε από το γαλλικό κοινοβούλιο είναι ο πρώτος μεταπολεμικά που επιτρέπει την επιστροφή έργων τέχνης από δημόσιες συλλογές. Μια τέτοια πρόβλεψη ήταν αναγκαία επειδή τα έργα εισήλθαν νομίμως στις συλλογές, οπότε αποτελούν μέρος της εθνικής κληρονομιάς που προστατεύεται από την αρχή του αναπαλλοτρίωτου.

«Η πολιτική βούληση υπάρχει και αυτό είναι πολύ σημαντικό», λέει ο Antoine Delabre, γενεαλόγος της ADD Associés και εκπρόσωπος των κληρονόμων του Armand Dorville.

«Ωστόσο, ο νόμος που έχει ψηφιστεί χρησιμοποιεί τον όρο παράδοση και όχι αποκατάσταση, ενώ η οικογένεια ζητούσε από το κράτος και τα μουσεία να αναγνωρίσουν την απαλλοτρίωση της πώλησης του Ιουνίου 1942».

Από την άλλη πλευρά, όπως και στην περίπτωση της επιστροφής έργων τέχνης από την Αφρική, η σύνταξη ενός νόμου-πλαισίου για τη διευκόλυνση όλων των επιστροφών είναι πολύπλοκη λόγω των πολλαπλών κριτηρίων σχετικά με την προέλευση, τη γεωγραφική έκταση και την εν λόγω περίοδο (μεταξύ 1933 και 1945). Η σημερινή υπουργός Ροζελίν Μπασελότ έχει δεσμευτεί να το επιτύχει αυτό σε περίπτωση επανεκλογής του Εμανουέλ Μακρόν.

«Η Γαλλία οφείλει ένα ιδιαίτερο ηθικό χρέος στα θύματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου», συνοψίζει ο Michel Jeannoutot της CIVS, «επειδή οι αντισημιτικοί νόμοι υιοθετήθηκαν από τη συνταγματικά διορισμένη κυβέρνηση της εποχής. Αυτοί οι πίνακες είναι μέρος της οικογενειακής ιστορίας, δεν είναι μόνο η αξία τους που έχει σημασία, αλλά και οι διαδρομές που ανακατασκευάζουν».

Πηγή: Πληροφορίες για το άρθρο αντλήθηκαν από το σάιτ της Επιτροπής για την Αποζημίωση Θυμάτων Απαλλοτρίωσης της Γαλλίας (CIVS) και από το άρθρο της El Diario.